Γέλτσιν, δεκαετία του 1990, η ξέφρενη δεκαετία του '90, Κέντρο Γέλτσιν, Ίδρυμα Γέλτσιν (2015) Φωτογραφία: Nakanune.RU
Γέλτσιν, δεκαετία του 1990, η ξέφρενη δεκαετία του ’90, Κέντρο Γέλτσιν, Ίδρυμα Γέλτσιν (2015) Φωτογραφία: Nakanune.RU

30 χρόνια ιδιωτικοποίησης μέσω βάουτσερ [κουπονιών]: πώς διεξήχθη η απάτη του αιώνα και πού είναι τα [αυτοκίνητα] “Βόλγκα” μας;

Στις 14 Αυγούστου 1992, ο Μπόρις Γέλτσιν υπέγραψε διάταγμα περί ιδιωτικοποίησης μέσω βάουτσερ [κουπονιών] στη Ρωσία. Για την απάτη του αιώνα η εξουσία ένιψε τας χείρας της, αλλά ο εθνικός πλούτος χάθηκε μέσα από τα χέρια του λαού. Στο ρεπορτάζ του Nakanune.RU θα δούμε γιατί αυτά τα χρήματα “κύλησαν από τα μουστάκια, αλλά στο στόμα δεν έφτασαν”, γιατί δεν μετάνιωσε ποτέ ο Τσουμπάις και πώς τελικά δημιουργήθηκε η αστική τάξη στην οποία στηρίχθηκε ο Γέλτσιν για να φτάσει στην προεδρία το 1996 όπως νωρίτερα στα τανκς.

“Θυμάσαι πώς ξεκίνησαν όλα;”

Για να καταλάβει κανείς τι συνέβη το 1992, πρέπει να γυρίσει πίσω στο 1985, όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ανέβηκε στην εξουσία. Σε αντίθεση με τους προκατόχους του της ύστερης σοβιετικής περιόδου, ήταν ένας ζωηρός άνθρωπος, που έλεγε πολλά, αλλά αυτά που έλεγε θα έκαναν τους πρεσβύτερους του Κρεμλίνου να γυρίσουν στα φέρετρά τους: “περεστρόικα”, “γκλάσνοστ”, “σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο”. Όλοι χάρηκαν, αλλά ποιος ήξερε ότι θα μετεξελισσόταν σε κατάρρευση, εξαχρείωση και καπιταλισμό με θηριώδες πρόσωπο;

Από τις απλές χαριστικές ρυθμίσεις για την αγορά στα τέλη της δεκαετίας του ’80, στραφήκαμε στην πώληση της κρατικής περιουσίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν ο Γέλτσιν ήρθε στην εξουσία. Πολλοί θυμούνται την τρομερή παρακμή πριν από 30 χρόνια, όταν, σύμφωνα με τα λόγια του τότε προέδρου, “η Ρωσία άρχισε να σηκώνεται από τα γόνατά της. Τα γιγαντιαία εργοστάσια πάγωσαν, τα εργοστάσια που τροφοδοτούσαν ολόκληρες πόλεις έκλεισαν και τα εργοστάσια άδειασαν, οι άνθρωποι εγκατέλειψαν την παραγωγή και πήγαν στη λαϊκή αγορά, αφήνοντας πίσω τους, ως αντικείμενα ενός πιο προηγμένου πολιτισμού, τα ερείπια των μηχανών, του σιδήρου, του σκυροδέματος και τη μνήμη των προηγούμενων γενεών.

Οι δυνάμεις της αγοράς παρέσυραν τους ανθρώπους διαφορετικών επαγγελμάτων στη γενική ροή του ετερόκλητου πλήθους των ζητιάνων, των απατεώνων και των “νέων Ρώσων”. Αποδείχθηκε ότι η “ψευδεπίγραφη σοβιετική προπαγάνδα”, η οποία περιέγραφε τον καπιταλισμό ως αχαλίνωτη εγκληματικότητα, ανεργία και εξαθλίωση του λαού, δεν ήταν καθόλου ψευδής.

