Pop History για την προώθηση της αστικής προπαγάνδας
Αναδημοσίευση από ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ
Στην προκρούστεια κλίνη του σχήματος «ακρωτηριάζονται» τα ιστορικά γεγονότα, ώστε να υποστηριχθεί ότι παρά τις καταστροφές και τις πανωλεθρίες των 200 τελευταίων χρόνων, η Ελλάδα κατόρθωσε να «προχωρήσει» μπροστά.
Φυσικά, το προηγούμενο συμπέρασμα ταιριάζει στην εξιστόρηση των 100, 200 ή 500 χρόνων οποιασδήποτε χώρας, αφού με δυσκολία θα έβρισκε κανείς μία, οπουδήποτε στον κόσμο, όπου οι γενικές υλικές κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν το 2021, να είναι χειρότερες από αυτές του 1821 ή ακόμα και του 1921. Το σχήμα, χαρακτηρίζοντας την ιστορία οποιουδήποτε τόπου και ταυτόχρονα κανενός, δεν υπακούει στις αξιώσεις της επιστημονικής ιστορικής έρευνας, αλλά στις ανάγκες μιας μαζικά αναπαραγόμενης ψευτοϊστορίας, προορισμένης να προωθήσει τη σημερινή αστική προπαγάνδα.
Βασικό χαρακτηριστικό της αστικής προπαγάνδας είναι η αποσιώπηση της ταξικής πάλης και η παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων με όρους εθνικής ενότητας. Το χαρακτηριστικό αυτό στιγμάτισε εξαρχής τη σειρά ντοκιμαντέρ.
Το πρώτο επεισόδιο απέφυγε να εντάξει την Επανάσταση του 1821 στις αστικές επαναστάσεις μιας εποχής, κατά την οποία η καπιταλιστική εξουσία είχε κυριαρχήσει στα σημαντικότερα οικονομικά κέντρα και οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής υπέσκαπταν τις υπάρχουσες φεουδαρχικές εξουσίες, όπως αυτή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κατά συνέπεια, η ελληνική αστική τάξη που πρωτοστάτησε στην επανάσταση δεν αναφέρθηκε ποτέ ως τέτοια, ενώ οι ιδεολογικές – πολιτικές επιρροές της από τα αστικά ριζοσπαστικά ρεύματα της εποχής «μεταφέρθηκαν» στον κόσμο των ιδεών.
Ως κατάληξη – και πέρα από μια σειρά άλλων προβληματικών προσεγγίσεων – επιχειρήθηκε η έμμεση υποβάθμιση του αστικού χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821 σε έναν ταξικά ακαθόριστο πόλεμο ανεξαρτησίας, που δεν συνδέεται με την επικράτηση της καπιταλιστικής εξουσίας και αντίστοιχου κράτους1.
Αν και ο επιμελητής της εκπομπής απέφυγε τη ρητή αναφορά του όρου στην πρώτη εκπομπή, τον επανέφερε στη συνέχεια από το παράθυρο, αφού η όλη του εξιστόρηση προϋποθέτει την αποσιώπηση της πάλης των τάξεων και της διαδοχής των κοινωνικών – οικονομικών σχηματισμών.
Σε έναν ουτοπικό κόσμο, όπου τα συμφέροντα του έθνους θα ήταν ενιαία και ανεπηρέαστα από ταξικές διακρίσεις, οι καταστροφές θα ήταν καταστροφές για όλους και οι θρίαμβοι το ίδιο. Σε έναν τέτοιο κόσμο οι πλούσιοι και οι φτωχοί ενός έθνους θα κέρδιζαν και θα έχαναν μαζί, θα χαίρονταν και θα λυπούνταν μαζί. Η εργατική τάξη και οι άλλες υπό καπιταλιστική καταπίεση μάζες θα όφειλαν να υιοθετούν τα οράματα και τις επιδιώξεις της καπιταλιστικής εξουσίας και να της συμπαραστέκονται στις δυσκολίες της.
