Η κλιμάκωση της οπορτουνιστικής διολίσθησης και οι συνακόλουθες αναθεωρήσεις της επαναστατικής θεωρίας
Κάποιοι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί όροι ανάπτυξης ή υπονόμευσης του υποκειμένου. Του Δημήτρη Πατέλη/Επαναστατική Ενοποίηση
Γραπτή εκδοχή της εισήγησης στο Διεθνές Σεμινάριο της Παγκόσμιας Αντιιμπεριαλιστικής Πλατφόρμας, Δραπετσώνα, 2023.11.19.
Περιεχόμενα
Εισαγωγικές επισημάνσεις: οπορτουνισμός, δογματισμός και αναθεωρητισμός. 1
Αναφορά σε μερικές χαρακτηριστικές εκφυλιστικές διολισθήσεις στον οπορτουνισμό. 4
Σύντομη αναφορά στην περίπτωση του Νίκου Ζαχαριάδη. 5
Αναφορά σε μερικές πτυχές της κλιμάκωσης και επιβολής της οπορτουνιστικής διολίσθησης. 7
Οι 4 πυλώνες της αποτροπής συγκρότησης του υποκειμένου. 7
Υποβάθμιση της θεωρίας και αναθεωρητισμός. 8
Η «ζώνη της εγγύτερης οπισθοδρόμησης». 9
Εισαγωγικές επισημάνσεις: οπορτουνισμός, δογματισμός και αναθεωρητισμός
Στη σύγχρονη «κομματική»-σεκταριστική αργκό, η λέξη «οπορτουνιστής» χρησιμοποιείται απλώς ως βρισιά, ως μομφή, η οποία εξακοντίζεται με προπέτεια εναντίον όποιου δεν συμμορφώνεται αναφανδόν, αγελαία και υποτακτικά με την εκάστοτε επί παντός επιστητού «σωστή γραμμή» κάποιας ηγεσίας… Κατά κανόνα, ο ασθμενώς ή ασμένως κραυγάζων και στιγματίζων τον παρεκκλίνοντα της γραμμής ως «οπορτουνιστή»:
- αδυνατεί να αντιληφθεί και την εν λόγω έννοια/κατηγορία στην κυριολεξία της σημασιοδότησής της στο πλαίσιο της μαρξιστικής-λενινιστικής επαναστατικής θεωρίας, ως δηλωτική α) της πρακτικής ποικίλων μορφών πρακτόρευσης των συμφερόντων της αστικής τάξης στο εργατικό κίνημα, β) της διολίσθησης του κινήματος σε θέσεις βολικές για την αστική τάξη, τον ιμπεριαλισμό και την χρηματιστική ολιγαρχία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, γ) του καιροσκοπισμού, δ) της απουσίας επαναστατικής θεωρίας/μεθοδολογίας (με την υποκατάστασή της από εκδοχές αναθεωρητισμού, απολογητικές των πρακτικών καθεστωτικών διολισθήσεων), ε) της απουσίας διαλεκτικής σύνδεσης στρατηγικής-τακτικής, μέσων-σκοπών κ.λπ.
- αδυνατεί να αντιληφθεί ότι παρόμοια αγελαία/κομφορμιστική στάση ζωής και συμπεριφορά συνιστά κραυγαλέο σύμπτωμα οπορτουνιστικού γραφειοκρατικού εκφυλισμού της πάλαι ποτέ επαναστατικής κομματικότητας και
- έχει την ψευδαίσθηση ότι ο ίδιος δεν συνιστά κυριολεκτική ενσάρκωση του οπορτουνισμού…
Οπορτουνισμός (γαλλικά opportunisme, από το λατινικό opportunus=ευνοϊκός, επωφελής) στο εργατικό κίνημα, είναι εκείνη η «θεωρία» και η πρακτική που αντιφάσκει στα πραγματικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και ωθεί το εργατικό κίνημα σε δρόμο επωφελή για την αστική τάξη. Ο οπορτουνισμός, με διάφορους τρόπους, άμεσα ή έμμεσα προσαρμόζει και υποτάσσει το εργατικό κίνημα στα συμφέροντα της αστικής τάξης: «Ο οπορτουνισμός στην ηγεσία του εργατικού κινήματος δεν είναι ο προλεταριακός σοσιαλισμός, αλλά η ιδεολογία της αστικής τάξης. Αποδείχτηκε πρακτικά ότι οι εκπρόσωποι στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, που ανήκουν στην οπορτουνιστική κατεύθυνση είναι οι καλύτεροι υπερασπιστές της αστικής τάξης από ό,τι οι ίδιοι οι αστοί. Χωρίς την καθοδήγηση στους εργάτες, η αστική τάξη δε θα μπορούσε να κρατηθεί» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τομ. 41, σελ. 232, ρωσ. έκδ.).
Ο οπορτουνισμός μετά τη νίκη του μαρξισμού στο εργατικό κίνημα, κατά κανόνα εμφανίζεται με προκάλυμμα μαρξιστικές φράσεις.
Ως προς την ταξική του φύση, ο οπορτουνισμός συνιστά εκδήλωση της μικροαστικής ιδεολογίας και πολιτικής μέσα στο εργατικό κίνημα.
Σε ό,τι αφορά τη θεωρία, ο οπορτουνισμός εκδηλώνεται αρχικά ως δογματισμός, για να μετεξελιχθεί στη συνέχεια σε σκεπτικισμό και αναθεωρητισμό.
Δογματισμός και αναθεωρητισμός είναι δύο εκ πρώτης όψεως αντιδιαμετρικά αντίθετες και αλληλοαποκλειόμενες τάσεις εκφυλισμού της επαναστατικής θεωρίας. Στην πραγματικότητα αφορούν και οι δύο δοξασίες και ιδεολογήματα τα οποία κατασκευάζονται και επιστρατεύονται από τους οπορτουνιστές ώστε να δικαιολογήσουν τις εκάστοτε διολισθήσεις τους σε θέσεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του ταξικού αντιπάλου του εργατικού επαναστατικού κινήματος.
Ο δογματικός προτάσσει την άνευ όρων και ορίων απόλυτη ισχύ της «αλήθειας» του παντού και πάντα, ανάγοντας την επαναστατική θεωρία σε αποθεματικό αποσπασματικών, ασύνδετων, ανιστορικών και αδιάσειστων «θέσεων», π.χ. χωρίων από τα έργα των κλασικών του μαρξισμού-λενινισμού για κάθε χρήση…
Ο αναθεωρητής προτάσσει την άνευ όρων και ορίων απόλυτη σχετικότητα κάθε αλήθειας, επικαλούμενος τον ιστορικά ρευστό χαρακτήρα κάθε θεωρίας, απορρίπτοντας τελικά την ίδια την αλήθεια. Πασχίζει λοιπόν να υποτιμήσει, να αγνοήσει τις ποιοτικές και ουσιώδεις διαφορές του μαρξισμού από κάθε προγενέστερη, σύγχρονή του ή και μεταγενέστερη αστική φιλοσοφία και θεωρία, πασχίζει να «παντρέψει» τη μαρξιστική επιστήμη με αστικά και μικροαστικά ιδεολογήματα, για να καταλήξει τελικά σε αγοραίες αστικές θέσεις.
Ο δογματικός που θα προσκρούσει σε περιστάσεις, οι οποίες προβάλλουν ή εκλαμβάνονται ως ανατρεπτικές για την ισχύ των δογμάτων του, μεταστρέφεται με ευκολία στον αναθεωρητισμό. Η ευκολία αυτής της μεταστροφής συνιστά νομοτελή τάση εκφυλισμού, έχοντας ως κοινή βάση την αδυναμία αντίληψης και εφαρμογής της μαρξιστικής διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας. Κοινή μεθοδολογική βάση δογματισμού και αναθεωρητισμού είναι η μεταφυσική.
Στον οργανωτικό τομέα ο οπορτουνισμός παρουσιάζεται αρχικά ως σεκταρισμός, για να μετεξελιχθεί στη συνέχεια σε πρακτικές υπονόμευσης και διάλυσης του κόμματος και του κινήματος (σε «λικβινταρισμό»). Ο οπορτουνιστής δεν διστάζει κατά περίπτωση να χειρίζεται εργαλειακά σεκταριστικές και διαλυτικές πρακτικές, αρκεί να προωθεί τα στρατηγικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης στο κίνημα.
Ως προς την πολιτική κατεύθυνση της επίδρασης που ασκεί στο κίνημα εμφανίζεται με «ευελιξία»: άλλοτε ως «αριστερός» και άλλοτε ως δεξιός οπορτουνισμός. Είναι μάλιστα σύνηθες το φαινόμενο επένδυσης με «αριστερή» έως και «αριστερίστικη» φρασεολογία οπορτουνιστικών εκφυλιστικών διολισθήσεων σε άθλια συντηρητικές ή και αντιδραστικές θέσεις.