Εμφανίστηκαν οι ελλείψεις. Οι άνθρωποι λένε σήμερα ότι οι θάνατοι από λιμό το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1991-1992 ήταν μια πραγματική προοπτική για ένα μέρος του πληθυσμού, αν και υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι οι ελλείψεις προκλήθηκαν σκόπιμα. Ο στενός κύκλος του Γέλτσιν αποφάσισε να τελειώσει τον “χορό”: οι νέοι και ζωηροί μεταρρυθμιστές αρνήθηκαν να ελέγξουν τις τιμές, ο ανεξέλεγκτος πληθωρισμός στέρησε από τους ανθρώπους τις αποταμιεύσεις τους και κατέστησε σχεδόν ολόκληρη τη Ρωσία, μια χώρα πολύ πλούσια σε φυσικούς πόρους, κράτος φτωχών.

Το γεγονός ότι μια βιομηχανική υπερδύναμη αποδείχθηκε τόσο εύκολα και γρήγορα να καταστραφεί και να καταρρεύσει οικονομικά θεωρήθηκε από τους Νέους Μεταρρυθμιστές ως ένα καλό σημάδι, λέγοντας ότι όλα πήγαιναν προς την παρακμή, αλλά φυσικά δεν ήταν έτσι. Ωστόσο, στα φιλελεύθερα εγχειρίδια, μια γλαφυρή απεικόνιση του ψευδο-λεκτικού “το κράτος είναι κακός ιδιοκτήτης” θα είναι το ίδιο το γεγονός ότι, κάποια στιγμή, το κράτος σταμάτησε να ελέγχει τα πάντα συνολικά. Παράδοξο.

Μια έκθεση αφιερωμένη στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Μουσείο Μπόρις Γέλτσιν (2022) Φωτογραφία: Ιστοσελίδα του Κέντρου Γέλτσιν / Elena Volodarskaya
Μια έκθεση αφιερωμένη στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Μουσείο Μπόρις Γέλτσιν (2022) Φωτογραφία: Ιστοσελίδα του Κέντρου Γέλτσιν / Elena Volodarskaya

“Φυσικά, όλα ξεκίνησαν το 1992, αλλά η διαδικασία διήρκεσε αρκετά χρόνια και μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε πραγματικά η ιδιωτικοποίηση σε μεγάλη κλίμακα”, λέει ο οικονομολόγος Βαλεντίν Κατασόνοφ σε συνομιλία του με το Nakanune.RU. – “Ή, όπως το αποκαλούσαν τότε, ιδιωτικοποίηση και μετοχοποίηση. Στην ουσία ήταν ληστεία του λαού. Τυπικά πλαισιώθηκε σαν να γινόταν προς το συμφέρον του κράτους, επειδή οι συμφωνίες ιδιωτικοποίησης δεν ήταν απλώς μια σύμβαση πώλησης, αν και λίγοι το θυμούνται αυτό σήμερα. Ποιο ήταν το σκεπτικό της ιδιωτικοποίησης; Είπαν ότι ένας ιδιώτης ιδιοκτήτης θα ήταν πιο αποτελεσματικός στη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που θα αποκτούσε, λες και το κράτος ήταν ανίκανο να διαχειριστεί αποτελεσματικά την οικονομία, τις μεμονωμένες επιχειρήσεις. Και οι συμφωνίες αυτές συνοδεύονταν από ορισμένες υποχρεώσεις – να επενδύσουν κάποια κεφάλαια, για παράδειγμα, στον εκσυγχρονισμό της παραγωγής, στην επέκταση και ούτω καθεξής”.

Η απόφαση αυτή είχε πολιτικά κίνητρα και έντονα ιδεολογικές αποχρώσεις: κάθε εργοστάσιο που πουλιόταν, σύμφωνα με τον Τσουμπάις, ήταν “ένα ακόμη καρφί στο φέρετρο των κομμουνιστών”, ενώ κάθε νέος ιδιωτικός ιδιοκτήτης σήμαινε τις μη αναστρέψιμες αλλαγές που επεδίωκαν ο Γκαϊντάρ, ο Γέλτσιν, ο Τσουμπάις και πολλοί άλλοι.