Φυσικά, αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει, αλλά η κυρίαρχη αστική ιδεολογία έχει κάθε λόγο, για την ακρίβεια κάθε συμφέρον, να υποστηρίζει ότι υπάρχει.
Γιατί;
Στον πραγματικό κόσμο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, η εργατική τάξη και οι κοινωνικοί της σύμμαχοι επωμίζονται τις συνέπειές της σε καιρό ειρήνης (με τη μισθωτή σκλαβιά, τη φτώχεια, την ανεργία, κ.λπ.) και σε καιρό πολέμου (σηκώνοντας τα «οικονομικά βάρη» του πολέμου και γινόμενοι κρέας στα κανόνια του).
Από την πλευρά της, η τάξη των καπιταλιστών επιδιώκει να αυξάνει τα κέρδη της (επομένως και την εκμετάλλευση) και να ισχυροποιείται έναντι των άλλων αστικών τάξεων σε όλες τις συνθήκες. Οταν οι αντιθέσεις των καπιταλιστικών κρατών εκδηλώνονται σε ιμπεριαλιστικές πολεμικές συγκρούσεις, η νίκη της αστικής τάξης σημαίνει την ισχυροποίησή της και η ήττα την υποχώρησή της στον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, όχι όμως και στην αμφισβήτηση του ρόλου της ως κυρίαρχης τάξης.
Με άλλα λόγια, η τάξη των καπιταλιστών παραμένει κυρίαρχη ως τάξη (δεν συμβαίνει το ίδιο απαραίτητα για κάθε μεμονωμένο καπιταλιστή) σε καιρό ειρήνης και πολέμου, έπειτα από πολεμική νίκη ή ήττα. Εκτός…
Εκτός αν η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, ξεπερνώντας και τα αστικά ιδεολογήματα περί εθνικής ενότητας, αντιληφθούν ότι οι (ειρηνικοί και πολεμικοί) θρίαμβοι της αστικής τάξης είναι το άλλο πρόσωπο των δικών τους καταστροφών και επιδιώξουν την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι κατ’ όνομα επιστήμονες και κατ’ ουσία απολογητές της καπιταλιστικής εξουσίας έχουν χρέος να αναπαράγουν το ιδεολόγημα της εθνικής ενότητας και ας διαστρεβλώνει την ιστορική πραγματικότητα.
Η διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας εκ μέρους της αστικής προπαγάνδας γίνεται περισσότερο αντιληπτή στην εξιστόρηση περιόδων που τα πορίσματα της δεύτερης αντιφάσκουν πιο έντονα με την πρώτη. Μια τέτοια περίοδος είναι και αυτή της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της Καταστροφής.
Το ντοκιμαντέρ του Καλύβα, θεωρώντας διαχρονικά θεμιτή κάθε επιδίωξη της καπιταλιστικής εξουσίας, αποφεύγει κάθε συσχέτιση της Μικρασιατικής Εκστρατείας με τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς για το μοίρασμα της λείας του Α΄ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου. Πολύ περισσότερο, θεωρεί ότι η Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή η επιδίωξη επέκτασης των συνόρων του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους, δεν αποτέλεσε τη βασική έκφραση της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, αλλά ήταν αποτέλεσμα των λαϊκών πόθων που πίεζαν και τις αστικές κυβερνήσεις (αυτό ισχυρίστηκε η πανεπιστημιακός Λίνα Λούβη).
Ως αποτέλεσμα, την ευθύνη της Μικρασιατικής Εκστρατείας φαίνεται να έχει σύσσωμο το ελληνικό έθνος και μια περιορισμένη ευθύνη για την Καταστροφή ο Βενιζέλος, που δεν αντιλήφθηκε τη στρατιωτική δυσκολία του εγχειρήματος, αλλά και τον διχασμό του αστικού πολιτικού κόσμου της κύριας συμμάχου Μ. Βρετανίας, αναφορικά με τις επιδιώξεις του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους στα εδάφη της Μικράς Ασίας.