Ο δεξιός οπορτουνισμός κολυμπά σε ένα χυλό ρεφορμιστικών πρακτικών και συμβιβαστικών θέσεων τακτικής, που αποσκοπούν στην άμεση υποταγή του εργατικού κινήματος στα συμφέροντα της αστικής τάξης και που εγκαταλείπουν τα θεμελιώδη και στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης στο όνομα προσωρινών και δευτερευόντων ωφελημάτων. Για αυτό και οι δεξιοί οπορτουνιστές καταφεύγουν σε ποικίλα αναθεωρητικά δόγματα, όπως: η μοιρολατρική αντίληψη, που υποκαθιστά τη νηφάλια έρευνα της αντιφατικότητας των αντικειμενικών συνθηκών ανάπτυξης της κοινωνίας με τη λατρεία της αυθόρμητης οικονομικής εξέλιξης (οικονομισμός, εξελικτισμός), που προβάλλει κάποιες μικρομεταρρυθμίσεις εντός του αστικού συστήματος ως «βαθμιαία πραγμάτωση του σοσιαλισμού», που πρακτικά απορρίπτει τον αλματώδη επαναστατικό μετασχηματισμό βάζοντας στη θέση του την ήπια συνέχεια και τη σταδιακή εξέλιξη και βαυκαλίζεται με την προσδοκία της «αυτόματης ωρίμανσης των συνθηκών», με τη «μετεξέλιξη του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό».
Ιδεολογική βάση του δεξιού οπορτουνισμού είναι: η αρχή της «συνεργασίας» των τάξεων, η παραίτηση από την ιδέα της σοσιαλιστικής επανάστασης, της δικτατορίας του προλεταριάτου, η απόρριψη των επαναστατικών μεθόδων πάλης, η υποτίμηση ή και αγνόηση του ρόλου του υποκειμενικού παράγοντα στην επαναστατική διαδικασία, η βαθμιαία παραίτηση από την ίδια την προετοιμασία (θεωρητική, πρακτική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική, πολιτιστική κ.λπ.) της συγκρότησης του υποκειμένου, μιας και η ιστορία αντιμετωπίζεται ως «διαδικασία χωρίς υποκείμενο»· η προσαρμογή στον αστικό εθνικισμό ή/και η υποκατάσταση του κομμουνιστικού διεθνισμού με τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου, με τα ιδεολογήματα των ιμπεριαλιστικών περιφερειακών ολοκληρώσεων (π.χ. Ε.Ε.), η μετατροπή σε φετίχ της νομιμότητας και της αστικής δημοκρατίας.
Τις περισσότερες φορές ο δεξιός οπορτουνισμός αποτελεί αντανάκλαση των διαθέσεων των στρωμάτων εκείνων της μικροαστικής τάξης είτε ορισμένων ομάδων της εργατικής τάξης –της εργατικής αριστοκρατίας και της γραφειοκρατίας– που έχουν σχετικά υποφερτές συνθήκες διαβίωσης και προνόμια.
Ο «αριστερός» οπορτουνισμός είναι ένα αρκετά ασταθές μίγμα υπερεπαναστατικών ιδεολογικών σχημάτων/δογμάτων και τυχοδιωκτικής τακτικής, που εξωθούν το επαναστατικό εργατικό κίνημα σε αδικαιολόγητες ενέργειες και άσκοπες θυσίες και ήττες. Ο «αριστερός» οπορτουνισμός εμφορείται από βουλησιαρχικές αντιλήψεις που υπερτιμούν ή/και απολυτοποιούν τον υποκειμενικό παράγοντα (με αντίστοιχη υποτίμηση ή/και αγνόηση των αντικειμενικών όρων), που ποντάρουν στον επαναστατικό ενθουσιασμό των μαζών. Προσανατολίζεται μονομερώς στην φετιχοποίηση της «επαναστατικής βίας» ως πανάκειας για όλα τα δεινά. Αγνοεί την αντιφατική διαδικασία της κοινωνικοοικονομικής νομοτέλειας της ανάπτυξης μέσω σταδίων, προτάσσοντας εμφατικά την ασυνέχεια, την «καθαρή στρατηγική», την ανεξαρτήτως συνθηκών «εδώ και τώρα ρήξη και ανατροπή» και τη βεβιασμένη επίσπευση της επανάστασης, προσβλέποντας σε άμεσες κατακτήσεις τύπου «επελάσεων ιππικού» και στον τομέα της οικονομίας κ.λπ.
Ο «αριστερός» οπορτουνισμός εκφράζει κατά κανόνα την ψυχολογία και τις διαθέσεις εκείνων των ομάδων της μικροαστικής τάξης, της αγροτιάς, των εκπροσώπων των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία υπό την πίεση της στυγνής εκμετάλλευσης και της ανασφάλειας, είτε εν όψει των δυσκολιών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, διολισθαίνουν σε αναρχικού τύπου «επαναστατικότητα».
Δεξιός και «αριστερός» οπορτουνισμός είναι δύο αλληλένδετες τάσεις εκφυλιστικών διολισθήσεων του κινήματος, οι οποίες συγκρούονται, εναλλάσσονται, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοαναπαράγονται σε διάφορες ιστορικές μορφές, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η χειραγώγηση και η υποταγή του κινήματος στα συμφέροντα και στις στρατηγικές επιδιώξεις του κεφαλαίου, της χρηματιστικής ολιγαρχίας.
Ο Λένιν στο έργο του «Αριστερισμός, η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» (1920) ανέδειξε την ουσία και τις διάφορες μορφές του «αριστερού» οπορτουνισμού κατά την περίοδο της διαμόρφωσης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Στα έργα του, που είναι αφιερωμένα στα εκφυλιστικά φαινόμενα του λεγκαλισμού, του οικονομισμού, του εξελικτισμού, της φετιχοποίησης του κοινοβουλευτισμού και των ειρηνικών μέσω πάλης στη σοσιαλδημοκρατία και στη χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς, ανέλυσε ενδελεχώς τα χαρακτηριστικά του δεξιού οπορτουνισμού.
Ας δούμε όμως επιγραμματικά πώς εμφανίζεται και πώς δρα ο οπορτουνισμός στο επαναστατικό εργατικό κίνημα.
Αναφορά σε μερικές χαρακτηριστικές εκφυλιστικές διολισθήσεις στον οπορτουνισμό
Προσωπολατρία;
Εδώ είναι σκόπιμο να κάνουμε σαφή διάκριση μεταξύ εκφυλιστικών φαινομένων και διολίσθησης στον οπορτουνισμό σε κυβερνώντα κόμματα σε χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού και σε αντίστοιχες διαδικασίες σε κόμματα που έδρασαν και δρουν σε κεφαλαιοκρατικές χώρες. Στις σοσιαλιστικές χώρες, τα φαινόμενα αυτά απαιτούν άλλου τύπου ειδική έρευνα, με έμφαση στην ιστορική ιδιοτυπία της κάθε χώρας και στην ύπαρξη ή ανυπαρξία σε αυτές υποκειμένου ικανού να φέρει σε πέρας την επίλυση της βασικής τους αντίφασης. Σε κάθε περίπτωση, παραθέτω μερικές συνοπτικές επισημάνσεις για το θέμα.
Στο βαθμό που κλιμακώνεται η διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τίθεται εν αμφιβόλω η ίδια η ύπαρξη της εργατικής τάξης όπως την ξέρουμε επί κεφαλαιοκρατίας (δεν υπάρχει μισθωτή εργασία ως εμπόρευμα, άρα, χωρίς τον αντίποδά του στη βασική αντίφαση εργασία – κεφάλαιο ο πόλος της εργασίας παύει να είναι κοινωνική τάξη στο βαθμό που αίρεται και δεν υφίσταται ο γενεσιουργός τρόπος παραγωγής και ο σχηματισμός που διαμορφώνει την ικανότητα προς εργασία ως εμπόρευμα και την εργασία ως τάξη), άρα και του κόμματός της ως στοιχείου του εποικοδομήματος. Το κόμμα και οι σύμμαχοί του στο σοσιαλισμό –στο βαθμό που επιτελούν τον νέο ρόλο τους– μετατρέπονται σε επιτελείο χάραξης στρατηγικής και τακτικών της σχεδιοποιημένης ανάπτυξης, σε οργανικό στοιχείο του διοικητικού μηχανισμού, ενώ και η ίδια η διαδικασία διοίκησης-καθοδήγησης χάνει σταδιακά τα καθιερωμένα επί κεφαλαιοκρατίας χαρακτηριστικά της.
Σε κάθε περίπτωση είναι μάλλον μεταφυσική παρά επιστημονική και μαρξιστική η προσέγγιση εκείνη, η οποία ανάγει τα προβλήματα της ορθής ή μη κατεύθυνσης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ή και της πορείας ενός μεγάλου κοινωνικού μορφώματος –όπως είναι ένα ιστορικό κομμουνιστικό κόμμα– συλλήβδην στη βούληση, στις αποφάσεις και στις ενέργειες κάποιας ηγετικής προσωπικότητας, όσο λαμπρή είτε σκοτεινή και να είναι η τελευταία, στην ύπαρξη ή μη κάποιας «σωστής γραμμής», άσχετα με τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους υπό τους οποίους η γραμμή αυτή χαράχτηκε και επικράτησε, με όρους πραγματικών κοινωνικών αναγκών και συγκεκριμένων ιστορικών συσχετισμών δυνάμεων.