“Γκαϊντάρ, Χίτλερ και Τσουμπάις”.

Το πολιτικό κίνητρο ήταν ότι ο Γέλτσιν και οι υποστηρικτές του θα έπρεπε, θεωρητικά, να βασίζονται στη μεσαία τάξη και τους επιχειρηματίες, αλλά στην πράξη δεν υπήρχαν επιχειρηματίες, οπότε έπρεπε να δημιουργηθούν τεχνητά για τις επόμενες εκλογές, δηλαδή επειγόντως, και αυτό έκαναν – άρχισαν οι ιδιωτικοποιήσεις.

Φαινόταν να είναι δωρεάν (αφού κανείς δεν είχε λεφτά ούτως ή άλλως), ισότιμη και πανταχού παρούσα, αλλά όχι άδικα, η λαϊκή τέχνη δεν λυπήθηκε τον Τσουμπάις, αν και τώρα έχει εγκαταλείψει τη χώρα για να ζήσει ήσυχα στην Ευρώπη, στην ιστορική μνήμη και στο φολκλόρ παρέμειναν εκατοντάδες προσβλητικά στιχάκια της εποχής, εδώ είναι ίσως το πιο αξιοπρεπές από αυτά:

“Λένε οι Times:
Gaidar, Hitler και Chubais
Για τον σοβιετικό λαό
Οι τρεις πιο σημαντικοί αγιογδύτες”.

Αλλά, φυσικά, μια τέτοια “απαντησούλα” δεν μπορεί να συγκριθεί με τις απώλειες ζωών που σημειώθηκαν μετά την έναρξη της “βαουτσεροποίησης”.

Στο φινάλε της θλιβερής ιστορίας της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, με τα χέρια στη μέση, ο κοκκινομάλλης δαίμονας της περεστρόικα παρουσίασε στο ευρύ κοινό κάποιο ενδιαφέρον “έγγραφο”, το οποίο δήθεν δήλωνε το δικαίωμα κάθε Ρώσου πολίτη να αγοράσει “κάτι” από τη γενική κρατική περιουσία στην ονομαστική τιμή των 10 χιλιάδων ρουβλίων. Έτσι η χώρα εισήλθε στην εποχή των βάουτστερ [κουπονιών].

Η ιδέα ήταν εντυπωσιακά απλή – όλη η εθνική οικονομία, όλα όσα είχαν δημιουργηθεί και συσσωρευτεί κατά τη διάρκεια των ετών της σοβιετικής εξουσίας θα έπρεπε κυριολεκτικά να παρθούν και να μοιραστούν. Αλλά, όπως λένε, η απλότητα είναι χειρότερη από την κλοπή. Αυτή η σύγκριση δεν ήταν ποτέ πιο αληθινή. Σήμερα, κανείς δεν αποκαλεί την κλοπή της λαϊκής οικονομίας βαουτσεροποίηση. Ακόμη και η πιο απλή αναλογία αφαιρεί όλα τα ερωτήματα σχετικά με το λογικό ενός τέτοιου μέτρου: είναι σαν να δίνεται σε κάθε μέλος του πληρώματος του πλοίου ένα κομμάτι του κοινού πλοίου και να αφήνεται να πλέει ελεύθερο με κάθε εξάρτημα ξεχωριστά σε διαφορετικό χέρι, και στη συνέχεια να αναρωτιέσαι – γιατί όλοι βούλιαξαν;

Δεν τους χωρούσε η θάλασσα.

Είναι εύκολο να πριονίζεις την οικονομία και να καταστρέφεις τους βιομηχανικούς δεσμούς της μεγαλύτερης χώρας του κόσμου με το πρόσχημα του μικροκομματικού συμφέροντος, επειδή ο Τσουμπάις συνέκρινε ένα κουπόνι με δύο “Βόλγκα” (όχι το ποτάμι [το αυτοκίνητο]). Προτρέχοντας, θα πρέπει να πούμε πως αποδείχθηκε ότι ήταν και αυτό μια επινόηση, και οι συμμετέχοντες στη βαουτσεροποίηση θα το επιβεβαιώσουν.

