Ο αντιιμπεριαλισμός, και η μετάβαση από τις πρώιμες στις ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις
Του Δημήτρη Πατέλη. Συλλογικότητα Επαναστατική Ενοποίηση / Ελλάδα
Δημοσιεύθηκε στην αγγλική στο: 5ο τεύχος του θεωρητικού περιοδικού της Παγκόσμιας Αντιιμπεριαλιστικής Πλατφόρμας, Οκτ. 2023, σελ. 53-67.[5th issue of ‘Platform’ [October 2023], pp. 53-67].
Εισαγωγή
Ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (Γ΄ΠΠ) κλιμακώνεται. Το ουκρανικό μέτωπο δεν είναι το τελευταίο. Επίκειται ξέσπασμα του μεγάλου μετώπου της Άπω Ανατολής (σε κορεατική χερσόνησο και Ταϊβάν) με σειρά άλλων δυνητικών σε κοχλάζουσες περιοχές της πλανητικής αναμέτρησης (Αφρική, Υπερκαυκασία, Υπερδνειστερία, Εγγύς Ανατολή κ.λπ.). Το στρατόπεδο του ιμπεριαλισμού με επικεφαλής τις ΗΠΑ κλιμακώνει την σύγκρουση, με ωμές πολεμικές επεμβάσεις, πραξικοπήματα, επιθετική διπλωματία εκβιασμών κ.λπ., σύροντας τους υποτακτικούς του σε τυχοδιωκτισμούς θανάτου, ανοίγοντας περισσότερα μέτωπα από όσα μπορεί να αντιμετωπίσει στην ραγδαία παρακμή και σήψη του.
Νέα σχήματα εναλλακτικών της ιμπεριαλιστικής «τάξης πραγμάτων» διεθνών συνεργασιών δηλώνουν την παρουσία τους (π.χ. των διευρυνόμενων BRICS) ενώ επανενεργοποιούνται και παλαιότερα με νέο, όλο και πιο αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο (π.χ. κληροδοτήματα του Κινήματος των Αδεσμεύτων Κρατών, όπως η «Ομάδα των 77+Κίνα», που απαρτίζεται σήμερα από 134 κράτη του ΟΗΕ).
Ο Γ΄ΠΠ συνιστά οργανικό πλέον στοιχείο του σύγχρονου σταδίου του ιμπεριαλισμού, χαρακτηριστικό του οποίου δεν είναι μόνο η διεθνής οργανική διασύνδεση παραγωγικών διαδικασιών και σχέσεων παραγωγής, αλλά και η εκδήλωση των βαθύτερων αντιφάσεων της κεφαλαιοκρατίας σε πλανητική κλίμακα. Έτσι, η βασική αντίφαση -μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας- εκδηλώνεται όλο και πιο ανάγλυφα στις αλληλένδετες εκφάνσεις της: μεταξύ κεφαλαιοκρατικών χωρών και χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού και μεταξύ ιμπεριαλιστικών χωρών-παρασίτων και εξαρτημένων, ημιανεξάρτητων κ.λπ. χωρών που υφίστανται υπερεκμετάλλευση νεοαποικιοκρατικού τύπου.
Είναι ιστορική νομοτέλεια το γεγονός ότι η κλιμάκωση του Γ΄ΠΠ φέρνει στην επιφάνεια σε όλο και οξύτερη μορφή τις παραπάνω αντιφάσεις, αναδεικνύοντας ιστορικά πρωτοφανές δυναμικό επικείμενων νικηφόρων επαναστατικών κινημάτων.
Εδώ δεν μας απασχολεί η ακαδημαϊκή προσέγγιση στο πνεύμα της αφηρημένης θεωρητικολογίας, ούτε και η αναγωγή της θεωρίας σε αγοραία επιφανειακά (δογματικά και αναθεωρητικά) προπαγανδιστικά σχήματα, προς εξυπηρέτηση του οπορτουνιστικού εκφυλισμού των ηγεσιών χρεοκοπημένων κομμάτων. Αμφότερα τα παραπάνω εκφυλιστικά φαινόμενα υπονομεύουν το επαναστατικό κίνημα.
Η προσέγγισή μας επικεντρώνεται στην επαναστατική θεωρία και μεθοδολογία ως όπλο έρευνας της πραγματικότητας, θεμελίωσης και μαχητικής ενδυνάμωσης του νικηφόρου επαναστατικού κινήματος, για την επίτευξη των σκοπών της ραγδαία αναπτυσσόμενης Παγκόσμιας Αντιιμπεριαλιστικής Πλατφόρμας (ΠΑΠ). Βασικοί αλληλένδετοι σκοποί της ΠΑΠ είναι: 1. Ο συντονισμός και η οργάνωση του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, 2. Ο ιδεολογικός αγώνας κατά της υπονομευτικής για το κίνημα δράσης του οπορτουνισμού και του αναθεωρητισμού και 3. Η ανασύνταξη των συνεπών επαναστατικών και διεθνιστικών κομμουνιστικών δυνάμεων, χωρίς τον πρωτοπόρο ρόλο των οποίων είναι ανέφικτος ο νικηφόρος αντιιμπεριαλιστικός αγώνας των λαών.
Είναι γεγονός ότι «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα. Ό,τι κι αν πει κανείς γι’ αυτήν τη σκέψη δε θα ήταν αρκετό, σε μια εποχή που μαζί με το κήρυγμα του οπορτουνισμού, που έχει γίνει της μόδας, συμβαδίζει η έλξη προς τις πιο στενές μορφές πραχτικής δράσης» (Β. Ι. Λένιν, «Τι να κάνουμε;», Άπαντα, τόμ. 6, σελ. 24, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.). Ιδιαίτερα εν όψει των αναγκών του επικείμενου κύματος νέων νικηφόρων επαναστάσεων που φέρνει όλο και πιο κοντά η κλιμάκωση του Γ΄ΠΠ, οι σκοποί της ΠΑΠ μπορούν να προαχθούν μόνο στη βάση της θεωρητικής και πρακτικής αναβάθμισης όλων των συνιστωσών του επαναστατικού υποκειμένου, στη βάση της δημιουργικής ανάπτυξης των κατακτήσεων της επαναστατικής θεωρίας του μαρξισμού λενινισμού, σε συνάρτηση με τις ανάγκες της σημερινής εποχής και της συγκυρίας.
Η προοπτική της αναγέννησης του κομμουνιστικού κινήματος σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, προϋποθέτει την δημιουργική ανάπτυξη της νέας επαναστατικής θεωρίας σε επίπεδο ικανό να θεμελιώσει επαναστατικό πολιτικό πρόγραμμα (στρατηγική και τακτική), και την σύνδεση αυτής της θεωρίας με το νέο επαναστατικό κίνημα. Καμία κίνηση τακτικής, καμία ενωτική δράση, κανένα μέτωπο δεν μπορεί να έχει προοπτική χωρίς θεωρητική διάγνωση των νομοτελειών της κοινωνίας, χωρίς πρόγνωση της έκβασής τους, χωρίς επιστημονικά τεκμηριωμένη στρατηγική. Στην αντίθετη περίπτωση θα έχουμε επανεμφάνιση σε χειρότερη μορφή των γνωστών εκφυλιστικών φαινομένων: του πρακτικισμού και του πολιτικού πραγματισμού με οργανωτικά σχήματα που διέπονται από το «βλέποντας και κάνοντας», που μόνο ζημιά και απογοητεύσεις προκαλούν.
Κατά τον Λένιν, «Ακριβώς επειδή ο μαρξισμός δεν είναι νεκρό δόγμα, δεν είναι κάποια τελειωμένη, έτοιμη, αμετάβλητη θεωρία, μα ζωντανή καθοδήγηση για δράση, ακριβώς γι’ αυτό δεν μπορούσε παρά να αντανακλά την καταπληκτικά απότομη αλλαγή των όρων της κοινωνικής ζωής. Αντανάκλαση αυτής της αλλαγής ήταν μια βαθιά αποσύνθεση, μια σύγχυση, λογής-λογής ταλαντεύσεις, με λίγα λόγια μια σοβαρότατη εσωτερική κρίση του μαρξισμού. Η αποφασιστική αντίσταση σ’ αυτήν την αποσύνθεση, η αποφασιστική και επίμονη πάλη για την υπεράσπιση των βάσεων του μαρξισμού μπήκε πάλι στην ημερήσια διάταξη. (…) Η επανάληψη των “συνθημάτων” που τα είχαν αποστηθίσει, χωρίς όμως να τα καταλαβαίνουν και να βαθαίνουν σ’ αυτά, οδήγησε στην πλατιά διάδοση μιας κούφιας φρασεολογίας, που στην πράξη κατάληξε σε τελείως μη μαρξιστικά, μικροαστικά ρεύματα (…) Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από τη συσπείρωση όλων των μαρξιστών (…) με σκοπό την υπεράσπιση των θεωρητικών βάσεων του μαρξισμού και των θεμελιακών του αρχών.» (Β. Ι. Λένιν, «Ιδιομορφίες της ιστορικής ανάπτυξης του μαρξισμού», Άπαντα, τόμ. 20, σελ. 91-92, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).
Στο παρόν κείμενο θα αναφερθώ σε μερικές ουσιώδεις πτυχές της ιστορικά συγκεκριμένης οργανικής διασύνδεσης μεταξύ των δύο βασικών συνιστωσών του επαναστατικού κινήματος της εποχής μας: των σοσιαλιστικών επαναστάσεων και του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Η προβληματική αυτή αναδεικνύεται στη βάση της επιστήμης, της θεωρίας και μεθοδολογίας της «Λογικής της Ιστορίας» που θεμελίωσε ο μεγαλοφυής σοβιετικός επαναστάτης φιλόσοφος Βίκτορ Αλεξέγιεβιτς Βαζιούλιν.
Μερικές εισαγωγικές διευκρινίσεις για την ορολογία και τις έννοιες
Για να προλάβω ορισμένες αναμενόμενες παρεξηγήσεις, οφείλω κάποιες αρχικές εξηγήσεις. Η φιλοσοφική κατηγορία «πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις» δεν έχει εδώ την παραμικρή σχέση με τον οπορτουνισμό-αναθεωρητισμό του Γκ. Πλεχάνοφ, του Κ. Κάουτσκι, των μενσεβίκων και της Β’ Διεθνούς. Όλοι οι αποστάτες του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος απέρριψαν την Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, τον Λένιν και τους μπολσεβίκους, πασχίζοντας να τους παρουσιάσουν ως «τυχοδιώκτες» και άσχετους με την «ορθοδοξία» του μαρξισμού, θεματοφύλακες της οποίας είχαν αναγορεύσει τους εαυτούς τους. Βάσει αυτών των αποστατών, οι «ορθόδοξοι» μαρξιστές όφειλαν να προσδοκούν καρτερικά την «ωρίμανση των συνθηκών» για τον σοσιαλισμό, την σταδιακή μετεξέλιξη του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας. Βάσει των δογμάτων τους, ο καπιταλισμός με την «φυσική του εξέλιξη» θα έφερνε την πρόοδο, εξαλείφοντας τα όποια προκεφαλαιοκρατικά κατάλοιπα.