Χωρίς καμιά άλλη αναφορά στα ιστορικά γεγονότα της περιόδου, ο Καλύβας αποδέχεται ότι η Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε τη μεγαλύτερη τραγωδία του σύγχρονου ελληνισμού, αλλά και παράλληλα το έναυσμα για μια οικονομική και κοινωνική επανεκκίνηση που θα οδηγούσε στην επιδίωξη της οικονομικής ευημερίας. Στο πλαίσιο της επανεκκίνησης, υποστήριξε ότι το καπιταλιστικό κράτος αντιμετώπισε επιτυχώς τη μεγάλη πρόκληση της αποκατάστασης των προσφύγων, αφού τους εξασφάλισε σύγχρονες κατοικίες και τους πρόσφερε γη. Με αυτό τον τρόπο, μπορεί να χάθηκε η Μικρά Ασία, αλλά κερδήθηκε η Μακεδονία που ομογενοποιήθηκε εθνικά με την εγκατάσταση των προσφύγων.
Τα ιστορικά γεγονότα βέβαια είναι εντελώς διαφορετικά. Η ελληνική αστική τάξη και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις (τόσο οι υποστηρικτές του Κόμματος των Φιλελευθέρων όσο και αυτοί του βασιλιά) στήριξαν εξίσου τη διεξαγωγή της ιμπεριαλιστικής Μικρασιατικής Εκστρατείας, θεωρώντας ότι ο έλεγχος των μικρασιατικών παραλίων θα διεύρυνε αφενός την εσωτερική αγορά του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους και αφετέρου θα αναβάθμιζε τον γεωπολιτικό του ρόλο στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η ελληνική αστική τάξη (τόσο αυτή των ελλαδικών εδαφών όσο και αυτή της Μικράς Ασίας) γνώριζε καλά ότι οι επιδιώξεις της έρχονταν σε σύγκρουση τόσο με τους αντίστοιχους σχεδιασμούς της ανερχόμενης τουρκικής αστικής τάξης όσο και με τις επιδιώξεις άλλων καπιταλιστικών κρατών στην περιοχή (πρωταρχικά της Γαλλίας και της Ιταλίας). Ωστόσο, στη δοσμένη στιγμή από τις κυβερνητικές δυνάμεις επιλέχθηκε, σε συμμαχία με τη Μ. Βρετανία και βασιζόμενες στις οικονομικές και ανθρώπινες θυσίες της εργατικής τάξης και του φτωχού λαού, να επιβάλουν με πόλεμο τα συμφέροντά τους.
Οταν αυτό δεν έγινε εφικτό, τις συνέπειες του «επιχειρηματικού της ρίσκου» απέφυγαν οι Ελληνες καπιταλιστές της Μικράς Ασίας, που απομακρύνθηκαν έγκαιρα «σαν κύριοι με κανονικά διαβατήρια»2. Στη συνέχεια, οι αστοί «πρόσφυγες» ανέμεναν την «αποκατάστασή» τους σε πολυτελή ξενοδοχεία (όπως το «Ακταίον» στο Ν. Φάληρο)3 ενώ εγκαταστάθηκαν είτε σε ακίνητα που άφησαν πίσω οι εύποροι μουσουλμάνοι (και τα οποία αγόρασαν σε τιμές «ευκαιρίας»)4 είτε σε άλλες πολυτελείς οικίες που αγόρασαν ή νοίκιασαν είτε σε πρότυπες «κηπουπόλεις» (Εκάλη, Φιλοθέη, Ψυχικό κ.ά.) με «κατοικίες ποιότητας» που κατασκευάστηκαν ειδικά για τους έχοντες5.