Υπάρχουν π.χ. ορισμένου τύπου παραδόσεις που ενώ αυτοπροσδιορίζονται ως «αντιρεβιζιονιστικές» ανάγουν τη «σωστή γραμμή» συλλήβδην στη βούληση κάποιας ηγετικής προσωπικότητας του κινήματος (του Στάλιν, του Μάο, του Κιμ Ιλ Σουνγκ, του Ενβέρ Χότζα κ.λπ.) με τρόπο μάλλον μεταφυσικό, άρα: αναθεωρητικό. Σε μερικές περιπτώσεις π.χ. υπάρχουν άνθρωποι που διατείνονται ότι μέχρι τον θάνατο του Στάλιν 5.3.1953 στην ΕΣΣΔ υπήρχε σοσιαλισμός, ενώ την επομένη, 6.3.1953 αίφνης η ΕΣΣΔ έγινε «καπιταλιστική», «σοσιαλ-ιμπεριαλιστική» κ.ο.κ.! Η επιστημονική μαρξιστική-λενινιστική προσέγγιση, χωρίς να υποτιμά τον συγκεκριμένο ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία, δεν τον ανάγει ποτέ σε κύριο και καθοριστικό. Για τους κομμουνιστές είναι αδιαμφισβήτητα εξαιρετικά σημαντική η συμβολή του Στάλιν στους άθλους της ανοδικής πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στον θρίαμβο της αντιφασιστικής νίκης, στην επική ανοικοδόμηση μετά τις τεράστιες καταστροφές που υπέστη η ΕΣΣΔ στον Β΄ΠΠ κ.λπ. Ωστόσο, τα παραπάνω ούτε ανάγονται ούτε και συμπυκνώνονται αποκλειστικά στην προσωπικότητα του μεγάλου ιστορικού ηγέτη. Εντάσσονται οργανικά στη σφαιρική και συγκεκριμένη ιστορική διερεύνηση των νομοτελειών της εποχής, της συσχέτισης μεταξύ δυνάμεων της επανάστασης και της αντεπανάστασης σε συνάρτηση με την επίλυση ή μη των αντιφάσεων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης από τον ηρωικό σοβιετικό λαό με την καθοδήγηση του μπολσεβίκικου κόμματος.
Η ίδια «προσωπολατρία» και η «κριτική» της επί Χρουστσόφ είναι μια σαφώς μεταφυσική ιδεαλιστική ιδεολογία και πρακτική με καταστροφικές επιπτώσεις. Έτσι, η αναγνώριση των μοναδικών ιστορικών κεκτημένων της ΕΣΣΔ επί Στάλιν έναντι ορισμένων μετασταλινικών μεταπτώσεων και καταπτώσεων μπορεί μεν να συνιστά αναγκαίο όρο για την επιστημονική κατανόηση της συσχέτισης επανάστασης-αντεπανάστασης, αλλά όχι και ικανό.
Φυσικά και μετά τον Στάλιν, αρχής γενομένης από τον Χρουστσόφ, έχουμε μιαν αλληλουχία σε γενικές γραμμές πτωτικής τάσης του βάθους και της εμβέλειας των ηγετών της ΕΣΣΔ. Ωστόσο, το γεγονός αυτό για την επιστήμη του μαρξισμού είναι μάλλον μια εκδήλωση βαθύτερων διεργασιών στην κοινωνία και στην ηγεσία παρά ο καθοριστικός παράγων στην πορεία προς την επικράτηση τελικά της αστικής αντεπανάστασης. Απλώς επιστημονικά δεν μπορεί τόσο η επαναστατική όσο και η αντεπαναστατική διαδικασία να ανάγεται μεταφυσικά και ιδεαλιστικά στον υποκειμενικό-προσωπικό παράγοντα και στη βουλησιαρχία. Επιπλέον, ο ρεβιζιονισμός και η αντεπανάσταση δεν ήλθαν και δεν μπορούσαν να έλθουν στην επιφάνεια ακαριαία, μετά τον θάνατο του Στάλιν. Αρκεί στοιχειώδης γνώση των μετέπειτα ιστορικών κατακτήσεων της ΕΣΣΔ για να καταρρεύσει αυτή η άποψη: της συγκρότησης του στρατιωτικού-βιομηχανικού συγκροτήματος, της «στρατηγικής τριάδας της πυρηνικής ασπίδας», της αεροδιαστημικής, της ειρηνικής χρήσης της πυρηνικής ενέργειας, της διεθνιστικής αρωγής (οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής, τεχνολογικής, επιστημονικής κ.λπ.) στο παγκόσμιο επαναστατικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα (Κίνα, Κορέα, Βιετνάμ, Λάος, Κούβα, Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Αλγερία, Αίγυπτο, Συρία, Ιράκ, Ινδίες κ.λπ.).
Σύντομη αναφορά στην περίπτωση του Νίκου Ζαχαριάδη
Αντίστοιχα περίπλοκη, για διαφορετικούς και εν μέρει παρόμοιους λόγους, είναι η διαδικασία εκφυλισμού και διολίσθησης ενός ιστορικού κομμουνιστικού κόμματος που δρα σε κεφαλαιοκρατική χώρα σε θέσεις οπορτουνισμού και αναθεωρητισμού. Η πορεία συγκρότησης και ανάπτυξης του κινήματος της εργατικής τάξης και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, ιδιαίτερα αυτό που αποκαλούμε «μπολσεβικοποίηση του κόμματος», με την καταλυτική βοήθεια της Γ΄ Διεθνούς, μια πορεία ηρωικών αγώνων και θυσιών, που οδήγησε το κόμμα στη θέση του μαζικού καθοδηγητή του μαζικότατου εθνικοαπελευθερωτικού και επαναστατικού κινήματος κατά του Άξονα, κατά της τριπλής κατοχής στη διάρκεια του Β΄ΠΠ και μετά, στον ηρωικό ταξικό πόλεμο πολιτών, κατά του νέου κατακτητή (του αγγλο-αμερικανικού ιμπεριαλισμού) φυσικά και συνδέεται με τη μεγάλη ηρωική μορφή του ηγέτη μας Νίκου Ζαχαριάδη. Ωστόσο, επ’ ουδενί λόγω δεν ανάγεται σε αυτήν. Το ίδιο ισχύει και για τις επόμενες ηγεσίες του ΚΚΕ και την κλιμακωτή διολίσθηση σε όλο και πιο καθεστωτικές και οπορτουνιστικές θέσεις, μέχρι να φτάσουμε στην πρωτοφανή αθλιότητα της νυν ηγεσίας…
Η ηγετική μορφή του Ζαχαριάδη είναι αδιαμφισβήτητα ένα ορόσημο στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος της χώρας. Η μορφή αυτή εγγράφεται οργανικά στην αντιφατική πορεία του κινήματος σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Εδώ αρκούμαι να επισημάνω μια τραγική πτυχή της ιστορίας. Ο Ζαχαριάδης για 25 χρόνια διατέλεσε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ. Φυσικά και για τους κομμουνιστές κανένας μεγάλος ηγέτης δεν τίθεται στο απυρόβλητο,δεν θεωρείται υπεράνω κριτικής. Ωστόσο, είναι απαράδεκτος από κάθε άποψη ο τρόπος με τον οποίο ο ηγέτης αυτός καθαιρέθηκε και διαγράφτηκε από το Κόμμα που ουσιαστικά συγκροτήθηκε και αναπτύχθηκε υπό την ηγεσία του. Του καταλόγισαν ασύστολα ανυπόστατες κατηγορίες, τον κατασυκοφάντησαν χωρίς να του δώσουν καν τη δυνατότητα να απολογηθεί, να λογοδοτήσει στη βάση και τον καταδίκασαν σε εξορία και απομόνωση 17 ετών, μέχρι να οδηγηθεί στον θάνατο (από αυτοκτονία;).
Όλα αυτά έλαβαν χώρα στη μικρή κοινότητα των Ελλήνων ανταρτών, που ως πολιτικοί πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στην ΕΣΣΔ (Τασκένδη) και σε άλλες ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες. Υπήρξαν λοιπόν δύο ευρείες Ολομέλειες της ΚΕ του ΚΚΕ (6η, 11 – 12/3/1956 και 7η, 18 – 24/2/1957), όπου με πραξικοπηματικό τρόπο, ωμή παρέμβαση (ή επέμβαση) του ΚΚΣΕ και συνοπτικές διαδικασίες αποφασίστηκε η καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη από τη θέση του ΓΓ και η διαγραφή του από το ΚΚΕ, με την επίκληση «επιχειρηματολογίας» αντίστοιχης με την αθλιότητα της «καταπολέμησης της προσωπολατρίας» στο ΚΚΣΕ!