Σε αντιδιαστολή με αυτούς τους αποστάτες, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι επιλήφθηκαν των επαναστατικών τους καθηκόντων με επαναστατικό τρόπο, στη βάση της δημιουργικής ανάπτυξης του μαρξισμού, της πολιτικής οικονομίας του μονοπωλιακού σταδίου, του ιμπεριαλισμού, της αναγκαιότητας συνειδητής πρωτοπορίας του επαναστατικού κόμματος στον «ασθενή κρίκο» του ιμπεριαλισμού, της διασύνδεσης της προοπτικής της σοσιαλιστικής επανάστασης με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, με το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση κ.λπ. Ωστόσο, για αυτούς τους αποστάτες όλα τα παραπάνω ήταν απλώς «αποδείξεις τυχοδιωκτισμού» που δεν τηρούσε το γράμμα της δικής τους «ορθοδοξίας». Για αυτό π.χ. ο Πλεχάνοφ και οι όμοιοί του, τόσο το 1905 όσο και το 1917, αναφωνούσε: «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα»! Έκτοτε, όλοι οι αποστάτες του κινήματος έχουν κοινό τόπο τον αντισοβιετισμό, δηλαδή τον αντικομμουνισμό. Δεν αποκηρύσσουν μόνο την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά και κάθε αντιιμπεριαλιστική και σοσιαλιστική επανάσταση, κάθε πρακτικό εγχείρημα της εργατικής τάξης και των λαών στην ιστορία να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Θεωρούν λοιπόν ΟΛΕΣ τις επαναστάσεις ως λάθος, ως παραφωνία στα δόγματά τους, ως κάτι «πρόωρο», που έγινε πριν την ώρα του, πριν την αυτόματη και αυθόρμητη «ωρίμανση των συνθηκών» και για αυτό, ως «εκ προοιμίου αποτυχημένο και καταδικασμένο»!
Η προτεινόμενη εδώ προσέγγιση δεν έχει την παραμικρή σχέση με αυτές τις οπορτουνιστικές και αναθεωρητικές αθλιότητες. Όπως θα δείξουμε παρακάτω, πρώιμες και ύστερες επαναστάσεις είναι νομοτελή και αναγκαία στάδια στην ενιαία παγκόσμια επαναστατική διαδικασία. Οι επαναστάτες στην τσαρική Ρωσία και τις αποικίες της, στην Κορέα, στην Κίνα, στο Βιετνάμ, στην Κούβα κ.λπ. η εργατική τάξη με τους συμμάχους της, όφειλαν να κατακτήσουν την εξουσία σε συνθήκες εξαθλίωσης και επαναστατικών καταστάσεων. Ήταν βαθύτατη κοινωνική ανάγκη να διεξαγάγουν νικηφόρες επαναστάσεις και να δρομολογήσουν την σοσιαλιστική οικοδόμηση, παρά τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και ακριβώς λόγω αυτών των συνθηκών. Μόνο έτσι ήταν εφικτό να σώσουν τους λαούς τους απ’ την καταστροφή. Κάθε αντίθετος ισχυρισμός συνιστά αποστασία από την επαναστατική θεωρία και πράξη.
Άλλωστε, κάθε μεγάλη ιστορική μετάβαση, όπως απέδειξαν οι κλασικοί του μαρξισμού-λενινισμού, περνά αναγκαστικά από πρώιμα, ασταθή κ.λπ. στάδια και φάσεις, μέχρι να εδραιωθεί και να αναπτυχθεί.
Κάθε μετάβαση π.χ. από ορισμένο σχηματισμό προς κάποιον άλλο προοδευτικότερο, χαρακτηρίζεται από αλλεπάλληλες νίκες και ήττες μέχρι την τελική επικράτηση του προοδευτικότερου. Με την επικράτηση φερ’ ειπείν των δουλοκτητικών σχέσεων και την εκδήλωση των αντιφάσεων της δουλοκτητικής κοινωνίας, τα παρηκμασμένα δουλοκτητικά κράτη σαρώνονταν αλλεπάλληλα από τις επιδρομές συνεκτικότερων κοινοτήτων «βαρβάρων», ενώσεων φυλών που βρίσκονταν στο στάδιο της «πολεμικής δημοκρατίας», μέχρι τελικά να περάσουν οι κοινωνίες στη φεουδαρχία.
Μήπως όμως κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στην κεφαλαιοκρατία, οι αστικές επαναστάσεις επικρατούσαν αμέσως, άπαξ και δια παντός; Τουναντίον: υπέστησαν επανειλημμένες ήττες, επήλθαν πολλές αντεπαναστάσεις και παλινορθώσεις εκδοχών των φεουδαρχικών σχέσεων και της απόλυτης μοναρχίας μέχρι να εδραιωθεί τελικά η κεφαλαιοκρατία. Σε αυτή τη διαδικασία διακρίνονται σαφώς δύο περίοδοι: η περίοδος των πρώιμων και η περίοδος των ύστερων αστικών επαναστάσεων. Η διάκριση πρώιμων και ύστερων αστικών επαναστάσεων, και των αντίστοιχων γνωρισμάτων τους (π.χ. του θρησκευτικού χαρακτήρα των πρώιμων αστικών επαναστάσεων) έχει καθιερωθεί στην ιστοριογραφία και στο έργο των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Για την μετάβαση από τον ένα σχηματισμό της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στον ανώτερο (από την φεουδαρχία στην κεφαλαιοκρατία) στις ευρωπαϊκές χώρες χρειάστηκαν δραματικοί αγώνες, αλλεπάλληλες εξεγέρσεις, πόλεμοι, επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις, μέχρι να εδραιωθεί και το κεφαλαιοκρατικό (νομικό, πολιτικό κ.λπ.) εποικοδόμημα σε κοινωνίες όπου οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις άρχισαν να εδραιώνονται προ αιώνων, στα σπλάχνα της φεουδαρχίας. Η μετάβαση στην κεφαλαιοκρατία χρειάστηκε πάνω από 5 αιώνες για να ολοκληρωθεί στις πιο προοδευμένες χώρες της Ευρώπης.
Η ιστορική διαδικασία των επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων του 20ου αι. κατέδειξε ότι η μετάβαση της κοινωνίας όχι σε έναν άλλο εκμεταλλευτικό σχηματισμό, αλλά στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό, σε έναν ριζικά διαφορετικό τύπο ανάπτυξης (διακύβευμα πρωτοφανούς δυσκολίας και περιπλοκότητας) δεν μπορεί να συνιστά εξαίρεση από αυτή την ιστορική νομοτέλεια.
Για την αναγκαιότητα διάκρισης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων
Ο Β. Α. Βαζιούλιν σε συζητήσεις με τους μαθητές του, εισήγαγε τον όρο «πρώιμος σοσιαλισμός» στην προβληματική που ανέπτυσσε στα τέλη της δεκαετίας του 1980-αρχές της δεκαετίας του 1990, συγκεκριμενοποιώντας τις θέσεις της Λογικής της Ιστορίας για την αντιφατική πορεία προς τον κομμουνισμό, σε αντιδιαστολή με τις κυρίαρχες γραμμικές αντιλήψεις της ιστορίας.
Η υποβάθμιση της κοσμοϊστορικής σημασίας των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων μπορεί να ξεπεραστεί μόνο μέσω της ανάδειξης της συγκεκριμένης ιστορικής θέσης και του ρόλου που αυτές διαδραματίζουν, εντός της δυναμικής της μεταβατικής εποχής που τις γεννά, στην κίνησή της από φάση σε φάση, εντός της διαλεκτικής παγκόσμιου, περιφερειακού και τοπικού, κατά τη μετάβαση της ανθρωπότητας στον κομμουνισμό, μέσω της αποκάλυψης σε αυτή τη βάση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ καθολικού-γενικού, ειδικού-επιμέρους και μοναδιαίου στην νομοτελή εκδήλωση, κλιμάκωση και αποκλιμάκωσή τους, στη σύγκρουση επαναστατικών και αντεπαναστατικών τάσεων. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η περαιτέρω διακρίβωση της επιστημονικής ιστορικής περιοδολόγησης, μέσω της διάκρισης δύο σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα, ως απαραίτητος όρος για την θεωρητική επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής προοπτικής.
Η αντίληψη αυτή, δεν είναι μια καινοφανής ιδέα που έρχεται να προστεθεί στην πληθώρα των εκ του προχείρου σχετικών λεκτικοποιήσεων και δοξασιών της αριστεράς, ώστε να διεκδικήσει «ζωτικό χώρο», με όρους αγοραίας μικροκομματικής αντιπαράθεσης. Καταδεικνύει θεωρητικά και μεθοδολογικά τους τρόπους και τα μέσα θετικής επίλυσης -κατ’ αρχάς στο πεδίο της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας- εκείνου του πλέγματος υπαρξιακής σημασίας για το επαναστατικό κίνημα προβλημάτων-προκλήσεων που προαναφέραμε.
Ο όρος «πρώιμος σοσιαλισμός» είναι πλέον αρκετά διαδεδομένος. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο όρος αυτός, έχει υιοθετηθεί χωρίς αναφορά στην πηγή και εκτός της θεωρητικής και μεθοδολογικής προβληματικής απ’ την οποία προέκυψε. Το μείζον πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι ο όρος αυτός, ακόμα και αν χρησιμοποιείται καλοπροαίρετα, δύσκολα γίνεται αντιληπτός σε εννοιολογικό-κατηγοριακό επίπεδο[1]. Ο όρος «ύστερος σοσιαλισμός» μάλλον αγνοείται παντελώς[2]. Η υιοθέτηση αυτής της θεωρητικής και μεθοδολογικής προσέγγισης από όλο και πιο πολλούς διανοητές (κυρίως νέους), προερχόμενους από ποικίλες παραδόσεις και συνιστώσες της αριστεράς, είναι πλέον γεγονός[3]. Ωστόσο, υπάρχει και μια δυσκολία πρόσληψης αυτών των εννοιών, η οποία δεν οφείλεται μόνο στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις εκείνων οι οποίοι (στο άκουσμα και μόνο του όρου) ανακαλούν συνειρμούς από τον χώρο των πρώιμων κηπευτικών…, αλλά και στην στερεοτυπική παγίωση ψευδοερμηνευτικών σχημάτων.