Εντελώς διαφορετική ήταν η τύχη των προσφύγων της εργατικής τάξης, των μεσαίων στρωμάτων και του φτωχού λαού. Αυτοί όχι μόνο δεν «αναχώρησαν» απλά από τη Σμύρνη, όπως ισχυρίζεται το ντοκιμαντέρ, αλλά τη στιγμή που καταδιώκονταν και δολοφονούνταν από τα στρατεύματα του Κεμάλ, ο νόμος 2870/1922 τους δημιουργούσε προσκόμματα, αφού απαγόρευε την «αποβίβαση “προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής” τα οποία δεν ήταν εφοδιασμένα με θεωρημένα διαβατήρια, ενώ επιβάλλονταν και αυστηρές ποινές σε πλοιοκτήτες, ταξιδιωτικούς πράκτορες, πλοιάρχους ή άλλα μέλη του πληρώματος που θα τα διευκόλυναν»6.
Τη μεταφορά των ελληνικών πληθυσμών δεν διευκόλυναν ούτε οι εφοπλιστές, που τα προηγούμενα χρόνια είχαν στηρίξει με πάθος την ιμπεριαλιστική εκστρατεία. Σε μια εποχή που η ελληνική εμπορική ναυτιλία μετρούσε 418 ατμοκίνητα και 1.089 ιστιοφόρα πλοία7, αυτά που διατέθηκαν για τη μεταφορά τόσο του στρατού όσο και του άμαχου πληθυσμού, παραμονές της Καταστροφής, «ήσαν κάπου 20». Αλλά, όπως παρατηρούσε ο Μ. Νοταράς, στέλεχος της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης, «εις τι πρώτον και εις τι δεύτερον να επαρκέσουν αυτά τα πλοία;»8
Οσοι από τους φτωχούς πρόσφυγες έφτασαν τελικά στην Ελλάδα, θα γίνονταν δεκτοί στα περιβόητα λοιμοκαθαρτήρια (Μακρόνησο, Αγιο Γεώργιο Σαλαμίνας, Καραμπουρνού Θεσσαλονίκης κ.α.) όπου επικρατούσαν απάνθρωπες συνθήκες. Χιλιάδες άνθρωποι άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή, πριν καλά καλά πατήσουν το πόδι τους στη νέα τους πατρίδα. «Στη Μακρόνησο», μαρτυρεί ένας πρόσφυγας, «άρχισαν νέα βάσανα και θάνατοι (…) Ζούσαμε μες στη βροχή, στην πείνα και τη δίψα (…) Μας τάιζαν βρωμερά μακαρόνια, ελιές σκουληκιασμένες, χαλασμένες ρέγκες κι έπεσε τύφος (…) Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. Εκείνοι πλούτισαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους (…) Από τους οχτώ χιλιάδες που έφερε το “Κίος”, μείναμε στο τέλος δύο χιλιάδες. Οι άλλοι έξι χιλιάδες πέθαναν»9.
Θα μπορούσε βέβαια κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή ήταν η εικόνα των πρώτων μηνών που ακολούθησαν την Καταστροφή, αλλά ότι στη συνέχεια τα πράγματα βελτιώθηκαν και επιτεύχθηκε η «αποκατάσταση» των προσφύγων, μέσα από την παροχή σύγχρονων κατοικιών και γης, όπως ισχυρίζεται ο Καλύβας.
Μόνο που με τις εκτιμήσεις του διαφωνεί η ίδια η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ). Η απογραφή της ΕΑΠ για το 1927 μας πληροφορεί ότι στην Αθήνα, σε οικίες κατασκευασμένες από την ΕΑΠ διέμεναν 16.333 οικογένειες (21,7% του συνόλου), σε οικίες κατασκευασμένες από το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ή με ευθύνη του κράτους) 9.340 οικογένειες (12,41%), σε οικισμούς κατασκευασμένους από τους ίδιους τους πρόσφυγες 19.927 οικογένειες (26,48%), σε οικίες αγορασμένες ή νοικιασμένες από τους πρόσφυγες 28.000 οικογένειες (37,21%). Τέλος, 530 οικογένειες διέμεναν σε επιταγμένες κατοικίες, 915 σε αποθήκες, εργοστάσια, κ.ο.κ., 100 σε δημόσια κτίρια και 100 σε σκηνές.