Απαιτούν ειδική έρευνα οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες μέσω των οποίων ένα ιστορικό επαναστατικό κόμμα αποδέχεται τελικά τέτοιου τύπου πραξικοπηματικές ενέργειες και χειραγωγικές μεθοδεύσεις, όπου τελικά επαναστάτες μετατρέπονται σε παθητικούς κομφορμιστές, σε ανθρώπους έτοιμους να δεχτούν κάθε «νέα ηγεσία» και κάθε «νέα γραμμή» ως εξ ορισμού σωστή, με όρους πειθαρχημένης αγέλης ή/και εκκλησιάσματος πιστών…
Ξεχωριστή μελέτη απαιτεί και ο τρόπος με τον οποίο η νυν ηγεσία του ΚΚΕ προέβη το 2011 σε δήθεν «πλήρη αποκατάσταση του Ν. Ζαχαριάδη από την καθαίρεσή του ως ΓΓ της ΚΕ και τη διαγραφή του ως μέλους του Κόμματος».
Βάσει της Απόφασης της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ 16/7/2011 για την αποκατάστασή του, «ο Ν. Ζαχαριάδης είχε σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του ΚΚΕ την περίοδο 1931 – 1936. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία και ηρωική πάλη του ΔΣΕ 1946 – 1949, έδειξε ακλόνητη πίστη στην ανάγκη ύπαρξης και ενίσχυσης των παρανόμων Οργανώσεων την περίοδο 1949 – 1956, στον συνδυασμό της παράνομης και νόμιμης δράσης… Ήταν λαϊκός ηγέτης, με διάθεση και πνεύμα ασυμβίβαστο, πρωτοπόρο και μαχητικό… Όμως, ο Ν. Ζαχαριάδης επέδειξε αδυναμία να οδηγήσει το ΚΚΕ να βγάλει ολοκληρωμένα συμπεράσματα σε σχέση με τις αντιφάσεις στη στρατηγική του Κόμματος, με αδυναμίες προγραμματικής επεξεργασίας που βάρυναν αρνητικά στο Κόμμα κατά τη 10ετία του ’40. Έχει ευθύνη επίσης γιατί έδειξε αδυναμία στη διαμόρφωση προγράμματος στο 7ο Συνέδριο το 1945 που θα συμπεριλάμβανε την πείρα από την εκτίμηση των λαθών που είχαν οι τρεις συμφωνίες, Λιβάνου, Καζέρτας, Βάρκιζας»!
Ουσιαστικά, εδώ ο Ζαχαριάδης κατηγορείται για «οπορτουνισμό» επειδή ως κομμουνιστής και διεθνιστής εφάρμοσε τη στρατηγική και τακτική της Γ΄ Διεθνούς για τον μετωπικό αντιφασιστικό και αντιιμπεριαλιστικό αγώνα. Ακριβώς για αυτό η νυν ηγεσία του ΚΚΕ του καταλογίζει ότι «έκανε προγραμματικά λάθη»… με βάση τη διαβόητη πλέον «θεωρία των σταδίων»!!! Είναι σαφές και πάλι ότι για τη νυν ηγεσία του ΚΚΕ η «αποκατάσταση» αυτή του ιστορικού μας ηγέτη εγγράφεται επίσης στη γενικευμένη προσπάθειά της να κλιμακώσει τη χειραγώγηση των μαζών με χρήση και κατάχρηση των συμβόλων και των ηρώων του κινήματος. Η «αποκατάσταση» δεν είναι παρά μια ακόμα άθλια τελετουργική πράξη υποκρισίας, η οποία ακυρώνεται ουσιαστικά με τον καταλογισμό «νέου» κατηγορητηρίου εναντίον του Ζαχαριάδη 50 χρόνια μετά τον άδικο χαμό του, τώρα πλέον και για «οπορτουνισμό»!
Αναφορά σε μερικές πτυχές της κλιμάκωσης και επιβολής της οπορτουνιστικής διολίσθησης
Ας επανέλθουμε στη σημερινή επικαιρότητα και στην επιτακτική ανάγκη συγκρότησης του μετώπου των δυνάμεων του αντιιμπεριαλισμού και του σοσιαλισμού.
Κάθε καθυστέρηση, κάθε ολιγωρία, κάθε αναποτελεσματικότητα και –κυρίως– κάθε διχαστική επέμβαση στη συγκρότηση αυτού του μαχητικού υποκειμένου κάθε υπονομευτική δράση εναντίον του –ανεξαρτήτως προθέσεων και κινήτρων– συνιστά στρατηγικό σκοπό της χρηματιστικής ολιγαρχίας, συνιστά απώλεια δυνάμεων του κινήματος, συνιστά πολεμική ενέργεια υπέρ του επιτιθέμενου άξονα. Η αποτροπή της συγκρότησης και ανάπτυξης αυτού του μετώπου με πρωτοπόρο εντός του τον ρόλο των πραγματικών επαναστατικών κομμουνιστικών δυνάμεων, συνιστά στρατηγική επιλογή του άξονα.
Γενικότερα: σε συνθήκες σήψης και παρακμής, το καθεστώς του κεφαλαίου δεν εδράζει την κυριαρχία του τόσο στη μαζική ενεργό στήριξη της προοπτικής που πρεσβεύει, αλλά κυρίως στην έγκαιρη και αποτελεσματική ακύρωση και διάλυση κάθε υπαρκτού ή δυνητικού υποκειμένου που μπορεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία του και να το ανατρέψει σε επαναστατική κατεύθυνση.
Εδώ θα αναφερθούμε σε κάποια στοιχεία της δεύτερης εκφυλιστικής διαδικασίας, που λαμβάνει χώρα επί κεφαλαιοκρατίας.
Οι 4 πυλώνες της αποτροπής συγκρότησης του υποκειμένου
Η αποτροπή αυτή της συγκρότησης υποκειμένου, εδράζεται διαχρονικά σε 4 δοκιμασμένους πυλώνες:
- Εξαγορά ηγεσιών και ομάδων (διανόησης, πανεπιστημιακών, συνδικαλιστικών και πολιτικών στελεχών κ.λπ.) των «από κάτω» από τους «από επάνω» και φανερή ή συγκεκαλυμμένη ένταξή τους στους μηχανισμούς του εποικοδομήματος του καθεστώτος του κεφαλαίου. Αυτό επιτυγχάνεται με τους όρους δημιουργίας «εργατικής αριστοκρατίας» (όπως απέδειξαν με κλασικό τρόπο στα έργα τους οι Φ. Ένγκελς και Β. Ι. Λένιν για τον εκφυλισμό και τη χρεοκοπία της Β΄Διεθνούς) μέσω διαμοιρασμού πόρων από τα μονοπωλιακά υπερκέρδη των ιμπεριαλιστικών χωρών και των δορυφόρων τους, ιδιαίτερα μετά από μακροχρόνιες ειρηνικές περιόδους του κινήματος και ενσωμάτωσης σε αστικούς κοινοβουλευτικούς μηχανισμούς, με έμφαση σε ειρηνικούς – συναινετικούς τρόπους δράσης, γραφειοκρατικό εκφυλισμό, διαφθορά κ.λπ. εξαιρετικά διαδεδομένη είναι η εξαγορά-διαφθορά με τη χρήση κρατικών και διακρατικών (π.χ. από ΕΕ, ΝΑΤΟ κ.λπ.), δημόσιων και ιδιωτικών πόρων («χορηγίες», «υπηρεσιακά» προνόμια, συνεδριακός τουρισμός, έκτακτες ενισχύσεις-επιδόματα, χρηματοδοτικά πακέτα, «έξοδα παραστάσεως») που οδηγούν τελικά σε μετατροπή των πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων, κομμάτων κ.λπ. σε ελεγχόμενες από το κράτος και το κεφάλαιο «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» (Μ.Κ.Ο.-ποίηση της πολιτικής). Η γενικευμένη διαφθορά, η εμπλοκή σε σκάνδαλα κ.λπ. προσφέρονται για τη δημιουργία αρχείων δυσφημιστικής πληροφορίας ή/και παραπληροφόρησης, τα οποία χρησιμοποιούνται εκβιαστικά για τη διασφάλιση των επιθυμητών θέσεων εκ μέρους στελεχών, ακτιβιστών κ.λπ.
- Εξαπάτηση και χειραγώγηση μέσω δημαγωγίας και δημοκοπίας, βάσει της διάστασης λόγων και έργων, βάσει της χρήσης και κατάχρησης ιστορικών επαναστατικών παραδόσεων και συμβόλων κ.λπ. Η χειραγώγηση αυτή γίνεται αποτελεσματική με όρους πολιτικού μάρκετινγκ, ευέλικτα προσαρμοσμένου στην ιδιοτυπία, στις παραδόσεις και στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις, ακόμα και στα εξαρτημένα αντανακλαστικά μερίδων πελατών, οπαδών, ψηφοφόρων κ.λπ. Όσο πιο πολύ εξασθενεί η κριτική στάση, το ορθολογικό-επιστημονικό και συνειδητό στοιχείο έναντι του στοιχείου της ένταξης με όρους πίστης, του θυμικού, του ανορθολογικού και του αγελαία ασυνείδητου, τόσο πιο αποτελεσματική γίνεται η παθητικοποίηση του κοινού και η ετοιμότητά του για περαιτέρω χειραγώγηση.