Για τον ιστορικά και διαλεκτικά πεπαιδευμένο νου, είναι σαφές ότι κάθε περίπλοκη ιστορική διαδικασία χρειάζεται να περάσει από πρώιμες, ασθενείς και ευάλωτες εκδοχές και φάσεις, μέχρι να εδραιωθεί και να ωριμάσει στις ύστερες μορφές της[4]. Η παγκόσμια επαναστατική διαδικασία και η σοσιαλιστική οικοδόμηση, το πλέον περίπλοκο εγχείρημα μετασχηματισμού της κοινωνίας, δεν μπορεί να αποτελεί ιστορική εξαίρεση από αυτή τη νομοτελή διαλεκτική.
Άλλωστε, η διάκριση πρώιμων και ύστερων φάσεων, σταδίων, μορφών κ.ο.κ., έχει καθιερωθεί στην περιοδολόγηση όχι μόνο των επαναστάσεων που σηματοδοτούν μια κοσμοϊστορική μετάβαση της κοινωνίας, αλλά και ευρύτερα μακροχρόνιων φαινομένων μεγάλης κλίμακας στην ιστορία και στις κοινωνικές επιστήμες (π.χ. πρώιμη και ύστερη εποχή του χαλκού, πρώιμη και ύστερη Αναγέννηση, πρώιμη και ύστερη κεφαλαιοκρατία, βιομηχανική επανάσταση, πρώιμος και ύστερος διαφωτισμός, πρώιμη και ύστερη επιστημονική επανάσταση, πρώιμη και ύστερη πληροφορική επανάσταση, πρώιμος και ύστερος καλβινισμός, προτεσταντισμός, κ.ά.).
Και όμως, υπάρχουν άνθρωποι στην αριστερά που απορρίπτουν αυτή την προβληματική και μόνο στο άκουσμα της σχετικής ορολογίας. Κάποιοι σπεύδουν μάλιστα να την κατατάξουν στα «απολογητικά ιδεολογήματα αυτών των επαίσχυντων καθεστώτων» [του υπαρκτού σοσιαλισμού], τα οποία δεν ανατράπηκαν από αντεπαναστάσεις και κεφαλαιοκρατικές παλινορθώσεις (μιας και «δεν ήταν επαναστατικά») αλλά ως «αφύσικα» και «φαύλα», κατέρρευσαν, υπέστησαν «φυσική ενδόρρηξη» [collapse] διότι «αυτό τους άξιζε»! Σε αυτό το πνεύμα, πολλοί υμνητές του υπαρκτού σοσιαλισμού, μετά την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ κ.λπ. έσπευσαν να τον χαρακτηρίσουν ως «εξ υπαρχής ανύπαρκτο»! Για τους αστούς και τους οπορτουνιστές-αναθεωρητές, αυτά τα «καθεστώτα», στο πνεύμα των άθλιων ιδεολογημάτων περί «ολοκληρωτισμών» (που πασχίζουν να εξισώσουν τον κομμουνισμό με τον φασισμό/ναζισμό) «είναι επαίσχυντα διότι κατέπεσαν και κατέπεσαν διότι είναι επαίσχυντα»! Σε αυτή την επαναστρέψιμη πρόταση, όπου αλληλοεναλλάσσονται κατά περίπτωση υποκείμενο και κατηγορούμενο δίκην φαύλου κύκλου, συμπυκνώνεται σε τελική ανάλυση η «λογική» του θεωρητικού τους μεγαλείου…
Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα: από πότε στην επιστήμη (και στο μαρξισμό ως επιστήμη) είναι απολογητική η αξίωση διακρίβωσης του ιστορικά συγκεκριμένου χαρακτήρα μιας άκρως περίπλοκης ιστορικής διαδικασίας στις πρωταρχικές, πρώιμες και στις ύστερες μορφές της;
Πίσω από αυτή την απορριπτική διάθεση κρύβεται μια λανθάνουσα ημιθρησκευτική αντίληψη και ψυχολογική διάθεση, απότοκος της προυντονικών καταβολών μικροαστικής «μεθοδολογίας»: εκείνης που βλέπει στον καπιταλισμό «καλές» και «κακές» πλευρές. Άρα, ο «σοσιαλισμός» της δεν είναι παρά μια απόρριψη των «κακών» και αποδοχή των «καλών» του καπιταλισμού. Επομένως, ανάγεται στην παιδαριώδη στάση «υπέρ όλων των καλών και κατά όλων των κακών», βάσει της οποίας σύστημα αναφοράς του αφηρημένου «αντικαπιταλισμού» αποβαίνει τελικά μια εξιδανικευμένη στη φαντασία εκδοχή καπιταλισμού, απαλλαγμένη απ’ τα δεινά που προκαλούν ανασφάλεια στον μικροαστό, δηλαδή ένας καπιταλισμός με θετικό πρόσημο! Οι φορείς αυτής της αντίληψης, φαντασιώνονται τον σοσιαλισμό ως απολύτως τέλεια, παραδείσια κατάσταση, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η παντελής απουσία σταδίων και αντιφάσεων, άρα και η παντελής απουσία κίνησης (εξ ου και η πρακτική αδυναμία διάκρισης του σοσιαλισμού από τον κομμουνισμό). Βάσει αυτής της αντίληψης, ο ούτως εννοούμενος σοσιαλισμός-κομμουνισμός, είτε θα προκύψει ευθύς αμέσως, καθαρός και αμόλυντος, χωρίς πραγματικές αντιφάσεις την επομένη της επανάστασης, είτε θα είναι «φαύλος» και εξ’ υπαρχής απορριπτέος! Τόση επαναστατική διαλεκτική!
Ωστόσο, η πραγματική επαναστατική διαδικασία στην ιστορία, είναι απείρως πιο περίπλοκη από τη γραμμικότητα της όποιας μεταφυσικής φαντασίας και ως εκ τούτου, απαιτεί συγκεκριμένη ιστορική διερεύνηση και θεωρητικό αναστοχασμό. Το πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας, αποτελείται από κύματα των «πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων» σε χώρες με ανεπαρκώς κοινωνικοποιημένο επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγής, σε χώρες με μέσο, είτε πλησίον του μέσου επίπεδο ανάπτυξης. Οι πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις ανακύπτουν νομοτελώς στους «ασθενείς κρίκους» του συστήματος, εκεί όπου εμφανίζονται οι αντικειμενικοί τους όροι, μεταξύ των οποίων και η επαναστατική κατάσταση.
Από τις νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις προκύπτει ο «πρώιμος σοσιαλισμός». Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του πρώιμου σοσιαλισμού: α) ανακύπτει και αναπτύσσεται επί μιας υλικοτεχνικής βάσης η οποία δεν είναι καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού, σε συνθήκες ανεπαρκώς κοινωνικοποιημένου χαρακτήρα της εργασίας (νικηφόρες πρώιμες επαναστάσεις σε χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων, ανισομερής ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, ανισομερής ανάπτυξη και χαμηλό επίπεδο ολοκλήρωσης μεταξύ των σοσιαλιστικών χωρών, έντονη παρουσία χειρωνακτικής εκτελεστικής εργασίας κ.ο.κ.) και β) ανακύπτει στο πλαίσιο συσχετισμών δυνάμεων υπεροχής του κεφαλαιοκρατικού κόσμου (νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις ξεσπούν αρχικά σε μία και αργότερα σε μερικές χώρες, κεφαλαιοκρατική περικύκλωση από υπέρτερης ισχύος εχθρούς, επιθετικότητα και υπονομευτική δράση του ιμπεριαλισμού κ.ο.κ.).
Με την εμφάνιση και ανάπτυξη των σοσιαλιστικών χωρών, η παγκόσμια δυναμική χαρακτηρίζεται από μια πρωτοφανή διπολικότητα. Η αντίφαση κεφαλαίου εργασίας παίρνει και τη μορφή της σύγκρουσης μεταξύ δυο στρατοπέδων: της κεφαλαιοκρατίας και του πρώιμου σοσιαλισμού.
Ακριβώς με αυτή την νέα μορφή-έκφανση της βασικής αντίφασης, συνδέεται και η αναβάθμιση του κοσμοϊστορικού ρόλου του αντιιμπεριαλιστικού, αντιαποικιοκρατικού, αντινεοαποικιοκρατικού, εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των λαών.
Για το υποκείμενο των πρώιμων επαναστάσεων
Οι παραπάνω διαδικασίες δεν συνιστούν «διαδικασίες χωρίς υποκείμενο» (κατά τους αναθεωρητές όπως αυτοί της χρεοκοπημένης Β΄ Διεθνούς, ο Louis Althusser και οι επίγονοί τους) και υπεράνω πολιτικής. Δεδομένης μιας εν πολλοίς ανιστορικής και αδιαφοροποίητης αντίληψης περί της εργατικής τάξης, εκδοχές της οποίας (από οικονομίστικες έως και μεταφυσικές-μεσσιανικές) επικρατούν στην αριστερά, είναι σκόπιμο να αναφερθούμε επιγραμματικά στο κατ’ εξοχήν αντικειμενικά και ιστορικά διαμορφούμενο χαρακτήρα του υποκειμένου των πρώιμων και των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων.
Υποκείμενο των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι το παραδοσιακό προλεταριάτο, η βιομηχανική εργατική τάξη, η οποία εμπλέκεται κατ’ εξοχήν σε επαναλαμβανόμενες, χειρωνακτικές, εκτελεστικές, κοπιώδεις, μονομερείς και συχνά ανθυγιεινές εργασιακές διαδικασίες, που προβάλλουν ως μέσο για την (πρωτίστως ποσοτική) ικανοποίηση πάγιων αναγκών. Η ανθρώπινη δραστηριότητα γίνεται εδώ ένα προσάρτημα των επικρατούντων τεχνικών και κοινωνικών όρων, υπάγεται στην ακαμψία τους και ανάγεται σε μη-δημιουργικές λειτουργίες. Ο χαρακτήρας της εργασίας αυτής της εργατικής τάξης, συνδέεται με τη μετάβαση από την τυπική στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, που απορρέει από την εκμηχάνιση της παραγωγής, αποτέλεσμα της οποίας είναι η μετατροπή του καταμερισμού της εργασίας σε τεχνική αναγκαιότητα, υπαγορευόμενη από τους εμπράγματους όρους της παραγωγής. Με την ιστορική αναγκαιότητα μετατροπής αυτής της παραδοσιακής εργατικής τάξης από τάξη «εν εαυτή» (αντικειμενικά προσδιοριζόμενη κατηγορία, χωρίς επίγνωση και συνειδητοποίηση της θέσης και του ρόλου της στην κοινωνία) σε τάξη «δι’ εαυτήν» (που απαρτίζεται από ανθρώπους με ταξική συνείδηση της θέσης και του ρόλου της τάξης στην κοινωνία και της ιστορικής αποστολής τους στον αγώνα κατά της κεφαλαιοκρατίας και υπέρ του σοσιαλισμού), συνδέεται εν πολλοίς και η ανάπτυξη του θεωρητικού κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού, η ιδεολογική πρόσληψη και χρήση αυτού του κεκτημένου και τα αντίστοιχα πολιτικά-οργανωτικά μορφώματα (π.χ. το λενινιστικό κόμμα «νέου τύπου» στις αρχές του 20ου αι.).