Με λίγα λόγια, το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος εξασφάλισε κατοικίες μόλις για το 1/3 των προσφύγων στην πρωτεύουσα, για τις οποίες όφειλαν μάλιστα να πληρώνουν υψηλό ενοίκιο, αν ήθελαν να αποκτήσουν κάποτε την κυριότητά τους. Γεγονός που, σε συνδυασμό με την οικονομική ανέχεια των προσφύγων, δεν άργησε να οδηγήσει και σε εξώσεις.
Οσον αφορά την ποιότητα των κατασκευών, η ΕΑΠ (1930) παραδέχθηκε πως πολλά σπίτια είχαν φτιαχτεί «εξ ενός μόνο δωματίου μη συνεχομένου ποσώς μετά του όπισθεν τοιούτου, άνευ μαγειρείου και άνευ αποχωρητηρίου, έχοντα εντός της κοινής αυλής κοινά αποχωρητήρια, βόθρους και πλυντήρια»10.
Η εφημερίδα «Ακρόπολις» σημείωνε 3 χρόνια αργότερα (1933):
«Μέσα εις οικτράς και απαισίας τρώγλας διαβιούν ακόμη εκατοντάδες χιλιάδες προσφυγικών οικογενειών ενώ με τα δαπανηθέντα χρήματα θα εδύνατο να έχουν όλοι αποκτήσει, όχι φυσικά μέγαρα με ασανσέρ και με καλοριφέρ, αλλά ανθρώπινα οπωσδήποτε οικήματα, τα οποία να μην κινδυνεύουν να καταπέσουν και να καταπλακώσουν τους φτωχούς ενοίκους των εις το πρώτο φύσημα και την πρώτη βροχήν (…) Εν τω μεταξύ απέκτησαν τεράστιας περιουσίας και δακτυλοδεικτούνται από τον προσφυγικόν κόσμον μερικοί κακοηθέστατοι κερδοσκόποι που ανέλαβαν εργολαβικώς την ανέγερση των πανάθλιων παραπηγμάτων των συνοικισμών, ευνοηθέντες σκανδαλωδώς από εκείνους τους οποίους η πολιτεία ενεπιστεύθη κατά καιρούς την υπόθεσιν της προσφυγικής αποκαταστάσεως»11.
Μήπως, όμως, η κατάσταση ήταν καλύτερη για όσους πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχές της υπαίθρου, αναλαμβάνοντας το θεάρεστο – για την καπιταλιστική εξουσία – έργο της εθνικής ομογενοποίησης του πληθυσμού στις επαρχίες της Μακεδονίας;
Ο Σ. Λουκίδης από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας περιγράφει στη μαρτυρία του το πώς οι συμπατριώτες του πετάχτηκαν κυριολεκτικά «στο βάλτο», παλεύοντας να επιβιώσουν επί «τρία χρόνια, με βροχές και παγωνιά (…) κάτω από τσαντίρια. Το μέρος (σ.σ. όπου τους εγκατέστησαν) ήταν δύσβατο, ελώδες (…) Ολοι έπεσαν ψάθα άρρωστοι από τις θέρμες. Μέσα σε τρία χρόνια πέθαναν χίλιοι άνθρωποι από τους δύο χιλιάδες που εγκαταστάθηκαν σ’ εκείνη την κόλαση (…)»12.