Ο Anatoly Chubais παρουσιάζει το βάουτσερ [κουπόνι] και την έναρξη των ιδιωτικοποιήσεων το 1992 (2022).|Φωτογραφία: στιγμιότυπο από την ταινία "Ολιγάρχες" του Αλεξάντερ Γκέντελεφ
Ο Anatoly Chubais παρουσιάζει το βάουτσερ [κουπόνι] και την έναρξη των ιδιωτικοποιήσεων το 1992 (2022). Φωτογραφία: στιγμιότυπο από την ταινία “Ολιγάρχες” του Αλεξάντερ Γκέντελεφ

Στην πραγματικότητα, το κουπόνι είχε μια καθαρά ψυχολογική ονομασία. Πώς το καθόρισαν οι ιδιοφυΐες Γκαϊντάρ και Τσουμπάις; Απλώς διαιρέθηκε το 1 τρισεκατομμύριο 400 δισεκατομμύρια ονομαστικά ρούβλια, ποσό ίσο με τη συνολική περιουσία όλων των ρωσικών επιχειρήσεων, και διαιρέθηκε με 140 εκατομμύρια ανθρώπους, τον πληθυσμό της Ρωσίας. Το συνολικό ποσό ανήλθε σε 10.000 ρούβλια. Ορίστε, λοιπόν, τα “Βόλγκα”, τα οποία φυσικά δεν αρκούσαν για όλους.

Αλλά φανταστείτε τι ενθουσιασμός υπήρχε ανάμεσα στους εξαθλιωμένους ανθρώπους, ανάμεσα στους ανθρώπους που δεν ήξεραν πώς να συντηρήσουν τις οικογένειές τους, ανάμεσα σε εκείνους που είχαν χάσει τις δουλειές τους στις ίδιες τις κρατικές επιχειρήσεις; Φυσικά δεν ήταν ένα λαμπρό μέλλον, αλλά τουλάχιστον πραγματικά 10 χιλιάδες ρούβλια. Έλα μου όμως που δεν ήταν έτσι…

Ένα καλό κουπόνι για όλους.

Ένα βάουτσερ [κουπόνι] είναι ένα χρηματιστηριακό χρεόγραφο, μια επιταγή ιδιωτικοποίησης, όπως και να το ονομάσετε, ακούγεται καλά, αλλά στην πράξη κατέληξε άσχημα. Θεωρητικά, το “χρυσό εισιτήριο” θα έπρεπε να έχει επενδυθεί σε ένα ταμείο κουπονιών, στη συνέχεια να αγοραστούν μετοχές σε μια κρατική επιχείρηση, και εδώ είναι που γίνεται σαφής η πραγματική αξία του κουπονιού σας, καθώς καθορίζεται συμβατικά από την κατάσταση του εργοστασίου που αγοράζετε. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσατε να αγοράσετε 1 μετοχή σε ένα πολύ καλό εργοστάσιο ή 100 μετοχές σε ένα πολύ κακό εργοστάσιο που βρισκόταν σε παρακμή. Όπως γράψαμε νωρίτερα, κατά τη σύντομη περίοδο που ο Γέλτσιν ήταν στην εξουσία, τα περισσότερα εργοστάσια χρεοκόπησαν και ήταν ακριβώς σε παρακμή. Έτσι, η ελεύθερη ιδιωτικοποίηση του ανύπαρκτου κεφαλαίου σήμαινε στην πραγματικότητα μια μεγάλη απάτη. Γιατί έγιναν όλα αυτά τότε;