Ως αποτέλεσμα της δράσης αυτού του υποκειμένου και των συμμάχων του, εμφανίζονται οι πρώιμες νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, προκύπτει ο «πρώιμος σοσιαλισμός», τα βασικά γνωρίσματα και τις νομοτέλειες του οποίου ανέδειξε πρωτίστως η ιστορική εμπειρία της ΕΣΣΔ.
Η σημασία της Οκτωβριανής επανάστασης για την ανάδειξη της βασικής αντίφασης του σοσιαλισμού
Όπως προανέφερα, ορισμένοι εκλαμβάνουν τον χαρακτήρα της Οκτωβριανής Επανάστασης και όλων των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων ως «πρώιμο» με την τρέχουσα έννοια: ως κάτι άκαιρο, που προέκυψε νωρίς, πριν την ώρα του, που δήθεν συντελέστηκε εκτός τόπου και χρόνου, ως «πραξικόπημα του Λένιν και των μπολσεβίκων που βίασε τις περιστάσεις»… Κάποιοι μάλιστα θεωρούν σε επίπεδο εξαρτημένων αντανακλαστικών ότι ή ίδια η χρήση των όρων «πρώιμη σοσιαλιστική επανάσταση» και «πρώιμος σοσιαλισμός» μόνο με την αντίληψη των μενσεβίκων συνάδει[5].
Πολύ συχνά, δεν γίνεται αντιληπτή η σημασία επιστημονικής διακρίβωσης του του βαθμού ωριμότητας του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής. Δεν γίνεται αντιληπτό το γεγονός ότι η ωριμότητα αυτή αποτιμάται στην διαλεκτική επιστημονική προσέγγιση σε δύο επίπεδα όρων, με δύο διαφορετικά κριτήρια αποτίμησης:
- των αναγκαίων και ικανών όρων για το ξέσπασμα της επαναστατικής κατάστασης, για την νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης και την κατ’ αρχάς άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, στο βαθμό που ο σοσιαλισμός θα αναπτύσσεται σε κληροδοτημένη από την κεφαλαιοκρατία και τα προκεφαλαιοκρατικά κατάλοιπα βάση και
- των αναγκαίων και ικανών όρων για τη θετική προώθηση των σοσιαλιστικών επαναστατικών μετασχηματισμών, για την ανάπτυξη του σοσιαλισμού προς τον κομμουνισμό, για την δρομολόγηση του ριζικά νέου τύπου κοινωνικής ανάπτυξης σε αντίστοιχη της ώριμης ενοποιημένης ανθρωπότητας βάση.
Ωστόσο, οι πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις δεν γίνονται κατά παραγγελία ή με δεοντολογικές προτροπές. Ανακύπτουν νομοτελώς εκεί όπου εμφανίζονται οι αντικειμενικοί τους όροι, και κυρίως, η επαναστατική κατάσταση. Οι μπολσεβίκοι ως επαναστάτες δεν είχαν άλλη επιλογή, εφ’ όσον η επαναστατική κατάσταση είχε ξεσπάσει. Το μεγαλείο της πρώτης νικηφόρου επανάστασης τους δικαίωσε ιστορικά, όπως και όλους τους κομμουνιστές που πρωτοστάτησαν στις μεγάλες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αι. Τυχόν μη ανάληψη της εξουσίας από αυτούς, θα ήταν καταστροφική για το λαό και τη χώρα, με τραγικές διεθνείς επιπτώσεις (στην περίπτωση άμεσης κατάπνιξης της επανάστασης από τις διεθνείς δυνάμεις της ιμπεριαλιστικής εισβολής και τη ντόπια αντιδραστική στρατοκρατία αστών και γαιοκτημόνων κ.λπ.).
Έτσι, τα κληροδοτήματα του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων (με έντονη την παρουσία της προκεφαλαιοκρατικών καταβολών χειρωνακτικής-εκτελεστικής εργασίας), προσδίδουν εκ των πραγμάτων στις επιβαλλόμενες από την σοσιαλιστική επανάσταση σχέσεις παραγωγής κατ’ εξοχήν τον χαρακτήρα της τυπικής κοινωνικοποίησης (μέσω της κρατικοποίησης). Λόγω του ότι οι νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις ξεσπούν αρχικά σε μία και αργότερα σε μερικές χώρες, οι οποίες τελούν υπό κεφαλαιοκρατική περικύκλωση από υπέρτερης ισχύος εχθρούς, υφίστανται ξένες επεμβάσεις, και πολέμους.
Η συστηματική ανάδειξη της ιστορικής ιδιοτυπίας των αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων της Οκτωβριανής Επανάστασης και όλων των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων απαιτεί ειδική έρευνα.
Η επαναστατική σκέψη οφείλει να αναδείξει την ιστορική δυναμική της αλληλεπίδρασης εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης κεφαλαιοκρατίας και πρώιμου σοσιαλισμού, σε συνάρτηση με την κλιμάκωση και αποκλιμάκωση της πόλωσης των δύο παγκόσμιων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων υπό το πρίσμα της συσχέτισης παγκόσμιας επανάστασης και αντεπανάστασης. Μπορεί η συνδεόμενη με τον πόλεμο σχεδιοποιημένη επιστράτευση και η βεβιασμένη επίσπευση των γεγονότων να επέτεινε την βασική αντίφαση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, να επέβαλλε μορφές τυπικής κοινωνικοποίησης έναντι της ουσιαστικής, εκτατικής ανάπτυξης, έναντι της εντατικής, κ.ο.κ. που εκδηλώθηκαν μεταπολεμικά με την γραφειοκρατικοποίηση. Ωστόσο, η ιστορική αναγκαιότητα ήταν αδυσώπητη. Θα μπορούσε άραγε να επιβιώσει και να νικήσει η ΕΣΣΔ χωρίς την πρωτοφανή σε ρυθμούς εκβιομηχάνιση που επέτυχε, χωρίς τον ασύλληπτης κλίμακας άθλο της μεταφοράς του συνόλου της βιομηχανικής παραγωγής ανατολικά των Ουραλίων, σε συνθήκες ολοκληρωτικού πολέμου, χωρίς την μαζική αυταπάρνηση των λαών της, που πίστευαν στη νίκη του σοσιαλισμού και ρίχτηκαν σε αγώνα ζωής και θανάτου με την τεχνολογικά και οικονομικά υπέρτερη (στα πρώτα χρόνια του πολέμου) πολεμική μηχανή του Ράιχ;
Είναι μεγαλειώδης η μεταπολεμική ανοικοδόμηση από τα ερείπια μιας κυριολεκτικά ισοπεδωμένης χώρας και η μετατροπή της στη δεύτερη παγκόσμια βιομηχανική και στρατιωτική υπερδύναμη, με ταυτόχρονη δρομολόγηση του Ψυχρού Πολέμου. Στο πλαίσιο αυτό επήλθε η συγκρότηση –με όρους εν πολλοίς γεωστρατηγικών συσχετισμών και παρουσίας του Κόκκινου Στρατού, ιδιαίτερα στις χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού της Ανατολικής Ευρώπης– του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και η άνοδος του αγώνα των λαών κατά της αποικιοκρατικής και νεοαποικιοκρατικής εξάρτησης. Με την αντιφασιστική νίκη εμφανίζεται το πρώιμο παγκόσμιο σοσιαλιστικό σύστημα, και τα ενισχυόμενα και προσανατολιζόμενα ποικιλοτρόπως από αυτό κάποια αντιαποικιοκρατικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Το όριο εκτατικής ανάπτυξης της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας συρρικνώνεται ουσιαστικά. Η αμιγής και αδιαμφισβήτητη παγκόσμια κυριαρχία του πόλου των ισχυρών του κεφαλαίου επί του εξαρτημένου κόσμου, διεμβολίζεται δυναμικά από την εναλλακτική ιστορική προοπτική, που δεν είναι πλέον αφηρημένη δυνατότητα, αλλά δρομολογείται η πορεία της ως ενεργού πραγματικότητας. Υπάρχουν πλέον τρεις κόσμοι: ο «Πρώτος», ο «Δεύτερος» και ο «Τρίτος». Η πορεία των χωρών του τελευταίου γίνεται μείζον ιστορικό διακύβευμα.
Το εύρος και το βάθος της κοινωνικό οικονομικής και πολιτικής ανεξαρτησίας που κατακτούσαν αυτές οι χώρες ανέκυπτε σε συνάρτηση με τον ταξικό χαρακτήρα των κοινωνικοπολιτικών και ιδεολογικών μετώπων που πρωτοστατούσαν σε αυτά τα αντιαποικιοκρατικά αντιιμπεριαλιστικά κινήματα, με τους συσχετισμούς δυνάμεων σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο και με την αποτελεσματικότητα της διεθνιστικής βοήθειας από το στρατόπεδο των χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού. Εξ ου και το φάσμα των ποικιλόμορφων κοινωνικοοικονομικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που παρατηρείται ιστορικά σε αυτές κατά τις δεκαετίες μετά τον Β΄ ΠΠ.
Περίπλοκα συστήματα αλληλεπιδράσεων προκύπτουν στο εσωτερικό του καθ’ ενός τους και μεταξύ τους. Εδώ δεν πρόκειται για μια μηχανική, ποσοτική, εκτατική-γεωγραφική συρρίκνωση της κατά τα λοιπά αμετάβλητης κεφαλαιοκρατίας. Είναι μια αλλαγή που συνεπιφέρει ποιοτικές και ουσιαστικές επιπτώσεις και στους δύο πόλους αυτής της νέας έκφρασης της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, και στα δύο αλληλοεπιδρώντα και ανταγωνιστικά στρατόπεδα, αλλά και στον ενδιάμεσο διαφιλονικούμενο χώρο. Είναι μια αλλαγή του πεδίου εκτατικής ανάπτυξης που οδηγεί αναπόδραστα σε εντατικές αναδιαρθρώσεις του μηχανισμού εκμετάλλευσης σε εθνική και διεθνή κλίμακα («ψυχρός πόλεμος», μετάβαση από την αποικιοκρατία στις νεοαποικιοκρατικές μορφές οικονομικής εκμετάλλευσης, κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση, «κοινωνικό κράτος», κ.ο.κ.).
Ακολούθησε ο Ψυχρός Πόλεμος, πληθώρα τοπικών θερμών (φανερών και κρυφών)– για την αντιμετώπιση των οποίων η οικονομία εν πολλοίς στρατιωτικοποιείται, ασκούνται και γεωπολιτικές τακτικές για βεβιασμένη απόσπαση και προάσπιση του μέγιστου «ζωτικού χώρου» για τον σοσιαλισμό κ.ο.κ. Είναι ασύλληπτοι οι πόροι που διέθετε η ΕΣΣΔ για τους εξοπλισμούς που διασφάλισαν την “ισορροπία του τρόμου”.