- Εφαρμογή εκδοχών του «διαίρει και βασίλευε», κλωνοποιήσεις, διασπάσεις και υπονόμευση – διάλυση κάθε επικίνδυνου για το καθεστώς υποκειμένου όταν αυτό ενισχύεται και τείνει να γίνει μαζικό. Η διχόνοια και η εμπλοκή σε αναμετρήσεις με παρακείμενες ιδεολογικοπολιτικά ομάδες, σε ένα παίγνιο αγελαίων αμοιβαίων ετεροπροσδιορισμών, οδηγεί σε αλληλοεξόντωση και αλληλοκανιβαλισμό των από κάτω, αφήνοντας τους από επάνω στο απυρόβλητο. Για αυτό το σκοπό αξιοποιούνται δεόντως προσωπικές αδυναμίες, φιλοδοξίες, ματαιοδοξίες και τοξικές μικροαστικές νοοτροπίες διανοουμενίσκων και ηγετίσκων, ικανών για το χειροκρότημα μιας μικρής ομάδας να θυσιάσουν κάθε υπόθεση της εργατικής τάξης, του κινήματος και της κοινωνίας.
- Όπου δεν λειτουργούν τα παραπάνω «συναινετικά» μέσα, επιστρατεύονται τα ευθέως βίαια και κατασταλτικά: διώξεις, εκβιασμοί, τρομοκρατία, φυλακίσεις, εξορίες, βασανιστήρια, παραδειγματική φυσική εξόντωση αντιφρονούντων, ακόμα και γενοκτονίες προς «συμμόρφωση» των υπολοίπων.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές, ότι η αποτροπή συγκρότησης και η συστηματική υπονόμευση κάθε δυνητικά επικίνδυνου για το καθεστώς συλλογικού υποκειμένου είναι ένα περίπλοκο και πολυεπίπεδο έργο, που δεν μπορεί να επιτελείται μόνον έξωθεν και άνωθεν, από τους κυρίως μηχανισμούς του (κρατικούς, διακρατικούς, παρακρατικούς, βαθέως κράτους, ΜΜΕ, εκπαίδευση, διοίκηση, αυτοδιοίκηση, παρακράτος κ.λπ.). Για τη διεκπεραίωσή του απαιτείται και η εμπλοκή μελών και στελεχών από τη χειραγωγούμενη με τους προαναφερθέντες 4 πυλώνες βάση. Η εμπλοκή αυτή μπορεί να είναι συνειδητή ή/και ασυνείδητη, σε εντεταλμένη υπηρεσία ή με τη μορφή του «χρήσιμου ηλιθίου», που νομίζει ότι επιτελεί «λειτούργημα» και «επαναστατικό καθήκον» με αφελή ειλικρίνεια και αυταπάρνηση.
Για το επαναστατικό κίνημα μικρή έως αμελητέα σημασία έχουν τα υποκειμενικά κίνητρα των εμπλεκόμενων σε αυτή τη χειραγώγηση και υπονόμευση του κινήματος ατόμων και ομάδων. Σημασία έχει ότι η διολίσθηση κομμάτων και οργανώσεων σε θέσεις και ρόλους εκ των έσω υπονόμευσης του κινήματος και πρακτόρευσης των συμφερόντων του καθεστώτος, της χρηματιστικής ολιγαρχίας στις γραμμές του γίνεται αποτελεσματικότερα από άτομα και ομάδες με νοοτροπίες γενιτσαρισμού.
Υποβάθμιση της θεωρίας και αναθεωρητισμός
Εδώ θα σταθούμε σε μερικές πτυχές της διολίσθησης πάλαι ποτέ επαναστατικών κομμάτων σε οπορτουνιστικές θέσεις, συνοδευόμενες από το αντίστοιχο αναθεωρητικό ιδεολογικό-προπαγανδιστικό περιτύλιγμα.
Σε κάποιους κύκλους, οποιαδήποτε αναφορά σε μαρξιστική επαναστατική θεωρία και μεθοδολογία, σε επιστημονική φιλοσοφία και σε κάθε επιστήμη αντιμετωπίζεται με καχυποψία ως κάτι ξένο και ανοίκειο. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Συνδέεται οργανικά με εκείνη την αποστροφή για την αυθεντική διαλεκτική επιστήμη που συνιστά εκ των ων ουκ άνευ όρο εκφυλισμού της αριστεράς στις χώρες υπό ευρωατλαντικό ιμπεριαλιστικό έλεγχο, όπως και η Ελλάδα.
Πώς προέκυψε αυτό; Η διαδικασία που οδήγησε σε τέτοια οικτρά αποτελέσματα, ενώ είναι πολύ απλή, δεν είναι ευθέως ορατή στην επιφάνεια, εάν δεν διαγνωστεί επιστημονικά ο βαθύτερος νομοτελής γενεσιουργός της μηχανισμός. Εδώ θα αναφερθώ επιγραμματικά σε κάποιες πτυχές του χειραγωγικού μηχανισμού της νομοτελούς συσχέτισης εκφυλιστικών διολισθήσεων με τις αναγκαίες για την εμπέδωσή τους αναθεωρήσεις του μαρξισμού.
Η πραγματική επαναστατική θεωρία, επιτελεί τις θεμελιώδεις επιστημονικές λειτουργίες της: περιγραφή, εξήγηση και ιδιαίτερα πρόβλεψη (προτρέχουσα σύλληψη της νομοτέλειας και του επικείμενου φάσματος δυνατοτήτων βέλτιστης επαναστατικής εμπλοκής του υποκειμένου σε αυτήν). Στην αυθεντικά επαναστατική δράση που θεμελίωσαν οι κλασικοί του μαρξισμού-λενινισμού, ακριβώς αυτές οι λειτουργίες της θεωρίας συνιστούν εκ των ων ουκ άνευ όρο θεμελίωσης και χάραξης της διαλεκτικής σχέσης στρατηγικής – τακτικής, πολιτικής και οργανωτικής πρακτικής.
Τουναντίον, στην κλιμακούμενη εκφυλιστική ρουτίνα της ενσωμάτωσης στο καθεστώς του κεφαλαίου, συνδεδεμένη με εμπέδωση και αναπαραγωγή πρακτικών μακροχρόνιας ειρηνικής λειτουργίας με όρους νομιμότητας και αστικού κοινοβουλευτισμού (σε συνδυασμό με το φαινόμενο της «εργατικής αριστοκρατίας») ανακύπτουν νομοτελή φαινόμενα, τα οποία έχουν περιγράψει/εξηγήσει επιστημονικά οι κλασικοί, και ιδιαίτερα ο Λένιν, με αναφορά στον εκφυλισμό/χρεοκοπία της Β΄ Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Χαρακτηριστικό των ιδεολόγων της τελευταίας (του αυστρομαρξισμού, του Κάουτσκι, του Μπερνστάιν κ.λπ.) ήταν η κλιμακωτή διολίσθηση σε τακτικές διαχείρισης της διαμαρτυρίας και διαπραγμάτευσης των όρων λειτουργίας του κινήματος και του κόμματος εντός του καθεστώτος, σε εκ των πραγμάτων παραίτηση από το επαναστατικό πρόγραμμα, σε πρακτική και ιδεολογική συμπόρευση με την αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς της, με αντίστοιχο θόλωμα των νερών, με μεγαλόστομους όρκους πίστης στην εργατική τάξη, στην «καθαρή ταξική πάλη», «στη μαρξιστική ορθοδοξία», «στην αδιαμεσολάβητη στρατηγική» κ.ο.κ.
Η «ζώνη της εγγύτερης οπισθοδρόμησης»
Αυτή η διαδικασία χειραγώγησης βασίζεται μεν σε αντικειμενικές τάσεις μαζικής ενσωμάτωσης των εργαζομένων από το καθεστώς σε επίπεδο παραγωγής και καθημερινής ζωής. Ωστόσο, για να είναι αποτελεσματική αυτή η χειραγώγηση, για να οδηγηθεί σε επιθυμητές για το καθεστώς κατευθύνσεις, απαιτείται και σχεδιασμένη συστηματική και κλιμακωτή παρέμβαση από ειδικούς πράκτορές του (εντεταλμένους ή/και «εθελοντές»).
Μετά από έναν και πάνω αιώνα, ναι μεν οι μεθοδευμένες παρεμβάσεις έχουν βελτιστοποιηθεί με όρους επιστήμης, αποτελεσματικών χειραγωγικών τεχνολογιών υποσυνείδητης επιβολής και υποβολής (με όρους αστικού «επιστημονικού μάρκετινγκ»), αλλά η νομοτελής χειραγωγική εκφυλιστική πορεία διατηρείται στο ακέραιο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την εκάστοτε «ζώνη της εγγύτερης οπισθοδρόμησης» του κοινού, των οπαδών, της εκλογικής πελατείας στην οποία στοχεύουν οι χειραγωγοί, πάντα με έμφαση στο θυμικό και την καλλιέργεια δυσανεξίας στην ορθολογική κριτική προσέγγιση επί παντός επιστητού.