Η ΕΑΠ εκτιμούσε στα 1928 πως μόλις το 1/3 των αγροτών προσφύγων μπορούσε να θεωρηθεί ως επαρκώς αποκαταστημένο. Από τους υπολοίπους, οι μισοί χρειάζονταν περαιτέρω στήριξη, ενώ οι άλλοι μισοί συνέχιζαν να διαβιούν υπό άθλιες συνθήκες, αντιμετωπίζοντας προβλήματα επιβίωσης13. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους πρόσφυγες να δανείζονται όλο και μεγαλύτερα ποσά από τις τράπεζες, βουλιάζοντας όλο και βαθύτερα στα χρέη.
Η δυστυχία και η εξαθλίωση των προσφύγων χρησιμοποιήθηκαν από την αστική τάξη ως μια μεγάλη ευκαιρία. Σημείωσε ο Νίκος Μπελογιάννης:
«Η υπεύθυνη όμως κυρίαρχη τάξη δεν συγκινήθηκε καθόλου από το τραγικό τούτο θέαμα, γιατί στο κάτω – κάτω της παρουσιαζότανε πάλι μια καινούργια και θαυμάσια ευκαιρία να πλουτίσει περισσότερο με την εκμετάλλευση της δυστυχίας και της συμφοράς που σκόρπισε η ίδια. Οι βιομήχανοι βρήκανε φτηνά εργατικά χέρια, οι κάθε λογής προμηθευτές μοναδική ευκαιρία για να (πουλήσουν) ό,τι σάπιο κι άχρηστο πράγμα είχανε, οι πολιτικάντες και η Εθνοτράπεζα έκαναν τις μπάζες τους με την ανταλλαγή και την αποκατάσταση, οι προσφυγοπατέρες βρήκανε δουλειές με φούντες, οι βενιζελικοί ψήφους (…) οι σωματέμποροι πηδούσαν απ’ τη χαρά τους, οι γκαρσονιέρες στολίστηκαν με τις όμορφες αλλ’ άτυχες κοπέλες που η προσφυγιά τις έριξε γδυτές στο δρόμο κι η Λαϊκή Τράπεζα του μεγάλου τοκογλύφου Λοβέρδου, που ήταν προστατευόμενη της Εθνικής, μόλις ήρθαν οι πρόσφυγες προσέθεσε – ανάμεσα στις άλλες δουλειές της – και τα δάνεια με ενέχυρο τιμαλφών και επίπλων ακόμα. Μ’ αυτόν τον τρόπο γδύσανε την προσφυγιά, παίρνοντάς τους για ένα κομμάτι ψωμί όλα τα χρυσά κειμήλια που οι ξεριζωμένοι πληθυσμοί είχαν καταφέρει να πάρουν μαζί τους. Οι αγιογδύτες μάλιστα φτάσανε στο σημείο ν’ αγοράσουν από τους πρόσφυγες και εικονίσματα μεγάλης αξίας για λίγες πενταροδεκάρες. Ποιος μπορεί ν’ αρνηθεί ότι η Μικρασιατική Καταστροφή δεν στάθηκε στο τέλος – τέλος ένα ευτυχές γεγονός για την κυρίαρχη τάξη της χώρας;»14.
Οι επιτακτικές ανάγκες επιβίωσης κατέστησαν τους πρόσφυγες μια τεράστια δεξαμενή φθηνού εργατικού δυναμικού, το οποίο συνέβαλε στην κλιμάκωση των κερδών των καπιταλιστών. Εως τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του 1920, μόνο «στους τέσσερεις μεγάλους προσφυγικούς συνοικισμούς της Αθήνας και του Πειραιά» λειτουργούσαν «ήδη 36 βιομηχανίες, ήτοι 27 ταπητουργεία, 4 κλωστήρια, ένα βαφείο – φινιριστήριο, μια σοκολατοποιία, μια βιομηχανία παραγωγής καρφιών και ένα κεραμοποιείο»15.
Παράλληλα, οι πρόσφυγες αποτέλεσαν χρήσιμο εργαλείο για το κεφάλαιο προκειμένου να μειώσει τους μισθούς και να αφαιρέσει τα όποια δικαιώματα από το σύνολο της εργατικής τάξης. Με τη μαζική έλευση των προσφύγων (1923), η κυβέρνηση μεθόδευσε τη μείωση των ήδη χαμηλών μισθών κατά 10% – 30%, ενώ προχώρησε και στην αναστολή του νόμου 2112/1920 (προέβλεπε αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης), για να διευκολύνει τις μαζικές απολύσεις16.
Ολα τα παραπάνω συνοδεύτηκαν από μια άνευ προηγουμένου καταστολή του εργατικού κινήματος, όπως και με την προσπάθεια να διασπαστεί η εργατική τάξη ανάμεσα στους γηγενείς και τους πρόσφυγες, προκειμένου να συνεχιστεί απρόσκοπτα η εκμετάλλευση του συνόλου της.
«Δεν τους θέλομεν», έγραφε η «Καθημερινή» το 1928, «ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνούν την Ελλάδα», ενώ ταυτόχρονα καλούσε για τον διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «Τουρκόσπορους» και τον «εξαγνισμό» της χώρας από την παρουσία τους17.
(Καλό θα ήταν η «Καθημερινή», που τον τελευταίο καιρό προσφέρει αναπαραγωγές φύλλων της από την εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής να προσφέρει και τα δημοσιεύματά της, την εποχή της προσφυγικής «αποκατάστασης»).
Αυτή ήταν λοιπόν η μεγάλη επανεκκίνηση του Μεσοπολέμου, η νέα αρχή, κατά τον Καλύβα, που όμως ήταν εξίσου παλιά με τον καπιταλισμό. Πραγματικός θρίαμβος για τη μειοψηφία του πλούτου και πραγματική καταστροφή για την εργατική – λαϊκή πλειοψηφία.
Φυσικά η παραχάραξη των γεγονότων δεν στοχεύει μόνο την ιστορική αλήθεια αλλά και το σήμερα. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα όταν η σειρά ντοκιμαντέρ επιχείρησε να ασχοληθεί με την πιο σύγχρονη Ιστορία, αυτή της Αντίστασης ενάντια στην τριπλή φασιστική κατοχή και κυρίως να ερμηνεύσει την έκβαση του ζητήματος της εξουσίας μετά την αποχώρηση των κατακτητών (Οκτώβρης 1944), με δεδομένη την υπεροχή των δυνάμεων του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, που είχαν ως καθοδηγητή και κύριο αιμοδότη το ΚΚΕ.
Το ντοκιμαντέρ (διά στόματος πανεπιστημιακού Ν. Μαραντζίδη) επιχείρησε να προδικάσει τι θα είχε συμβεί στην Ελλάδα αν είχε επιλυθεί το ζήτημα της εξουσίας προς όφελος των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων. Ο Μαραντζίδης, αφού υποστήριξε ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο στηριζόταν στον εκ των υστέρων καταδικασμένο «μύθο» της Σοβιετικής Ενωσης και των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, εκτίμησε ότι αν οι εργατικές – λαϊκές δυνάμεις είχαν κατακτήσει την εξουσία, η Ελλάδα θα ήταν φτωχή όπως όλες οι άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Να θυμίσουμε στους συντελεστές ότι η σοσιαλιστική Βουλγαρία (που είχε παραπλήσιο – αν όχι κατώτερο – επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων με την Ελλάδα εκείνη την εποχή) δεν ήταν μεταπολεμικά φτωχότερη από την καπιταλιστική Ελλάδα, αφού ήταν βιομηχανικά αναπτυγμένη (σε παραγωγή εργαλειομηχανών, οχημάτων κ.