Πάμπολλα ήταν και τα μέτωπα ακήρυκτων και μη πολέμων[6], στους οποίους ενεπλάκη η ΕΣΣΔ αλλά και η συνεισφορά της (ιδεολογικοπολιτική, στρατιωτική, τεχνολογική, οικονομική κ.λπ.) σε αντιιμπεριαλιστικά και επαναστατικά κινήματα πολλών χωρών.
Δυστυχώς, η ανισομερής ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί και σε χαμηλό επίπεδο ολοκλήρωσης μεταξύ των χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού, σε εντάσεις, ακόμα και με στοιχεία εθνικισμών και γεωπολιτικών του παρελθόντος, ενίοτε μάλιστα και σε εμπόλεμες μεταξύ τους συρράξεις (βλ. π.χ. την σύγκρουση Γιουγκοσλαβίας-ΕΣΣΔ, τον απομονωτισμό της Αλβανίας, την σινο-σοβιετική σύρραξη του 1969 στη νήσο Νταμάνσκι του ποταμού Ουσσούρι, τον σινο-βιετναμικό πόλεμο του 1979 και του 1988, κ.ο.κ.).
Η συστηματική διερεύνηση της ανάπτυξης της σχέσης των παραγωγικών δυνάμεων με τις σχέσεις παραγωγής του πρώιμου σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ απαιτεί χωριστή πραγμάτευση.
Οι επιτυχίες της σοβιετικής επιστήμης στα τέλη της δεκαετίας του 1950, μετά την θεαματική διέξοδο των σοβιετικών στη διαστημική, υποχρέωσαν τις Η.Π.Α. να αναθεωρήσουν τη σχέση τους προς την επιστήμη, ώστε κατά το δυνατό να αυξηθούν οι επενδύσεις στην επιστήμη, ανεξαρτήτως του άμεσου προσδοκώμενου κέρδους (President’s Science Advisory Committee, 1960, p.225). Το γεγονός ότι η πρώτη διέξοδος στο διάστημα, η οποία εγκαινίασε τη μακρά μετάβαση της ανθρωπότητας στη διαστημική εποχή, επετεύχθη από την πρώτη νικηφόρο πρώιμη σοσιαλιστική επανάσταση, εγκλείει ένα κοσμοϊστορικής σημασίας συμβολισμό.
Εκτατική και εντατική ανάπτυξη. Βασική αντίφαση του σοσιαλισμού
Ωστόσο, στο βαθμό που ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί πλήρως, δεν έχει ωριμάσει, παρατηρείται μια αναντιστοιχία με την κοινωνική ιδιοκτησία και κατά συνέπεια (στο βαθμό που έχει θέση αυτή η αναντιστοιχία) η κοινωνική ιδιοκτησία είναι ακόμα τυπική (νομική κ.λπ.), ασκείται μέσω του σοσιαλιστικού κράτους. Η μετάβαση από την τυπική στην ουσιαστική-πραγματική κοινωνικοποίηση είναι μια διαδικασία η οποία (παρά τις αντίθετες διαδεδομένες απόψεις) δεν ανάγεται σε «δημοκρατικές», «συμμετοχικές» κ.λπ. διαδικασίες του εποικοδομήματος (παρά την τεράστια και σχετικά αυτοτελή σημασία των τελευταίων). Είναι ζήτημα κατ’ εξοχήν του τεχνολογικού και οργανωτικού χαρακτήρα των παραγωγικών-εργασιακών διαδικασιών και των αντίστοιχων ιδιοτήτων του υποκειμένου τους (των πολιτικών-συνειδησιακών συμπεριλαμβανομένων).
Το ζήτημα αυτό συνδέεται οργανικά με την μετάβαση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης από την εκτατική στην εντατική ανάπτυξη.
Κάθε περίπλοκη αναπτυξιακή διαδικασία, εκτυλίσσεται στην ιστορία βάσει της εμφάνισης, διαμόρφωσης, ανάπτυξης και άρσης συγκεκριμένων όρων και ορίων, τα οποία προσδιορίζονται ουσιωδώς με την εκάστοτε συσχέτιση εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης της παραγωγής. Δεδομένων των βιομηχανικών όρων της παραγωγής, εκτατική ανάπτυξη είναι εκείνη που εδράζεται σε επέκταση και επανάληψη πανομοιότυπων τεχνολογιών παραγωγής, καταμερισμού, οργάνωσης και χαρακτήρα της εργασίας. Εντατική ανάπτυξη είναι εκείνη που απαιτεί ένταση γνώσης- τεχνολογίας, ποιοτική και ουσιώδη αλλαγή των τεχνολογιών παραγωγής, άρα του καταμερισμού, της οργάνωσης και του χαρακτήρα της εργασίας. Πρόκειται για θεμελιώδεις έννοιες, χωρίς την κατανόηση των οποίων είναι ανέφικτη η αντίληψη της ιστορικής διαδικασίας. Ο Μαρξ, κατά τη μελέτη της διευρυμένης αναπαραγωγής, εισάγει πρώτος αυτό το εννοιολογικό δίπολο αναφερόμενος στην κεφαλαιοκρατική αναπαραγωγή: «…κατά μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα γίνεται αναπαραγωγή, και μάλιστα -εξεταζόμενη από τη σκοπιά όλης της κοινωνίας- αναπαραγωγή σε διευρυμένη κλίμακα· εκτατική, αν επεκτείνεται το πεδίο παραγωγής· εντατική, αν το μέσο παραγωγής γίνεται πιο αποδοτικό» (Μαρξ, στο 2ο τόμο του Κεφαλαίου, 1979, 168). Συστηματική γενίκευση και συγκεκριμενοποίηση της διαλεκτικής συσχέτισης αυτού του διπόλου εννοιών κατά την εξέταση της δομής και της ιστορίας της ανάπτυξης της κοινωνίας (σε επίπεδο φιλοσοφίας της ιστορίας, κοινωνικής θεωρίας και μεθοδολογίας), αναπτύσσεται στη Λογική της Ιστορίας (Βαζιούλιν 2013). Η συσχέτιση εκτατικής και εντατικής ανάπτυξης κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, απαιτεί ιδιαίτερες έρευνες.
Κρίσιμη καμπή στην ιστορία της ΕΣΣΔ σηματοδοτεί η εκδήλωση και εξάντληση του τύπου διάρθρωσης και ανάπτυξης της ΕΣΣΔ που επικράτησε μεταπολεμικά, μαζί με την αδυναμία ευρείας κλίμακας μετάβασης από την εκτατική στην εντατική ανάπτυξη (ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας 1950-1960, αρχές της δεκαετίας 1960-1970).
Όταν στην ΕΣΣΔ προέκυψε στο προσκήνιο η ανάγκη μετάβασης από τον εκτατικό στον εντατικό τύπο ανάπτυξης (τέλη δεκαετίας του 1950-1960, αρχές της δεκαετίας του 1960-1970), το νέο υποκείμενο που θα μπορούσε να προωθήσει αυτή τη μετάβαση οδηγώντας τη βασική αντίφαση του σοσιαλισμού σε ανώτερο επίπεδο, ήταν στατιστικά, κοινωνικά και πολιτικά αμελητέο (ψήγματά του είχαν κάνει την παρουσία τους σε κλάδους της επιστήμης, της αεροδιαστημικής και της πολεμικής βιομηχανίας).
Έκτοτε, γίνεται όλο και πιο έκδηλη η απώλειας της επαναστατικής ορμής, μαζί με την αδυναμία ανάδειξης των αναγκαίων και ικανών όρων θετικού προσδιορισμού, συγκεκριμενοποίησης, διακρίβωσης και επίτευξης του στρατηγικού σκοπού σε νέες συνθήκες. Χαρακτηριστικό των τελευταίων, είναι και η αδυναμία συγκρότηση των κινητηρίων κοινωνικών δυνάμεων και του υποκειμένου για τα επόμενα βήματα της κοινωνίας προς τον κομμουνισμό. Στη φάση αυτή, το σοβιετικό σύστημα –από τις εσωτερικές του αντιθέσεις– γεννά την ανάγκη της αυτοκριτικής του, την ανάγκη ριζικού αναστοχασμού και επαναθεμελίωσης της ιστορικής μορφής του μαρξισμού (κλασικού και επιγόνων). Εγείρονταν στο προσκήνιο πρωτόγνωρες αντιφάσεις, προβλήματα και αδιέξοδα, για τα οποία η θεωρία και η μεθοδολογία δεν ήταν έτοιμες. Τη βεβιασμένη επίσπευση της επιβολής σοσιαλιστικών σχέσεων, διαδέχονται “διορθωτικές” κινήσεις εισαγωγής αξιακών δεικτών στη σχεδιοποίηση και διεύρυνση του πεδίου των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων. Στη βάση των τελευταίων και της αδυναμίας της σχεδιοποιημένης οικονομίας να ανταποκριθεί στις αύξουσες καταναλωτικές ανάγκες, εμφανίζεται και αναπτύσσεται η “σκιώδης” οικονομία, η παραοικονομία. Οι “επιχειρηματικοί κύκλοι” της τελευταίας σε σύμφυση με το πλέον διεφθαρμένο μέρος της γραφειοκρατίας, συγκροτούν την κοινωνικοπολιτική βάση της αστικής αντεπανάστασης (της “περεστρόικα” κ.ο.κ.).
Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι με βάση τα κριτήρια που προαναφέραμε, ο βαθμός ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής που είναι αναγκαίος και επαρκής για να διαρραγεί ο ασθενής κρίκος, για την ανατροπή, για την άρνηση του καπιταλισμού, δεν είναι επαρκής για τη θετική πλέον οικοδόμηση του σοσιαλισμού, για τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη του κομμουνισμού. Στη δεύτερη περίπτωση τα κριτήρια εκτίμησης του βαθμού ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής (αλλά και των υπόλοιπων πλευρών του κοινωνικού όλου) δεν είναι πλέον τα κριτήρια της κεφαλαιοκρατίας, αλλά τα κριτήρια του κομμουνισμού ως διαδικασίας. Υπάρχει συνεπώς μια αναπτυσσόμενη διαδικασία αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής με τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Επομένως, η βασική αντίφαση του πρώιμου σοσιαλισμού (αλλά και κάθε σοσιαλισμού, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης εν γένει, ως διαδικασίας διαμόρφωσης του κομμουνισμού) είναι η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής ιδιοκτησίας (αρχικά τυπικής κοινωνικοποίησης, κρατικοποίησης) των μέσων παραγωγής και ανεπαρκούς ανάπτυξης, «ανωριμότητας» του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, ή με άλλα λόγια, η αντίφαση μεταξύ τυπικής, και πραγματικής κοινωνικοποίησης[7]. Βάσει της εμπειρίας της ΕΣΣΔ, της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κορέας, της Λαϊκής Δημοκρατίας Κίνας, και των υπολοίπων χωρών που προέκυψαν από τις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αι., η αντίφαση αυτή, σε συνάρτηση με την οποία κινούνται και οι λοιπές αντιφάσεις του σοσιαλισμού (χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, εκτελεστικών και διοικητικών λειτουργιών, πόλης και υπαίθρου, κ.ο.κ.) είναι καθολικής ισχύος, είναι νομοτελής.