Εδώ εισάγω τη«ζώνη της εγγύτερης οπισθοδρόμησης» ως το αντίστροφο και εκ διαμέτρου αντίθετο της κατηγορίας της πολιτισμικής-ιστορικής σχολής της σοβιετικής ψυχολογίας του Λ. Βιγκότσκι «ζώνη της εγγύτερης ανάπτυξης». Η τελευταία εξετάζεται ως το φάσμα δυνατοτήτων βέλτιστης δημιουργικής συμβολής στην ψυχοπαιδαγωγική ανάπτυξη της προσωπικότητας (μαθησιακή, συνειδησιακή, συναισθηματική, πρακτική κ.λπ.). Η συμβολή αυτή επιτυγχάνεται εντός συλλογικότητας και με την καταλυτική παρέμβαση του «σημαίνοντος ενήλικα» (γονέα, δασκάλου κ.λπ.). Για να λειτουργήσει, λαμβάνεται υπ’ όψιν το επίπεδο ψυχοσωματικής ανάπτυξης του διδασκόμενου, το κεκτημένο επίπεδο γνώσεων, δεξιοτήτων, προσλαμβανουσών παραστάσεων και αντιληπτικών ικανοτήτων του, ώστε εδράζοντας την προσέγγιση σε αυτό το κεκτημένο, με κατάλληλο τρόπο και ενεργοποίηση συνδεδεμένων με ανάγκες κινήτρων να επιτευχθεί αναβάθμιση του υποκειμένου, στη διαδικασία ανάπτυξης της όλης προσωπικότητας αλλά και της συλλογικότητας, ως ομάδας αναφοράς.
Πρόκειται για μια κατ’ εξοχήν δημιουργική δραστηριότητα της ψυχοπαιδαγωγικής επιστήμης και τέχνης, η οποία, τηρουμένων των αναλογιών, δεν αφορά μόνο την παιδαγωγία. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί αναπροσαρμοζόμενη και αναπτυσσόμενη και στο πεδίο της επιστήμης και τέχνης της ιδεολογικής και πολιτικής δραστηριότητας, της θεωρίας και πράξης του επαναστατικού κινήματος. Μπορεί να λειτουργήσει ως σταδιακή, κλιμακωτή συγκρότηση, διαμόρφωση και ανάπτυξη του επαναστατικού υποκειμένου. Διαχρονικά, συνδέεται με την συνειδητοποίηση και την πρακτική πάλη του συλλογικού υποκειμένου για την κατάκτηση των τακτικών και στρατηγικών σκοπών του κινήματος.
Τουναντίον, στις χειραγωγικές παρεμβάσεις του παραπάνω εκφυλιστικού τύπου, επιδιώκεται η αποτελεσματικότερη χειραγώγηση της προσωπικότητας και της συλλογικότητας, η επιβολή και υποβολή απόψεων, στερεοτύπων, δογμάτων, ιδεολογημάτων και κυρίως στάσης ζωής, που υποβαθμίζουν και τελικά αποδομούν τις όποιες κριτικές και δημιουργικές ικανότητες (μαθησιακές, συνειδησιακές, συναισθηματικές, πρακτικές κ.λπ.). Άρα, όσοι επιχειρούν τέτοιες χειραγωγήσεις, επιδιώκουν τεχνικά να έχουν αντίληψη του επιπέδου προσλαμβανουσών παραστάσεων των ατόμων και ομάδων της «ομάδας στόχου της χειραγώγησης», δηλ. του φάσματος δυνατοτήτων της «ζώνης της εγγύτερης οπισθοδρόμησης», εντός του οποίου και μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η αποτελεσματική χειραγώγηση στην επιθυμητή κατεύθυνση.
Αυτή η χειραγώγηση, στο βαθμό που θα καταστεί αποτελεσματική, οδηγεί σε επιφυλακτικότητα και αποστροφή για κάθε λογικά συνεκτική διαλεκτική έρευνα, θεμελίωση και απόδειξη, ενώ προτάσσει ταξινομικά αντανακλαστικά με όρους εντάξεων και αποκλεισμών βάσει οριοθετικών «κόκκινων γραμμών» διάκρισης ημετέρων – εχθρών κ.λπ. σε επίπεδο εξαρτημένων αντανακλαστικών.
Όσο κλιμακώνεται αυτή η διολίσθηση/εκφύλιση σε αντιδιαστολή με την επαναστατική σκέψη και πράξη, τόσο πιο πολύ επιστρατεύονται μέθοδοι επαναληπτικής τελετουργικής επανεπιβεβαίωσης της ομοθυμίας/άκριτης αποδοχής της a priori «εσαεί σωστής γραμμής της καθοδήγησης», η οποία αυτοπροβάλλεται και προσλαμβάνεται ως άνευ όρων και ορίων ενσάρκωση της «συλλογικής σοφίας του κόμματος»…
Η εκάστοτε διολίσθηση/εκφύλιση μπορεί να αφορά:
- τη σχέση στρατηγικής και τακτικής (κατά περίπτωση αναγωγή της πρώτης στη δεύτερη και τανάπαλιν με κοινό παρονομαστή τον έρποντα τακτικισμό),
- τη σχέση μεταξύ στρατηγικού σκοπού και τακτικών μέσων, τρόπων, υποκειμένων, ενδιάμεσων σκοπών/σταδίων επίτευξης του στρατηγικού σκοπού (χωρίς τα οποία ο σκοπός αυτός μετατρέπεται σε μεταφυσική αρχή του επέκεινα, σε άκρον άωτον, σε ανέφικτο κενό γράμμα, σε καντιανού τύπου ηθική επιταγή, σε συνδηλωτικό στοιχείο κατασκευής ταυτότητας κ.λπ.),
- τη συλλήβδην απόρριψη του πρώιμου σοσιαλισμού βάσει της υιοθέτησης της αστικής αντίληψης της ταύτισης της ύπαρξης κάθε τύπου εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων με τον καπιταλισμό,
- την απόρριψη του αντιιμπεριαλιστικού – αντινεοαποικιοκρατικού κινήματος ως αναγκαίας συνιστώσας του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος (μέσω της αναθεώρησης της λενινιστικής προσέγγισης του ιμπεριαλισμού και της παραίτησης από τη μαρξιστική πολιτική οικονομία της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατίας),
- την απόρριψη της διαλεκτικής της ανάπτυξης μέσω νομοτελών σταδίων (σκιαμαχώντας με κάποια κατασκευή που αποκαλείται στον νεομαρξισμό «θεωρία των σταδίων») και το πέρασμα στον μεταφυσικό εξελικτισμό,
- την υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων αστικών θεσμικών διευθετήσεων που αποδομούν/εκφυλίζουν τις κοινωνικές & πολιτισμικές λειτουργίες της οικογένειας μέσω της υπονόμευσης του ίδιου του βιολογικού πυρήνα της προσωπικότητας και της οικογένειας (στη βάση αντιδραστικών μεταμοντέρνων ιδεολογημάτων/δογμάτων) κ.λπ.
Η σταδιακή εισαγωγή, κλιμάκωση και εδραίωση της διολίσθησης και η παγίωσή της με δογματισμούς και αναθεωρήσεις
Η εν λόγω διολίσθηση/μετάλλαξη, πραγματώνεται αφενός μεν σκόπιμα, συνειδητά και μεθοδευμένα από κάποια επιτελεία του καθεστώτος, αλλά και σαν ρουτίνα ενός γραφειοκρατικοποιημένου μηχανισμού, με όρους ενός αυθόρμητου «βλέποντας και κάνοντας» στην καθημερινή τύρβη αυτού του μηχανισμού[1]:
- Στην αρχή λανσάρεται άνωθεν μια προειλημμένη απόφαση διολίσθησης σε καθεστωτικές και ανοίκειες, απαράδεκτες και απεχθείς θέσεις (διατυπώνεται δοκιμαστικά εκ μέρους εκπροσώπου της ηγεσίας της ιεραρχίας) σε ήπια διατύπωση, μεταξύ σειράς άλλων, οικείων στο ειδικό κοινό-στόχο (μέλη, στελέχη και οπαδούς/ψηφοφόρους) και σε γενικές γραμμές ορθών και αποδεκτών θέσεων, βάσει των δεδομένων προσλαμβανουσών παραστάσεων και αντιλήψεων.
- Σε περίπτωση σοβαρής αντίδρασης του κοινού, ακολουθεί μερική και προσωρινή αναδίπλωση, μέχρι την εύρεση άλλης καταλληλότερης ευκαιρίας, ενδεχομένως και σε άλλη φραστική διατύπωση. Εν τω μεταξύ, η απαράδεκτη αυτή θέση που ενεργοποιεί στο εν λόγω κοινό αντιδράσεις ταμπού, μετατίθεται δήθεν στο επιστημονικό πεδίο, όπου «δεν υπάρχουν ταμπού». Η ετυμηγορία της «κοινότητας των σοφών», της «ιδεολογικής επιτροπής», αρχικά θα βρει και θα επικαλεστεί την προτεινόμενη διολίσθηση ως υπαρκτή κατ’ αρχήν υπό κάποιες συνθήκες.
- Στη συνέχεια πυκνώνουν οι σχετικές αναφορές στελεχών και «καθ’ ύλην αρμοδίων» στα ΜΜΕ και σε δημόσιες δηλώσεις/τελετουργικές εκδηλώσεις, μέχρις ότου η προεπιλεγμένη διολίσθηση να αρχίσει να τίθεται ως θέμα ανεκτό προς συζήτηση, μέχρι να εμπεδωθεί διά της επανάληψης και της ενίσχυσης σε μια «κρίσιμη μάζα» του κοινού-στόχου, σε βαθμό που να θεωρείται αρχικά υπαρκτή, στη συνέχεια συζητήσιμη και κατόπιν «επιστημονικά βάσιμη» θέση.