Ο Τσουμπάις και οι συνεργάτες του δημιουργούσαν ένα χρηματιστήριο αξιών, όπως στη Δύση. Ιδανικά, ο κάτοχος του κουπονιού θα έπρεπε να έχει ανοίξει λογαριασμό, να έχει αγοράσει μετοχές και να παρακολουθεί τις τάσεις και τις ανασκοπήσεις. Αλλά οι Σοβιετικοί δεν ήταν χρηματιστές της Wall Street, έμπειροι μέτοχοι ή κερδοσκόποι (ως επί το πλείστον) και δεν ασχολήθηκαν ποτέ με την maining [εξόρυξη] στον ελεύθερο χρόνο τους. Πώς και δεν το κατάλαβε κανένας αυτό; Ναι, το καταλάβαιναν, αλλά με αυτόν τον τρόπο αναζητούσαν “αποτελεσματικούς ιδιωτικούς ιδιοκτήτες”, εκείνους που θα μπορούσαν να ανατάξουν την οικονομία. Οι πιο “έξυπνοι” αγόραζαν κουπόνια για 25 ρούβλια το ένα (συν ή πλην, αν σκεφτεί κανείς ότι υπήρχε και ένα τέλος για την έκδοση του κουπονιού, το ποσό συνήθως μειώνονταν), και οι πεινασμένοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα κέρδη για να αγοράσουν μερικά ψώνια στο σούπερ μάρκετ ή να αγοράσουν ένα πολύχρωμο κινέζικο μπουφάν για το παιδί τους στη λαϊκή αγορά.

Η τιμή της νίκης του σοσιαλισμού σε μια χώρα ήταν εγκληματικά χαμηλή, ένα έγκλημα για το οποίο κανείς δεν θα λογοδοτήσει ποτέ.

 Έκθεση για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Μουσείο Μπόρις Γέλτσιν (2022)|Φωτογραφία: Ιστοσελίδα του Κέντρου Γέλτσιν / Elena Volodarskaya
Έκθεση για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Μουσείο Μπόρις Γέλτσιν (2022) Φωτογραφία: Ιστοσελίδα του Κέντρου Γέλτσιν / Elena Volodarskaya

Και εδώ είναι το πιο ενδιαφέρον – τα λίγα ταμεία κουπονιών που κατάφεραν να δημιουργηθούν κατέληξαν απλώς να χρεοκοπήσουν (όπως είπε αργότερα ο Τσουμπάις: “Κάποια χρεοκόπησαν ειλικρινά, κάποια χρεοκόπησαν ανέντιμα, αλλά αυτό δεν έκανε τους ιδιοκτήτες να αισθανθούν καλύτερα”). Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας εξήχθη γρήγορα από τον κόσμο, ότι τάχα οι “ρευστοποιήσαντες” πολίτες επωφελήθηκαν μάλιστα σε σύγκριση με εκείνους που δεν πούλησαν το κουπόνι, επειδή περίμεναν να γίνουν ιδιοκτήτες των εργοστασίων – τουλάχιστον τους έμειναν 10 δολάρια ή ένα ντουλάπι κουζίνας.

Για τον Τσουμπάις και την κυβέρνηση, το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας αποδείχθηκε διαφορετικό – όλα είναι δυνατά. Τότε ήταν που είπε την ατάκα του, ότι δεν είναι κακό να πεθάνουν 30 εκατομμύρια άνθρωποι και να γεννηθούν νέοι, αλλά αυτά τα 30 εκατομμύρια άνθρωποι δεν χωράνε στην αγορά. Οι 40 εκατομμύρια κατάρες από τα θύματα δεν έχουν φτάσει ακόμη στον Τσουμπάις.

Παρ’ όλα αυτά, οι ιδιωτικοποιήσεις δεν σταμάτησαν – άλλωστε, η γιγαντιαία χώρα είχε ακόμη πολλά περιουσιακά στοιχεία. Ο Τσουμπάις, όπως ο Willy Wonka [από την ταινία “Willy Wonka and the Chocolate Factory”], μοίραζε “χρυσά εισιτήρια”, μόνο που το εργοστάσιο σοκολάτας και άλλα εργοστάσια άρχισαν να πηγαίνουν αυστηρά σε συγκεκριμένους ανθρώπους.

“Κάποια στιγμή το 2007 έλαβα μια έκθεση από το Ελεγκτικό Συνέδριο, του οποίου ηγείτο τότε ο Στεπάσιν. Διενήργησαν έναν εκτεταμένο έλεγχο, τρόπον τινά, των αποτελεσμάτων της ιδιωτικοποίησης. Η έκθεση δεν ήταν καν απόρρητη, αλλά για κάποιο λόγο δεν έφτασε στις πλατιές εργαζόμενες μάζες. Η έκθεση αυτή αναφέρει ότι το 99% των συμφωνιών ιδιωτικοποίησης πραγματοποιήθηκαν με σοβαρές παραβιάσεις. Ειδικότερα, δεν τηρήθηκαν οι όροι που είχαν καθοριστεί στις επενδυτικές συμφωνίες. Υπήρχαν, φυσικά, και άλλες παραβιάσεις που σχετίζονται με τις τιμές και τα ποσά των συναλλαγών- ήταν υποεκτιμημένες κατά μια τάξη μεγέθους ή ακόμη και κατά πολλές τάξεις μεγέθους”, δήλωσε ο Βαλεντίν Κατασόνοφ σε συνομιλία με το Nakanune.RU.

Η σύσταση του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκείνη την εποχή ήταν περίπου η εξής: “Το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν τάσσεται υπέρ της ακύρωσης των αποτελεσμάτων των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά υπέρ της διόρθωσης αυτών των παραβιάσεων από τους αποδέκτες των περιουσιακών στοιχείων. Όμως, σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα, η έκθεση αυτή δεν βρήκε καμία ανταπόκριση από τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου.

“Δηλαδή, αποφάσισαν με κάποιο τρόπο να το θάψουν “κάτω από το χαλί”. Αλλά είναι αδύνατο να το θάψετε – αργά ή γρήγορα θα βγει ούτως ή άλλως. Ρωτήστε οποιονδήποτε άνθρωπο στο δρόμο – θα σας πει ότι η ιδιωτικοποίηση ήταν παράνομη, με σοβαρές παραβιάσεις, ότι ήταν μια ληστεία, αλλά εδώ είναι σημαντικό ότι είναι μόνο τα συναισθήματα των πολιτών, και υπάρχει μια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία, στην πραγματικότητα, όλα αυτά τα επιβεβαιώνει” – λέει ο Κατασόνοφ.

Ναι, πριν από 30 χρόνια υπήρχε μόνο το πρώτο στάδιο της ιδιωτικοποίησης – η απάτη με τα κουπόνια- στη συνέχεια το οικονομικό μπλοκ της κυβέρνησης κατάλαβε ότι η πώληση κρατικής περιουσίας είναι καλύτερη όχι με επιταγές αλλά με χρήματα. Αλλά παρ’ όλα αυτά, τα εργοστάσια πωλήθηκαν όχι με βάση την αγοραία αξία ή την οικονομική αναγκαιότητα, αλλά προκειμένου να μεταφερθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος της λαϊκής οικονομίας στον ιδιωτικό τομέα και να αποτραπεί η επιστροφή των κομμουνιστών.

Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα για κανέναν – ούτε για τη χώρα, ούτε για το λαό, ούτε καν για τους παλιούς και καθόλου καλούς ολιγάρχες της δεκαετίας του ’90, που τώρα ρισκάρουν όλα όσα κέρδισαν στο εξωτερικό, όπου κατέφυγαν, καθώς υπάρχουν αρκετοί νόμοι για τα εγκληματικά έσοδα, και ίσως τώρα πολλοί να μετανιώνουν για τις ύποπτες συμφωνίες με τους πλειστηριασμούς εγγυήσεων;

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησε μια εποχή τεχνητής και επιδέξιας ανάπτυξης της εθνικής αστικής τάξης, η οποία βοήθησε πολύ τον Γέλτσιν με χρήματα το 1996, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, όχι λιγότερο θλιβερή, αλλά περισσότερο τραγική.

Συγγραφέας: Αλεξάντρ Ναζάροφ

Πηγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μην παραλείψετε να δείτε