Η ιστορική εμπειρία κατέδειξε ότι ο πρώιμος σοσιαλισμός (και κάθε σοσιαλισμός) είτε θα επιλύει, θα προάγει αυτήν την βασική αντίφαση (και τις παράγωγες αυτής) κινούμενος προς τον κομμουνισμό, είτε θα παλινδρομεί κατά την επίλυσή της, θα υπαναχωρεί, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα την υπονόμευση των κεκτημένων της επανάστασης, την βαθμιαία ενίσχυση αντεπαναστατικών και παλινορθωτικών τάσεων, με πολύ πιθανή την τελική επικράτησή τους.
Κατά το στάδιο της ανωριμότητας, της διαδικασίας δηλαδή διαμόρφωσης, ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής στην ανθρωπότητα, μπορούν να υπάρχουν τόσο σοσιαλιστικές όσο και κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Το στάδιο αυτό συνιστά την αντικειμενική υλικοτεχνική βάση της πιθανότητας και αναγκαιότητας των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, διαφόρων ενδιάμεσων τάσεων και εκδοχών συνύπαρξης των δύο κοινωνικών συστημάτων, αλλά και των τάσεων που δρομολογούν παλινορθωτικά αντεπαναστατικά εγχειρήματα, τα οποία νομοτελώς συνοδεύουν τις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις.
Είναι ανέφικτη η σύγχρονη επιστημονική περιοδολόγηση και ο προσδιορισμός του νέου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, χωρίς να εντάσσεται σε αυτήν η θέση και ο ρόλος, η όλη αλληλεπίδρασή της με την άνοδο και την πτώση της ΕΣΣΔ και συνολικά του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ού αιώνα και με την εμφάνιση των προϋποθέσεων του ύστερου σοσιαλισμού. Οι ιστορικοί όροι που δημιούργησαν με την εμφάνιση και την όποια διαμόρφωση πρόλαβαν να έχουν αυτές οι κοινωνίες, ως συνιστώσες του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, σε συνθήκες αδυσώπητου ανταγωνισμού με το κυρίαρχο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, πρόλαβαν να δεχθούν και να αφήσουν ανεξίτηλο το στίγμα αυτού του ανταγωνισμού, που υπονόμευσε ουσιαστικά και έθεσε υπό απειλή την ίδια την ύπαρξη της κεφαλαιοκρατίας. Χωρίς αυτού του τύπου την αλληλεπίδραση με το γίγνεσθαι και την καταστροφή του πρώιμου σοσιαλισμού του εικοστού αιώνα (στην ΕΣΣΔ και στις ευρωπαϊκές χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού), είναι αδύνατο να κατανοηθεί η υφή και ο χαρακτήρας πολλών φαινομένων, όπως π.χ. η δυτικοευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση αρχικά της ευρωπαϊκής οικονομικής κοινότητας (Ε.Ο.Κ.) και αργότερα της Ε.Ε.
Άλλωστε, είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτό το τι σημαίνει «κοινωνική πολιτική» και «κράτος πρόνοιας», κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων, κρατικός παρεμβατισμός και ρύθμιση (και στις δύο μορφές του: κεϋνσιανή και απροκάλυπτα στρατιωτικοποιημένη φασιστικού τύπου) εκτός αυτής της αλληλεπίδρασης. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό με την ολομέτωπη επίθεση στα ως άνω κοινωνικά και οικονομικά κεκτημένα της εργασίας (μετά την ήττα του πρώιμου σοσιαλισμού από τις δυνάμεις της αντεπανάστασης), που σε συνθήκες κρίσης προσλαμβάνει χαρακτηριστικά ληστρικού ρεβανσιστικού κοινωνικού πολέμου.
Στις μέρες μας, ο ιμπεριαλισμός, παρά τον καλπάζοντα εκφασισμό στις χώρες επικράτειάς του, δεν έχει ανάγκη εγκαθίδρυσης ευθέως φασιστικών καθεστώτων σε ιμπεριαλιστικές χώρες πρώτης γραμμής (όπως στη Γερμανία του μεσοπολέμου). Εκεί μέσω εξαγοράς, διαφθοράς, απάτης, δημοκοπίας και υπονόμευσης του εργατικού κινήματος μέσω των οπορτουνιστών πρακτόρων του, αλλά κυρίως μέσω της ιδιώτευσης και του καταναλωτισμού (που πετυχαίνει αξιοποιώντας τους πόρους από την απομύζηση μονοπωλιακών υπερκερδών από όλο τον κόσμο) δεν κινδυνεύει το αστικό καθεστώς.
Οι σημερινές εκδοχές αναγέννησης και εργαλειοποίησης του φασισμού-ναζισμού ως δύναμης κρούσης του επιτιθέμενου ιμπεριαλιστικού άξονα υπό τις ΗΠΑ για την διεξαγωγή πολέμων δι’ αντιπροσώπων (με χαρακτηριστικές περιπτώσεις το ναζιστικό καθεστώς της Ουκρανίας, το καθεστώς κατοχής της Ν. Κορέας κ.λπ.) αποδεικνύουν τον ακραίο αντικομμουνισμό αυτού του άξονα και την ανάγκη συντριβής του.
Οι αντικειμενικές αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού (συνδεόμενες με την βασική του αντίφαση) εκδηλώθηκαν σε οξεία και χρονίζουσα μορφή. Εκ των ων ουκ άνευ όρος για την επιβίωση του πρώιμου σοσιαλισμού μέσω της πρακτικής επίλυσης αυτών των αντιφάσεων, ώστε να προωθηθούν οι μετασχηματισμοί προς τον κομμουνισμό, ήταν και είναι η θεμελίωση των προοπτικών της κοινωνίας στη βάση σοβαρής και συστηματικής ανάπτυξης θεωρίας, ικανής για τη διερεύνησή τους.
Προφανώς την περιπλοκότητα αυτών των προβλημάτων είχε υπ’ όψιν ο Στάλιν, όταν πριν τον θάνατό του, σαν κληρονομιά προς τις επόμενες γενεές, υπογράμμισε την ζωτική σημασία της θεωρίας για την σωτηρία και την ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Στις αρχές Μαρτίου του 1953, ο Στάλιν τηλεφώνησε στο νεοεκλεγέν μέλος του Προεδρείου της Κεντρικής Επιτροπής, Ντ. Ι. Τσεσνοκόβ και του είπε: «… Πρέπει στο εγγύς μέλλον να ασχοληθείτε με τα ζητήματα της περαιτέρω ανάπτυξης της θεωρίας. Ενδέχεται να μπερδέψουμε κάτι στην οικονομία, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα διορθώσουμε την κατάσταση. Εάν έχουμε σύγχυση στη θεωρία, θα σκοτώσουμε ολόκληρη την υπόθεση. Χωρίς θεωρία, είμαστε νεκροί, θάνατος!». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Στάλιν στη ζωή του (παρατίθεται από: Жданов Ю. 2012).
Ο όρος αυτός συνδέεται με την νομοτέλεια του αύξοντος ρόλου του υποκειμενικού παράγοντα στην ανάπτυξη της κοινωνίας, που αναβαθμίζεται άρδην στην προετοιμασία της επανάστασης και κατά την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην πορεία προς τον κομμουνισμό.
Ωστόσο, η τότε ηγεσία της ΕΣΣΔ δεν ήταν εις θέση να παράξει την απαραίτητη θεωρητική έρευνα ή έστω να αντιληφθεί την αναγκαιότητά της. Η ήττα οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι στην κρίσιμη καμπή της ιστορίας του πρώιμου σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, δεν υπήρχαν ούτε υποκειμενικές αλλά ούτε και αντικειμενικές δυνατότητες για την επίλυση αυτών των αντιφάσεων.
Για τις ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις και το υποκείμενό τους
Η ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, οδηγεί στη μετάβαση στην εποχή των ώριμων και «ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων», με τις οποίες και θα εκλείψει η κεφαλαιοκρατία, οριστικά και αμετάκλητα από την αρένα της ιστορίας. Μόνον η ανάπτυξη του διεθνούς επαναστατικού κινήματος και του σοσιαλισμού σε κλίμακα και κατά τρόπο που θα απαλείψει τις δυνατότητες παρασιτισμού των ιμπεριαλιστικών ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών (άρα και τις δυνατότητες εξαγοράς & χειραγώγησης όλων των συνιστωσών της εργατικής τους τάξης, παραδοσιακής και νέας), θα οδηγήσει στην επαναστατικοποίηση του υποκειμένου των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και στην εκδήλωση σοσιαλιστικών επαναστάσεων στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, θα μετατοπίσει το κέντρο βάρους του αγώνα στην καρδιά του καπιταλισμού.
Αντίστοιχα, δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την έναρξη του σταδίου και της εποχής του ύστερου σοσιαλισμού:
α) η έναρξη της ανάπτυξης του σοσιαλισμού επί υλικοτεχνικής βάσης, η οποία είναι πλέον καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού στην κατεύθυνση προς τον κομμουνισμό (στη βάση της ευρείας κλίμακας σφαιρικής αυτοματοποίησης της παραγωγής σε ενιαίο επιστημονικά σχεδιοποιημένο πλέγμα, στη βάση σταδιακής μετάβασης στην βιολογικοποίηση της παραγωγής, με δυνατότητες ευρείας κλίμακας εξόδου της ενοποιημένης ανθρωπότητας στο διάστημα) και
β) οι δυνάμεις του σοσιαλισμού αρχίζουν πλέον να υπερέχουν έναντι των δυνάμεων του κόσμου του ηττημένου σε κοσμοϊστορική κλίμακα κεφαλαίου.
Υποκείμενο των επικείμενων ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι ένας άλλος τύπος εργαζόμενου, που διαμορφώνεται και αναπτύσσεται σε εργασιακές διαδικασίες, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ανανέωση, η ανάπτυξη, η δημιουργικότητα, η ανάπτυξη δημιουργικών ικανοτήτων, η σφαιρική-καθολική απεύθυνση και η ανάγκη για εργασία (όχι η εργασία ως μέσο και προϊόν πειθαναγκασμού, μέσω της πείνας ή της καταστολής). Είναι το υποκείμενο των συνδεόμενων με την αυτοματοποίηση δραστηριοτήτων, οι οποίες παύουν να συνιστούν εργασία με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Προαπείκασμα της ανεπτυγμένης μορφής αυτών των δραστηριοτήτων μας παρέχουν οι δημιουργικότερες στιγμές της ερευνητικής επιστημονικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας, αυτής που ο Μαρξ αποκαλούσε «καθολική εργασία».