- Ο καταιγισμός της επανάληψης συνοδεύεται από νύξεις και ψιθύρους εις βάρος αυτών που συνεχίζουν να αντιδρούν, σαν να είναι «παλαιομοδίτες», «αδιάλλακτοι», «ξεροκέφαλοι», «φανατικοί που αντιτίθενται στην ανάπτυξη της θεωρίας» και αδιόρθωτοι γραφικοί…
- Σταδιακά η διολίσθηση μετατρέπεται σε εδραιωμένη θέση του πολιτικού φορέα, σε κάτι καθ’ όλα αποδεκτό και αξιοσέβαστο, που παρουσιάζεται ως «κατ’ αρχήν λογικό» και «δημοφιλές». Τελικά, η επιβολή της οπορτουνιστικής διολίσθησης ως εύλογης και αυτονόητης πλέον «καινοτομίας» αποκτά και τη θεσμική επικύρωση των οργάνων.
- Μετά, παράλληλα με την κλιμάκωση των σχετικών αναφορών, αναλαμβάνουν να επιτελέσουν άλλου επιπέδου ρόλο εμπέδωσης και ενίσχυσης της «ορθότητας» αυτής της πρακτικής ή/και οργανωτικής διολίσθησης στελέχη επιφορτισμένα με την «ιδεολογική δουλειά», βλ. προπαγάνδα με όρους εκκλησιαστικής κατήχησης. Αυτά αναλαμβάνουν να προσδώσουν εκ των υστέρων επιστημονικοφανή και θεωρητικοφανή επένδυση/κάλυψη στην εκάστοτε άνωθεν εκπορευόμενη και επιβεβλημένη με όρους προειλημμένης απόφασης διολίσθηση.
- Εδώ επιστρατεύεται η αποσπασματική και αποκομμένη από τη συγκεκριμένη ιστορική εποχή και τα συγκείμενα επιλογή, επίκληση και παράθεση τέτοιων χωρίων από τους κλασικούς του μαρξισμού-λενινισμού, τα οποία φαίνεται να εναρμονίζονται και να επιβεβαιώνουν την «ορθότητα» της διολίσθησης. Η κάθε αντιμαρξιστική, αντιλενινιστική κ.λπ. θέση οφείλει να επενδύεται με πλουμίδια, χωρία από τους κλασικούς και να πλασάρεται ως «η μόνη ορθόδοξη μαρξιστική-λενινιστική».
- Εάν δεν αρκεί αυτού του τύπου η «θεμελίωση», εάν δηλαδή γίνεται κραυγαλέα η αντίθεση του πνεύματος και του γράμματος των κλασικών με τη διολίσθηση, οι ιδεολογικοί υπεύθυνοι αρχίζουν να διαρρέουν φήμες περί του πεπαλαιωμένου/παρωχημένου αν όχι όλων, τουλάχιστον κάποιων θέσεων των κλασικών, ακόμα και να λογοκρίνουν τους τελευταίους, προτείνοντας «τι πρέπει και τι δεν πρέπει να διαβάζουμε από τους κλασικούς», αλλά και προωθώντας οδηγίες/συνταγές, περί του πώς οφείλουμε να τους «ερμηνεύουμε», ώστε να «αναδεικνύεται» δεόντως η αυταπόδεικτη ορθότητα της προαποφασισμένης διολίσθησης. Έτσι, μπορεί να απαγορεύονται έργα του Λένιν όπως «Οι δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας…», «Ο αριστερισμός,παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» κ.λπ.
- Ωστόσο, όλο αυτό το πακέτο εκλεκτικισμού, μονομερών χειραγωγήσεων, κατάφορης διαστρέβλωσης της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας, δεν πρέπει να φανεί ως αυτό που είναι: ως στυγνή αναθεώρηση του μαρξισμού. Για αυτό και το όλο εγχείρημα προβάλλεται υπερφίαλα ως «δημιουργική ανάπτυξη» της επαναστατικής θεωρίας, ως μία επιπλέον επιβεβαίωση της «συλλογικής σοφίας του κόμματος», δηλαδή της εσαεί αλάνθαστης και υπεράνω κάθε κριτικής ηγεσίας…
- Για αυτό και λαμβάνονται συστηματικά μέτρα που εγγράφονται στην εκφυλιστική μετάλλαξη. Μέτρα που προτάσσουν τον διοικητικό-γραφειοκρατικό έλεγχο και την καταστολή, την απαγόρευση της όποιας κριτικής και του διαλόγου «επί τέτοιων ζητημάτων που είναι λυμένα»! Τα μέτρα κινούνται στο επίπεδο της επιβολής ταμπού και της τρομοκρατίας αντιφρονούντων, γεγονός που οδηγεί στη βαθμιαία παραίτηση από τις αρχές του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και την εδραίωση χειραγωγικών πρακτικών αυταρχικού γραφειοκρατικού συγκεντρωτισμού. Μέτρα που οδηγούν σε πρακτικό εκφυλισμό έως εξάλειψη κάθε ίχνους αυτοτελούς, καινοτόμου επιστημονικής σκέψης και δράσης.
Άλλωστε η γόνιμη μελέτη, η κριτική αφομοίωση, η δημιουργική ανάπτυξη και εφαρμογή της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας προϋποθέτουν αντίστοιχες ευνοϊκές για την επιστημονική έρευνα ως «καθολική εργασία» (Μαρξ) οργανωτικές διευθετήσεις και κλίμα γόνιμου, συντροφικού, αυθεντικά λειτουργικού δημόσιου διαλόγου επί των πλέον επίμαχων ζητημάτων της θεωρίας και της πράξης. Το κλίμα αυτό απαιτεί οργανωτικές αρχές πραγματικής αιρετότητας, ενδελεχούς ελέγχου από κάτω προς τα επάνω, συστηματικής και ουσιαστικής δημόσιας λογοδοσίας των υπευθύνων οργανωτικών και ιδεολογικών οργάνων προς τη βάση και τον μαζικό κύκλο επιρροής, εκ περιτροπής εναλλαγής σε υπεύθυνες θέσεις, πραγματική ανακλητότητα μη ανταποκρινόμενων στα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί από τη βάση οργάνων και στελεχών κ.λπ.
Έτσι, η κάθε εκφυλιστική πρακτική/οργανωτική διολίσθηση σε θέσεις ενσωμάτωσης στην κρατική και διακρατική δομή και στις λειτουργίες του καθεστώτος του κεφαλαίου και της κυρίαρχης ιδεολογίας του, σε «συνεκτικό πακέτο» με την εκάστοτε αναγκαία απολογητική αναθεώρηση της επαναστατικής θεωρίας προβάλλεται, επιβάλλεται και υποβάλλεται ως …αυταπόδεικτο θέσφατο. Κάθε πιθανή ερώτηση, κριτική, άποψη κ.λπ. που μπορεί να εκληφθεί ως αμφισβήτηση του ως άνω πακέτου-θέσφατου πρακτικά ακυρώνεται και απαγορεύεται εκ προοιμίου.
Παλαιότερα, υπήρχαν –έστω και προβληματικές– συνθήκες αποδεκτού εσωκομματικού και ευρύτερα δημόσιου, γραπτού και προφορικού διαλόγου επί σειράς κομβικών θεμάτων της θεωρίας, της πράξης και της επικαιρότητας. Τώρα πλέον, στο ραγδαία μεταλλασσόμενο γραφειοκρατικό οπορτουνιστικό μόρφωμα, όλα αυτά έχουν ακυρωθεί με συνοπτικές τελετουργικές και αυταρχικές διαδικασίες, με μικρά βραχύχρονα περιθώρια παρέκκλισης/εκτόνωσης πιέσεων κατά τους προσυνεδριακούς διαλόγους. Βάσει των επικρατουσών διαδικασιών, αποτρέπεται συστηματικά ακόμα και η ίδια η υποβολή ερωτημάτων ή/και παρεμβάσεων σε κομματικές συνελεύσεις, σε συνεδριάσεις οργάνων, σε ακτίφ κομματικών στελεχών, σε δημόσιες εκδηλώσεις ευρείας απεύθυνσης, ακόμα και σε ελεγχόμενους μαζικούς φορείς, συλλόγους κ.λπ.