λπ.). Ούτε ο λαός της Σοβιετικής Ενωσης πεινούσε. Πείνασε μόνο την περίοδο της εξέλιξης της αντεπανάστασης και πολύ περισσότερο την περίοδο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Αλλη προβολή του ντοκιμαντέρ στο σήμερα αφορά τη χρεοκοπία του 1893 και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου μετά την πολεμική ήττα του 1897. Λίγο έως πολύ ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος παρομοιάστηκε από το ντοκιμαντέρ με την τρόικα των χρόνων των μνημονίων και υποστηρίχτηκε ότι συνέβαλε στον εξορθολογισμό των δημόσιων οικονομικών, προϊδεάζοντας για το πώς θα προσεγγιστούν και οι συνέπειες της πρόσφατης παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Δηλαδή ως έναυσμα για επανεκκίνηση, για νέους καπιταλιστικούς θριάμβους. Πάντα, βέβαια, στην πλάτη της της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Παραπομπές:
1. Ο όρος «πόλεμος της ανεξαρτησίας» αποτελεί δάνειο, μιας και έτσι αναφέρεται συχνά στην ιστοριογραφία η Αμερικανική Επανάσταση. Ομως, στην περίπτωση της Αμερικανικής Επανάστασης, ο όρος είναι λιγότερο προβληματικός, μιας και αυτή αποτέλεσε ουσιαστικά έναν αστικό αντιαποικιοκρατικό αγώνα εναντίον της επίσης αστικής Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
2. Στάθης Πελαγίδης, «Προσφυγική Ελλάδα (1913 – 1930)», εκδ. «Αφοί Κυριακίδη», Θεσσαλονίκη, 1997, σελ. 60.
3. Πολυξένη Μαυρογένη – Παπαγγελοπούλου, «Κοινωνική διαστρωμάτωση και μορφολογία δύο γειτονικών οικισμών Ψυχικού και Νέας Ιωνίας από το 1923 και έπειτα», Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 1999, σελ. 276.
4. Γεωργία Μπακάλη, Το «Θάρρος» και το προσφυγικό ζήτημα στη Δράμα και την περιοχή της (1923 – 1926), Διπλωματική Εργασία Μεταπτυχιακών Σπουδών, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 18 – 19.
5. Νίκος Ανδριώτης, «Πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821 – 1940», εκδ. Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2020, σελ. 307.
6. Ο.π., σελ. 130
7. Κωνσταντίνος Χλωμούδης, Η ελληνική εμπορική ναυτιλία 1910 -1939, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 225.
8. Βικτώρια Σολομωνίδου, «Ο Εφέσου Χρυσόστομος για την καταστροφή της Σμύρνης», στο Δελτίο ΚΜΣ, τ. 4, 1983, σελ. 320
9. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η έξοδος», τόμ. 3, εκδ. ΚΜΣ, Αθήνα, 2013, σελ. 371.
10. Υπόμνημα της ΕΑΠ, 30.6.1930, σελ. 3, στο Αρχείο Ε. Βενιζέλου, Φάκελος 173/133 (Μουσείο Μπενάκη).
11. «Ακρόπολις», 4.12.1933.
12. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, «Η Εξοδος», τόμ. 2, εκδ. ΚΜΣ, Αθήνα, 2004, σελ. 14.
13. 19η Εκθεση ΕΑΠ, 15.8.1928, σελ. 5 – 6, στο Φάκελο 156/15-16, Αρχείο Ε. Βενιζέλου (Μουσείο Μπενάκη).
14. Νίκος Μπελογιάννης, «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1998, σελ. 185.
15. «Greek Refugee Settlement Commission, Greek Refugee Settlement», εκδ. League of Nations, Geneva, 1926, σελ. 187.
16. Αντώνης Λιάκος, «Εργασία και πολιτική στη μεσοπολεμική Ελλάδα», εκδ. Ιδρυμα Ερευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας, Αθήνα, 1993, σελ. 51 – 56.
17. Βλ. αντίστοιχα «Καθημερινή», 30.7.1928, 16.7.1928 και 19.7.1928.
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
* Ο Αναστάσης Γκίκας είναι μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