Το υποκείμενο αυτό παράγεται και αναπαράγεται σήμερα από το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα ανισομερώς, ως τάξη «εν εαυτή», σε αντικειμενικούς όρους που αναπαράγουν τα συνδεόμενα με την εργατική αριστοκρατία φαινόμενα. Το υποκείμενο αυτής της εργασίας δεν υπάγεται άμεσα στην ακαμψία δεδομένων και παγιωμένων εμπράγματων όρων. Γίνεται χειριστής και δημιουργός καθολικής εμβέλειας αναπτυξιακών και αναπτυσσόμενων υλικών και ιδεατών μέσων και τρόπων επενέργειας του ανθρώπου στο περιβάλλον του, που συνιστούν ταυτοχρόνως μέσα και τρόπους συσχέτισης, αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας των ανθρώπων. Ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να διακρίνουν το υποκείμενο εκείνο, που αναπτυσσόμενο ποιοτικά και ποσοτικά, μετατρεπόμενο σε τάξη «δι’ εαυτήν», θα ηγηθεί των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, συσπειρώνοντας όλες τις στρατιές και τα είδη της μισθωτής εργασίας.
Επιπλέον, κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, ως βασικό υποκείμενο και αποτέλεσμα της κλιμακούμενης άρσης της αντίθεσης μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, και ως φορέας του όλου, με εποπτεία των βαθύτερων αναγκών και των προοπτικών της ανθρωπότητας, θα αίρει βαθμηδόν τις αντιφάσεις που γεννούν και αναπαράγουν γραφειοκρατικά φαινόμενα και θα φέρει συνειδητά σε πέρας την βασική αντίφαση του σοσιαλισμού. Γεγονός που θα συνιστά ταυτοχρόνως και την άρση της αντίθεσης παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής. Αυτό θα σημάνει και άρση της ίδιας της αντίφασης μεταξύ παραγωγικής επενέργειας του ανθρώπου στη φύση (παραγωγικών δυνάμεων) και σχέσεων παραγωγής, όπου οι παραγωγικές δυνάμεις θα μετατραπούν σε σχέσεις παραγωγής και τανάπαλιν, όπου η ίδια η εργασία-παραγωγή θα μετατραπεί σε κάτι άλλο: σε πεδίο ολόπλευρης καλλιέργειας των δημιουργικών ικανοτήτων κάθε προσωπικότητας και συλλογικότητας.
Οι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι σε θέση να είναι κύριοι των αντικειμενικών όρων της ύπαρξής τους, χωρίς να μπορούν να τους δημιουργούν και να τους μεταβάλλουν σκόπιμα. Αυτή είναι η βασική πλευρά της έναρξης της κυριαρχίας της ζωντανής εργασίας έναντι της νεκρής.
Νομοτελής και εκ των ων ουκ άνευ όρος της πορείας της ανθρωπότητας προς τον κομμουνισμό, είναι η συνειδητή εμπλοκή του υποκειμένου στην προώθηση των επαναστατικών μετασχηματισμών, σε βαθμό ευθέως ανάλογο του εύρους και του βάθους αυτών των μετασχηματισμών. Εξ ου και η ζωτική σημασία της θεμελιώδους ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας, μέσω της διαλεκτικής ανάπτυξης-άρσης του κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού-λενινισμού για να συγκροτηθεί αυτό το υποκείμενο ως «τάξη δι’ εαυτήν».
Ωστόσο, θα πρέπει κατ’ αρχάς να υπάρχει αυτό το υποκείμενο ως φορέας των αντίστοιχων γνωσιακών και συνειδησιακών ιδιοτήτων, οι οποίες οφείλονται πρωτίστως στο χαρακτήρα της άγουσας στην κοινωνία εργασιακής του δραστηριότητας και στη συνδεόμενη με αυτόν ευρύτερη πολιτισμική παιδεία-καλλιέργειά του.
Μερικά συμπεράσματα
Οι αστοί και οι οπορτουνιστές διακηρύσσουν ότι ο σοσιαλισμός και ο αντιιμπεριαλισμός στερούνται νοήματος, δεν υπάρχουν πλέον, έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί. Στηρίζουν την προπαγάνδα τους κυρίως στην ήττα του πρώιμου σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, η ίδια η πραγματικότητα και η επιστημονική έρευνα τους διαψεύδουν οικτρά, δίνουν όπλα και ελπίδα στους αγωνιζόμενους λαούς.
Η επιστημονική διάκριση των πρώιμων και των ύστερων επαναστάσεων μας επιτρέπει να αποδείξουμε τεκμηριωμένα, ότι η επαναστατική διαδικασία δεν είναι ούτε τοπική, ούτε και γραμμική. Τουναντίον, είναι εξαιρετικά περίπλοκη, αντιφατική και παγκόσμια. Η ήττα κάποιας ή κάποιων πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων δεν συνιστά απόδειξη της ανυπαρξίας ή του ανέφικτου του σοσιαλισμού εσαεί στον πλανήτη.
Είναι διαδεδομένη μια αντίληψη, βάσει της οποίας, οι όποιες νίκες είτε ήττες των σοσιαλιστικών επαναστάσεων αποδίδονται συλλήβδην και αποκλειστικά στον υποκειμενικό παράγοντα, στη βούληση κάποιων ηγετών κομμάτων, στην προδοσία-αποστασία τους, στην ύπαρξη ή στην απουσία «σωστής» η «λάθος γραμμής», στην «παραβίαση κάποιων κανόνων και αξιών», στον οπορτουνισμό και στον αναθεωρητισμό (ρεβιζιονισμό) που προέκυψε -άγνωστο πως- κάποια στιγμή κ.λπ. Δυστυχώς, πολλοί κομμουνιστές εκλαμβάνουν και διακινούν τα παραπάνω στερεότυπα όχι μόνο ως εξηγητικές αρχές, αλλά και ως βασικά κριτήρια «κομμουνιστικής συνέπειας»! Χωρίς να υποτιμούνται τα παραπάνω φαινόμενα και τάσεις, βάσει της μαρξιστικής επιστήμης, η αναγωγή του μείζονος κλίμακας για την ανθρωπότητα και το κίνημα ζητήματος της νίκης και της ήττας του σοσιαλισμού ολοσχερώς στον υποκειμενικό παράγοντα, στη βούληση κάποιων ανθρώπων, δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον μαρξισμό-λενινισμό. Στην αντίθετη περίπτωση ανοίγει ο δρόμος για την απεμπόληση της διαλεκτικής επιστήμης, για την διολίσθηση στη μεταφυσική του υποκειμενικού ιδεαλισμού και του μυστικισμό της βουλησιαρχίας. Χαρακτηριστική περίπτωση ερμηνείας των αιτίων της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ κ.λπ. σε υποκειμενική ιδεαλιστική βάση, είναι τα κείμενα των οργάνων της ηγεσίας του νυν ΚΚΕ. Έτσι, ως μοναδικοί αυτόκλητοι θεματοφύλακες της «ορθοδοξίας», παρουσιάζουν ως αιτία της ήττας κάποιες αποφάσεις σε «λάθος γραμμή», την ύπαρξη εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων κ.λπ. Για αυτούς, ακόμα και ο Β΄ΠΠ χαρακτηρίζεται πλέον συλλήβδην ως «ιμπεριαλιστικός» απ’ την αρχή ως το τέλος του… Αρνούνται την ύπαρξη σοσιαλιστικών χωρών σήμερα στον πλανήτη. Αποκαλούν ιμπεριαλιστική την Λ.Δ. Κίνας. Επιπλέον, αποκαλούν τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας όπως και οι ιμπεριαλιστές (Β. Κορέα) και την παρουσιάζουν όχι απλώς ως μη σοσιαλιστική, αλλά και ως μαριονέτα του (ρωσικού, κινεζικού κ.λπ.) ιμπεριαλισμού, ενώ «ερμηνεύουν» το ίδιο το καθεστώς κατοχής από τις ΗΠΑ της Ν. Κορέας και το ενδεχόμενο πολέμου στην κορεατική χερσόνησο, απλώς ως «οξυμένο γεωπολιτικό ανταγωνισμό στην Κορεατική Χερσόνησο και σε Ασία – Ειρηνικό» στο πλαίσιο της «ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης»…(βλ. π.χ. Ριζοσπάστης, 14, 16-17.9.2023).
Η ίδια η ύπαρξη σήμερα και η εντυπωσιακή ανάπτυξη των χωρών που προέκυψαν από τις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αιώνα (Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ, Δημοκρατία της Κούβας και Λαϊκή Δημοκρατία του Λάος), είναι εξαιρετικής σημασίας όρος για την επιβίωση της ανθρωπότητας και για την σύμπηξη υπό την ηγεσία τους του αντιιμπεριαλιστικού πόλου στον εν εξελίξει Γ΄ΠΠ. Το ίδιο ισχύει και για τις εκ των πραγμάτων σύμμαχες στο μέτωπο χώρες που προέκυψαν από αντιιμπεριαλιστικές εξεγέρσεις και επαναστάσεις.
Ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζει η άνευ προηγουμένου ανάπτυξη και τα μοναδικά σε κλίμακα και βάθος επιτεύγματα του ιδιότυπου πρώιμου σοσιαλισμού της Λ.Δ. Κίνας. Ο Σι Τζινπίνγκ είναι ο πρώτος και ο μόνος ηγέτης πρώιμης σοσιαλιστικής χώρας που έχει θέσει ρητά ως στρατηγικό σκοπό της επιστημονικά σχεδιοποιημένης ανάπτυξης την μετάβαση από την εκτατική στην εντατική ανάπτυξη.
Χωρίς την προτεινόμενη εδώ θεωρητική και μεθοδολογική εμβάθυνση στη διερεύνηση της νομοτέλειας εκδήλωσης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων -χωρίς τη διακρίβωση των αντιφάσεων, από την επίλυση των οποίων και μόνο εξαρτάται η βιωσιμότητα, η ανάπτυξη ή ο θάνατος του σοσιαλισμού- είναι αδύνατο να εξηγήσουμε το τι έλαβε χώρα και το τι επίκειται στην ιστορία. Είναι αδύνατο να αντιληφθούμε σε βάθος τη θέση και το ρόλο του πρώιμου σοσιαλισμού και του αντιιμπεριαλισμού, είναι αδύνατο να ανασυγκροτήσουμε νικηφόρο επαναστατικό κίνημα με προοπτική.