Προτάσσεται η προληπτική αποτροπή κάθε πιθανής και απίθανης «παρέκκλισης» από το εγκεκριμένο και ιεραρχικά καθαγιασμένο πακέτο θεσφάτων/αναθεωρήσεων. Έτσι, οι όποιες ερωτήσεις/παρεμβάσεις «πρέπει» να έχουν συζητηθεί/προεγκριθεί σε ατομικές «συνεργασίες» με την καθοδήγηση, πάντα σε στενό κύκλο. Μόνο κάποιες από αυτές που θα περάσουν από τέτοια διήθηση ενδέχεται να εκφέρονται ως «ασφαλείς και πλήρως εγγραφόμενες» στη μία και μοναδική «ορθή άποψη-γραμμή». Οτιδήποτε άλλο εκλαμβάνεται ως ύποπτο, αντικομματικό και διαλυτικό και πατάσσεται. Έτσι γαλουχείται ένα κοινό, το οποίο θεωρεί ως «κομματική κανονικότητα» τα παραπάνω και ως «ανάπτυξη της θεωρίας» τις συνακόλουθες του «συνεκτικού πακέτου» αναθεωρήσεις… Εάν μάλιστα οι αναθεωρήσεις ανατρέπουν προγενέστερες εδραιωμένες αρχές και παραδόσεις, αυτές προβάλλονται ως «απόδειξη γενναίας αυτοκριτικής που οδήγησε σε τολμηρή αλλαγή θέσεων»!
Κατ’ αυτό τον τρόπο, τα σημαντικότερα επίμαχα ζητήματα θεωρούνται από τον παραπάνω μηχανισμό ως άπαξ και διά παντός «λυμένα» με όρους ταμπού, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη διολίσθηση, η οποία για να λειτουργήσει ως τέτοια, θα πρέπει να τεθεί με τους ως άνω όρους του εγκαίρως μεθοδευμένου κλιμακούμενου μιθριδατισμού. Κάθε άλλη προσέγγιση, κριτική, άποψη κ.λπ. εξοβελίζεται ως «οπορτουνιστική», «αντικομματική», «αντικομμουνιστική», «δόλια» κ.λπ.
Όπου δεν επαρκούν τα παραπάνω, επιστρατεύεται συνδυαστικά και το ad hominem «επιχείρημα». Προτάσσεται δηλαδή μια εκστρατεία που επικεντρώνει την προσοχή του «ειδικού κοινού-στόχου» (targetgroup) της χειραγώγησης στην προσβολή, δυσφήμιση ή/και κατασυκοφάντηση του ατόμου ή της ομάδας/συλλογικότητας που εκφράζει άλλη άποψη και όχι την άποψη που πρεσβεύει η ηγεσία. Το ad hominem «επιχείρημα» –στην πιο αθώα περίπτωση– συνιστά μια λογική πλάνη, όπου εκ παραδρομής ή λόγω ημιμάθειας, άγνοιας κ.λπ. κάποιος νομίζει ότι δήθεν συνιστά ανταπάντηση σε κάποιο «ενοχλητικό» επιχείρημα η άμεση προσβολή προς το άτομο που το διατυπώνει, εκλαμβάνοντας την όποια απαξίωση του ατόμου ως αποχρώντα λόγο για τη συλλήβδην απόρριψη του επιχειρήματος ως εσφαλμένου, χωρίς να μπαίνει καν στον κόπο κάποιας ουσιαστικής κατάδειξης τυχόν ελαττωμάτων του επιχειρήματος.
Ως τέτοιο επιλέγεται σκόπιμα από επιτήδειους της χειραγώγησης για την ακύρωση της άποψης «αντιφρονούντων» ατόμων, όχι μέσω της ανοικτής, δημόσιας, ορθολογικής και επιστημονικής αντιπαράθεσης με αυτήν, με όρους ανάπτυξης επιχειρημάτων, αλλά με την ηθική κ.λπ. σπίλωση, υπονόμευση και κατασυκοφάντησή τους, με την απόδοση της όλης στάσης τους σε «φαύλες ιδιότητες, δολιότητα και ποταπές προθέσεις». Έτσι, αποφεύγεται όχι μόνο η αναμέτρηση με κάποια θεωρία, επιστημονική άποψη κ.λπ., αλλά αποτρέπεται κάποιο ευεπίφορο σε τέτοια χειραγώγηση κοινό από την ίδια την κατ’ αρχήν πρόσληψή της.
Φαίνονται άραγε οι παραπάνω χειραγωγικές μεθοδεύσεις ως δηλωτικές ασφάλειας και αυτοπεποίθησης των φορέων τους; Κάθε άλλο. Όσο πιο κραυγαλέα είναι η εκφυλιστική διολίσθηση/αναθεώρηση, τόσο μεγαλύτερη ανασφάλεια διακατέχει τους φορείς της. Ανασφάλεια που εκδηλώνεται όλο και πιο έντονα κατά την κλιμάκωση του παραπάνω δεκάλογου της συμφοράς…
Το γαλουχημένο σε τέτοιους όρους εργαλειακής χρήσης και αναθεώρησης της επαναστατικής θεωρίας κοινό, εκλαμβάνει την επιστήμη, τον μαρξισμό …ως λόγια, αφορισμούς, στερεοτυπικές εκφράσεις, συνθήματα, τα οποία απλώς σηματοδοτούν προειλημμένες αποφάσεις, θέσεις και τοποθετήσεις υπεράνω κάθε κριτικής και υποψίας…
Ορισμένα συμπεράσματα.
Χωρίς τη δράση του οπορτουνισμού, χωρίς αλλεπάλληλες διολισθήσεις του κινήματος σε θέσεις εξυπηρέτησης των στρατηγικών συμφερόντων και επιλογών του κεφαλαίου, ο ιμπεριαλισμός δεν θα μπορούσε να διατηρεί την κυριαρχία του.
Διάφορες εκδοχές δογματισμού και αναθεωρητισμού κατασκευάζονται ώστε να επενδύσουν ιδεολογικά αυτές τις εκφυλιστικές διολισθήσεις.
Διαπιστώσαμε ότι οι μεγάλοι επαναστατικοί άθλοι και τα εκφυλιστικά φαινόμενα στο επαναστατικό κίνημα και στη σοσιαλιστική οικοδόμηση συνδέονται μεν με τη δράση συγκεκριμένων ιστορικών προσωπικοτήτων, αλλά δεν ανάγονται συλλήβδην στη θέση και τον ρόλο των τελευταίων.
Η άρχουσα τάξη, στο στάδιο της παρακμής και της σήψης του ιμπεριαλισμού, καταφεύγει σε μεθοδεύσεις που της επιτρέπουν να χειραγωγεί αποτελεσματικά στην κατεύθυνση της αποτροπής της συγκρότησης επαναστατικού συλλογικού υποκειμένου. Οργανικό συστατικό στοιχείο αυτής της αποτροπής είναι ο οπορτουνισμός.
Η επιβολή και επικράτηση οπορτουνιστικών διολισθήσεων δεν επιτυγχάνεται ακαριαία. Αναγκαίος όρος για αυτήν είναι η υποβάθμιση και τελικά η απόρριψη της επαναστατικής θεωρίας, μέσω διαφόρων εκδοχών δογματικών και αναθεωρητικών ιδεολογικών διαστρεβλώσεών της.
Η ψηλάφηση της εκάστοτε «ζώνης της εγγύτερης οπισθοδρόμησης» και οι τεχνικές χειραγώγησης τύπου «παράθυρου του Όβερτον» απαιτούνται για τη σταδιακή εισαγωγή, κλιμάκωση και εδραίωση κάθε οπορτουνιστικής διολίσθησης και για την παγίωσή της με δογματισμούς και αναθεωρήσεις.
Δεν νοείται σήμερα επαναστατικό κίνημα στο οποίο δεν εντάσσονται οργανικά ως συστατικά στοιχεία οι δυνάμεις του αντιιμπεριαλισμού και του σοσιαλισμού. Και όμως, σήμερα υπάρχουν ηγεσίες κομμάτων και δυνάμεις που απορρίπτουν την αναγκαιότητα και την ίδια την ύπαρξη δυνάμεων του αντιιμπεριαλισμού και του σοσιαλισμού. Οι δυνάμεις αυτές οδηγήθηκαν σε τέτοιες θέσεις μέσω αλλεπάλληλων διολισθήσεων σε οπορτουνιστικές θέσεις και σε αντίστοιχες αναθεωρήσεις.
Πρόκειται για μια πρωτοφανή και άκρως επικίνδυνη αποστασία από το επαναστατικό κίνημα. Όσοι απορρίπτουν αυτές τις συνιστώσες του σημερινού κινήματος, δεν θέτουν απλώς εαυτόν εκτός κινήματος, αλλά, επιπλέον, λειτουργούν και ως δυνάμεις υπονόμευσης και διάλυσής του. Κάθε υπονομευτική δράση στο εσωτερικό του μετώπου σε συνθήκες του Γ΄ΠΠ συνιστά εχθρική πολεμική ενέργεια.
Χωρίς αποκάλυψη και συντριβή εκείνης της φάλαγγας που καμώνεται τον κομμουνιστή ενώ στην πράξη πρακτορεύει τα συμφέροντα του υπό τις ΗΠΑ ιμπεριαλιστικού άξονα, είναι ανέφικτη η σύμπηξη του νικηφόρου αντιιμπεριαλιστικού μετώπου που προάγει η ΠΑΠ.
[1] Η μεθόδευση αυτή παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την τεχνική χειραγώγησης των μαζών που εφαρμόζεται στην πολιτική και ονομάζεται συνήθως «παράθυρο Overton», από τον Joseph Overton (1960-2003) που την πρωτοδιατύπωσε.