Κατά την κλιμάκωση του Γ΄ΠΠ ανακύπτει νομοτελώς ένα όλο και πιο σαφές παγκόσμιο μέτωπο των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων, με πρωτοπόρο και συσπειρωτικό σε αυτό τον ρόλο των χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού και των συνεπών δυνάμεων του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Με τον πόλεμο αυτό αναδεικνύονται στο ιστορικό προσκήνιο πρωτοφανείς τάσεις συρρίκνωσης του φάσματος δυνατοτήτων ληστρικού παρασιτισμού των ιμπεριαλιστικών χωρών εις βάρος τον αποικιών και των κτήσεών τους, των ημιαποικιών, των εξαρτημένων, των ημιεξαρτημένων αλλά και των τυπικά ανεξαρτήτων χωρών.
Η δημιουργία εναλλακτικών διεθνών πλαισίων πιο ισότιμων μορφών συνεργασίας που παρακάμπτουν και ακυρώνουν τους μηχανισμούς νεοαποικιοκρατικής εκμετάλλευσης (π.χ. ο εκτοπισμός του δολαρίου ΗΠΑ και του ευρώ από τη θέση και το ρόλο τους ως παγκοσμίων συναλλακτικών και αποθεματικών νομισμάτων) επιβεβαιώνει περίτρανα τη θέση και το ρόλο του αντιιμπεριαλισμού ως οργανικής συνιστώσας του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος.
Ακριβώς ο περιορισμός και τελικά η αποτροπή των δυνατοτήτων παρασιτισμού της χρηματιστικής ολιγαρχίας, των ιμπεριαλιστικών χωρών σε βάρος της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαών του πλανήτη επιταχύνει την ήττα του ιμπεριαλιστικού πόλου στον Γ΄ΠΠ και συνολικά στην ιστορική αρένα.
Επιπλέον, όλες οι πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις συνδέονται ιστορικά με αντιαποικιοκρατικούς και αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες, με εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, με αγώνες για εκδημοκρατισμό και λαϊκή κυριαρχία. Κατά τα φαινόμενα, αυτή η νομοτελής τάση θα κλιμακωθεί περισσότερο στο επικείμενο επαναστατικό κύμα.
Τα παραπάνω αποδεικνύουν την αναβαθμιζόμενη συνεισφορά της αρραγούς ενότητας των αντιιμπεριαλιστικών και σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών δυνάμεων στον αγώνα για την ήττα του υπό τις ΗΠΑ ιμπεριαλισμού, άρα και στην νομοτελή διαδικασία ωρίμανσης των όρων για την ολοκλήρωση των πρώιμων και την μετάβαση στις ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις.
Η απόρριψη του σοσιαλισμού και του αντιιμπεριαλισμού -ως καθοριστικών συνιστωσών του κινήματος της εποχής- είναι κοινός τόπος για τους οπορτουνιστές και τους αναθεωρητές της εποχής. Πρωτοστατεί σε αυτό τον καταστροφικό για το κίνημα ρόλο εκείνη η τάση του πιο επικίνδυνου σήμερα οπορτουνισμού (με επικεφαλής την νυν ηγεσία του ΚΚΕ), που επενδύεται ιδεολογικά με το αναθεωρητικό ανορθολογικό δόγμα περί «ιμπεριαλιστικής πυραμίδας». Μια τάση που όσο κλιμακώνεται η αντιπαράθεση αναπτύσσει απροκάλυπτα τον διασπαστικό και διαλυτικό της ρόλο στην Ελλάδα και στο διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα. Για αυτό απαιτείται ανοικτό και μαχητικό μέτωπο όλων των επαναστατικών αντιιμπεριαλιστικών και κομμουνιστικών δυνάμεων εναντίον των αντίστοιχων υπονομευτικών ιδεολογημάτων και πρακτικών, για την αποκάλυψη του αντεπαναστατικού τους χαρακτήρα και των υπηρεσιών που παρέχουν οι οπορτουνιστές στον ιμπεριαλισμό.
Για αυτούς τους λόγους οφείλουμε να θεμελιώσουμε, να ενισχύσουμε και να αναπτύξουμε ολόπλευρα την δράση της ΠΑΠ, με μαχητική συσπείρωση όλων των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε αρραγές μέτωπο νίκης, με πρωτοπόρο σε αυτό τον ρόλο των πρώιμων σοσιαλιστικών χωρών και των κομμουνιστών, σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Ο ρόλος αυτός δεν μπορεί να επιβληθεί, παρά μόνο να κατακτάται καθημερινά, στο βαθμό που οι δυνάμεις αυτές θα αναδεικνύονται ως πρωτοπορία, με την αποτελεσματική, υποδειγματική και ανιδιοτελή συνειδητή τους δράση στον μετωπικό αγώνα.
Βιβλιογραφία
President’s Science Advisory Committee (1960). Scientific Progress, the Universities, and the Federal Government. Washington, DC.
Rubenstein, A. H., & Haverstrob, C. J., (Eds.) (1966). Some Theories of Organization (Revised edition). Homewood, Illinois: Richard D. Irwin, Inc.
Βαζιούλιν, Β. Α. (2013). Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και Αθήνα μεθοδολογίας. Αθήνα: ΚΨΜ.
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ Για τα 100χρονα της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.
Λένιν, Β. Ι. Άπαντα. Τόμοι 6, 20. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μαρξ, Κ. (χ.χ.). Η αθλιότητα της φιλοσοφίας (4η έκδ). Αθήνα: Αναγνωστίδης.
Жданов Юрий (2012). Без теории нам смерть! Смерть!! Смерть!!!
https://stalinism.ru/stalin-i-gosudarstvo.html
[1] Βλ. π.χ. ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ Για τα 100χρονα της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης.
[2] Τουναντίον, ο όρος «ύστερος καπιταλισμός» δείχνει να είναι πιο οικείος στην βιβλιογραφία. Το γεγονός αυτό μαρτυρά τον βαθμό στον οποίο ακόμα και μεταξύ των μαρξιστών επικρατεί μια δογματική και ανιστορική μεταφυσική αντίληψη για τον σοσιαλισμό, σαν να μην υπάγονται οι επαναστατικοί μετασχηματισμοί στη διαλεκτική της ιστορικής νομοτέλειας.
[3] Κατά την πρόσληψη νέων ιδεών και θεωριών, παρατηρούνται ορισμένες νομοτέλειες. Η αρχική πρόσληψη, κατά κανόνα, είναι απορριπτική: η νέα ιδέα χλευάζεται, εκλαμβάνεται ως ανοησία, ως παραλογισμός, ως ανάξια της προσοχής. Αργότερα κάνουν την εμφάνισή τους ποικίλες αντιδράσεις (η νέα ιδέα χαρακτηρίζεται ως υπερβολική, είτε ως απλή επινόηση κάποιας ορολογίας, θεωρείται από κάποιους ως άγονη είτε και ως άχρηστη, υιοθετείται από κάποιους ως ορολογία με διαφορετικό νόημα, κ.ο.κ.), μέχρι τελικά να κάνουν την εμφάνισή τους όλο και πιο πολλοί άνθρωποι που διατείνονται ότι ανέκαθεν έτσι έβλεπαν τα πράγματα (βλ. και Rubenstein, Haverstrob 1966).
[4] Χαρακτηριστικό, από ένα άλλο γνωστικό πεδίο (της ιατρικής), είναι το παράδειγμα της συχνότητας αποβολών, ιδιαίτερα κατά τις πρώιμες φάσεις της ανάπτυξης του εμβρύου. Ωστόσο, η ύπαρξη αυτόματης απώλειας μη βιώσιμων εμβρύων κατά τους πρώτους μήνες της κύησης, δεν συνιστά απόδειξη της εν γένει αδυναμίας απόκτησης βιώσιμου εμβρύου (ακόμα και απ’ την ίδια μητέρα).
[5] Οφείλω να επισημάνω, για άλλη μια φορά ότι η θεωρία και μεθοδολογία της Λογικής της Ιστορίας, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτήν των μενσεβίκων, του Πλεχάνοφ και των νυν οπορτουνιστών επιγόνων τους. Αυτό θεμελιώνεται στα έργα του Β.Α. Βαζιούλιν.
[6] Αξίζει να αναφερθεί ενδεικτικά, ότι ο Λαϊκός Στρατός του Βιετνάμ παρέλαβε από την ΕΣΣΔ πάνω από 700 μαχητικά αεροσκάφη, 120 ελικόπτερα, 158 αντιαεροπορικές συστοιχίες πυραύλων με αντίστοιχα μέσα ηλεκτρονικού πολέμου, 2056 άρματα μάχης, 1708 τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού και πάνω από 7000 τηλεβόλα, χωρίς να υπολογίσει κανείς τον ελαφρύτερο οπλισμό, την διαρκή αναπλήρωση απωλειών, τον εφοδιασμό σε πυρομαχικά, κ.ο.κ. Στην εκπαίδευση των στρατιωτικών του Βιετνάμ, στην εγκατάσταση και στον χειρισμό των οπλικών συστημάτων, έλαβαν μέρος χιλιάδες σοβιετικοί στρατιωτικοί, πολλοί από τους οποίους έδωσαν τη ζωή τους στα πεδία των μαχών. Σύμφωνα με τις βιετναμικές πηγές, έχουν καταρριφθεί πάνω από 4100 αμερικανικά αεροσκάφη και ελικόπτερα, ενώ κατά τα επίσημα στοιχεία των ΗΠΑ, κατερρίφθησαν 1095 αεροσκάφη και 11 ελικόπτερα. Δεδομένης της αναμενόμενης εκατέρωθεν μεροληπτικής στάσης των εμπόλεμων, οι αληθείς αεροπορικές απώλειες των εισβολέων ιμπεριαλιστών θα πρέπει να κυμαίνονται κοντά στον μέσο όρο των παραπάνω αριθμών. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός περί των στρατιωτικών τεχνικών για να αντιληφθεί το μέγεθος και το ποιόν του εξοπλισμού που προκάλεσε τέτοιες απώλειες…
[7] Η αντίφαση αυτή μπορεί κατ’ αρχήν να γίνει αντιληπτή κατ’ αναλογία προς μιαν ιστορική αντίφαση της ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας. Επί κεφαλαιοκρατίας, αρχικά (μέχρι και την προβιομηχανική βιοτεχνία, την μανιφακτούρα) η εργασία του εργάτη χειροτέχνη (με τα χειροκίνητα εργαλεία) υπαγόταν τυπικά στο κεφάλαιο, δια της εποπτικής, οργανωτικής, διοικητικής, κ.ο.κ. λειτουργίας του κεφαλαιοκράτη. Μόνο με την εκμηχάνιση της παραγωγής, όπου ο καταμερισμός της εργασίας καθίσταται τεχνική αναγκαιότητα υπαγορευόμενη από τους εμπράγματους όρους της παραγωγής, επέρχεται η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο.