Επιστήμη, κομμουνισμός και αντικομμουνισμός

   Του Δημήτρη Πατέλη[1].

Συνοπτική γραπτή εκδοχή της εισήγησης στην ημερίδα του Συλλόγου «Εμείς που σπουδάσαμε στο Σοσιαλισμό» που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 28/5 στην αίθουσα «Αντώνης Τρίτσης» του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων με θέμα «Ο αντικομμουνισμός – αντισοβιετισμός ως ιδεολογία και πρακτική της αντίδρασης και συκοφάντησης της κοινωνικής προόδου».

Κατά την διάρκεια των απαντήσεων στις ερωτήσεις, εξαπολύθηκε μια πρωτοφανής φραστική επίθεση κατά του εισηγητή με πρωταγωνιστές μέλη της Κ.Ε. και άλλα επαγγελματικά στελέχη του ΚΚΕ, η οποία έδειξε την παντελή απόρριψη της μαρξιστικής-λενινιστικής επιστήμης (επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας) και την εμμονική απόρριψη/καταστολή κάθε ίχνους ορθολογικού διαλόγου αυτού του πολιτικού φορέα, όχι μόνο μεταξύ των μελών και στελεχών του, αλλά και σε ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΦΟΡΕΑ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΤΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ, γεγονός που δηλώνει -μεταξύ άλλων- και παντελή παραίτηση από την αυθεντικά κομμουνιστική στάση έναντι μαζικών φορέων. 

Βλ. και οπτικοακουστικό υλικό: Πατέλης Δ. Επιστήμη, κομμουνισμός και αντικομμουνισμός. Αθήνα 28.5.2022.

   Εισαγωγή.

   Ο αντικομμουνισμός παρουσιάζει ιστορικά πολλές διαβαθμίσεις και ποικιλομορφία, σε συνάρτηση με την εποχή, την συγκυρία, τον συσχετισμό δυνάμεων, το κοινό στο οποίο στοχεύει κ.λπ. Εκτός απ’ τις ακραίες και απροκάλυπτες, υπάρχουν και κάποιες «ήπιες», «κόσμιες», «μετριοπαθείς», «λελογισμένες» εκδοχές/μορφές του αντικομμουνισμού.

   Ειδική περίπτωση τέτοιας εκδοχής είναι ο «ακαδημαϊκός» αντικομμουνισμός, που εμφιλοχωρεί σε κύκλους της καθηγητικής επιστήμης και διανόησης.

   Συχνά η απόρριψη του κομμουνισμού συνδυάζεται με αναφορές στον δήθεν «απαρχαιωμένο» χαρακτήρα του μαρξισμού, ο οποίος είναι πλέον ανίκανος να προτείνει βιώσιμες και αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα της σύγχρονης, «μεταβιομηχανικής», «μετανεωτερικής» εποχής, της «4ης βιομηχανικής επανάστασης» κ.λπ., στα προβλήματα της οικολογίας, της ψυχολογίας του σύγχρονου ατόμου, στα υπαρξιακά προβλήματα των ποικίλων «ταυτοτήτων» της εποχής κ.λπ., κ.ο.κ. Ιστορικά, έχουν προλειάνει το έδαφος για τέτοιου τύπου εκδοχές του αντικομμουνισμού εκφυλιστικές τάσεις του εργατικού κινήματος (συνυφασμένες με το φαινόμενο της αύξουσας ανισομέρειας επί ιμπεριαλισμού και της «εργατικής αριστοκρατίας» κυρίως στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες), όπως είναι η σοσιαλδημοκρατία και ο ευρωκομμουνισμός, με τα συνακόλουθα ιδεολογήματα: οικονομικός ντετερμινισμός, εξελικτισμός, «ηθικός σοσιαλισμός», φετιχοποίηση του αστικού κοινοβουλευτισμού και των θεσμών της αστικής δημοκρατίας, φετιχοποίηση των ειρηνικών μέσων πάλης, αναγωγής της στρατηγικής σε τακτική και τανάπαλιν με πρακτική παραίτηση απ’ τον κομμουνισμό, ποικίλων βαθμών ενσωμάτωση στους θεσμούς του αστικού καθεστώτος (ιδιαίτερα μετά από μακροχρόνιες ειρηνικές περιόδους του κινήματος), εγχειρήματα εκλεκτικίστικης συρραφής στοιχείων του μαρξισμού με αστικές, μικροαστικές κ.λπ. απόψεις, νεομαρξισμός, δομισμός, μεταδομισμός, μεταμοντέρνο κ.λπ.

   Κατά την μελέτη του αντικομμουνισμού, είναι απαραίτητη η διάκριση:

  1. Της εκ προμελέτης και σκόπιμης διαστρέβλωσης της θεωρίας και πρακτικής του κομμουνισμού από τα εντεταλμένα «ιδεολογικά συστατικά στοιχεία της άρχουσας τάξης» (Μαρξ), από
  2. Την αυθόρμητη σύγχυση, τις αντιλήψεις που διαμορφώνουν οι άνθρωποι που εμπλέκονται στην τύρβη της αγοραίας κεφαλαιοκρατικής καθημερινότητας, με όλα τα στοιχεία της απατηλής αντικειμενικής φαινομενικότητας πραγμάτων, σχέσεων και διαδικασιών του συστήματος.

  Η διάκριση αυτή μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι οι απλοί άνθρωποι, ακόμα και εάν υιοθετούν και αναπαράγουν αντικομμουνιστικές ιδέες και αστικά προπαγανδιστικά στερεότυπα/σχήματα, δεν είναι δεδομένο ότι είναι «χαμένη υπόθεση» για το κίνημα. Δεν αρμόζει στους κομμουνιστές η «αφ’ υψηλού» στατική κατηγοριοποίηση των ανθρώπων, ή/και η χλεύη, η αποδοκιμασία τους επειδή τυγχάνει αυθόρμητα να έχουν γίνει φορείς της αστικής ιδεολογίας.

   Ποια είναι η σχέση του αντικομμουνισμού με την επιστήμη; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αρκετά περίπλοκη. Προαπαιτούμενο για αυτήν είναι η θετική ανάδειξη του τι είναι η επιστήμη και του κατ’ αρχήν επιστημονικού χαρακτήρα του κομμουνισμού.

Επιστήμη, ερευνητική δραστηριότητα, είναι η συστηματική διαδικασία πρόσκτησης αντικειμενικών, τεκμηριωμένων και αποδεικτικών γνώσεων περί του μέρους εκείνου του επιστητού που συνιστά γνωστικό αντικείμενο και τα εκάστοτε αποτελέσματά της.

Η επιστημονική γνώση  ως ανώτερη μορφή γνώσης αποκαλύπτει τις αναγκαίες, νομοτελείς και ουσιώδεις συνάφειες των αντικειμένων, βάσει των οποίων επιτελεί τις βασικές λειτουργίες της:

1) αντικειμενική περιγραφή του αντικειμένου,

2) εξήγηση και ερμηνεία του πως και γιατί υπάρχει, δομείται και αναπτύσσεται το αντικείμενο (ανάδειξη αιτιώδους συνάφειας, νόμων, νομοτελειών) και

3) βάσει των προαναφερθεισών λειτουργιών: πρόβλεψη – πρόγνωση , του φάσματος δυνατοτήτων περαιτέρω ανάπτυξης, των προοπτικών του αντικειμένου.

Η επιστημονική γνώση συνιστά εκ των ων ουκ άνευ όρο της συνειδητής συμμετοχής στη διαμόρφωση του μέλλοντος. Εδώ ακριβώς έγκειται και η ζωτική σημασία κάθε επιστήμης που την αναδεικνύει εμφατικά ο μαρξισμός: γνώση για την πρόγνωση και η πρόγνωση για τη δράση.

Στις ανταγωνιστικές κοινωνίες οι σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής χαρακτηρίζουν εν πολλοίς και τη θεσμική συγκρότηση και ιεραρχία της επιστημονικής κοινότητας, στις πλέον γραφειοκρατικές εκδοχές των οποίων, η διοικητική-εξουσιαστική ιεραρχία προβάλλει (και ενίοτε εκλαμβάνεται) και ως δήθεν ιεραρχία γνώσεων και ικανοτήτων, με καταστροφικές συνέπειες στην ελευθερία, στις κατευθύνσεις και στο περιεχόμενο της έρευνας.

            Δεδομένου ότι στην κεφαλαιοκρατία υπερτερεί η τάση της διαίρεσης, του κατακερματισμού (και μάλιστα άκρως ανταγωνιστικού) έναντι της (κατ’ εξοχήν ασυνείδητα αναπτυσσόμενης επί κεφαλαιοκρατίας) τάσης προς ενοποίηση της εργασίας, χαρακτηριστικό της αστικής συνείδησης είναι η κυριαρχία της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της διάνοιας (της στατικής, αποσπασματικής κ.ο.κ. πρόσληψης, της έμφασης στη διάκριση, στη διαφορά και στην αντίθεση, έναντι της ενότητας, της άρσης της αντίθεσης στην αλληλοδιείσδυση των αντιθέτων, της πρόσληψης πραγμάτων, σχέσεων και διαδικασιών ως αποσπασματικών, ασύνδετων ή/και εξωτερικά-γραμμικά συνδεδεμένων, στατικών και αμετάβλητων, ή/και μόνο ποσοτικά ή δομικά μεταβλητών κ.ο.κ.), η οποία απολυτοποιείται και ενισχύεται από ένα ολόκληρο πλέγμα κοινωνικών-πολιτισμικών όρων.

     Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι το κεφάλαιο δεν μπορεί να προβάλλει ως δύναμη προόδου, δήθεν ταυτόσημη με την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η υπαγωγή των τελευταίων στο κεφάλαιο, οδηγεί σε μονομέρειες, στρεβλώσεις και τελικά σε καταστροφή της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η επιστήμη ως καθολική δημιουργική δύναμη του πολιτισμού που επαναστατικοποιεί τις παραγωγικές και όλες τις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου μπορεί να αναπτύσσεται απρόσκοπτα μόνο στη βάση της κοινωνικοποίησης, της επιστημονικής σχεδιοποίησης της παραγωγής και της κοινωνίας.

Επιστήμη και κομμουνισμός.

   Η σχέση επιστήμης και κομμουνισμού έγκειται στην ίδια την επιστημονικότητα του μαρξισμού, της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας του κομμουνισμού. Η σχέση αυτή θεμελιώνεται σε πολλές κατευθύνσεις και επίπεδα:

  1. Στο πως, που, πότε και γιατί προέκυψε η επαναστατική θεωρία και μεθοδολογία του μαρξισμού: ποιες ήταν οι ιστορικές προϋποθέσεις του, πως εμφανίστηκε πρωταρχικά, σε τι συνίσταται η διαμόρφωση και η ωρίμανση, η καθαυτό ανάπτυξή του. Στη διακρίβωση της θέσης και του ρόλου του μαρξισμού στο πλέγμα των επιστημών.
  2. Στο πως επιτελεί τις τρεις βασικές λειτουργίες της επιστήμης στα βασικά του ερευνητικά πεδία-συστατικά στοιχεία και τι θεμελιώδεις ανακαλύψεις επιτυγχάνει επαναστατικοποιώντας την επιστήμη.
  3. Στη θέση και το ρόλο του μαρξισμού στα θεμέλια των επιστημών.
  4. Στην διάγνωση των θεμελιωδών νομοτελειών διάρθρωσης και ανάπτυξης της κοινωνίας, βάσει των οποίων επιτυγχάνεται η επιστημονική πρόβλεψη/πρόγνωση της μετάβασης της κοινωνίας στην καθαυτό ωριμότητα της ανάπτυξής της, στην ενοποιημένη ανθρωπότητα, στον κομμουνισμό. Η πρόγνωση αυτή είναι επιστημονική στο βαθμό που μπορεί να συμβάλλει στην άρθρωση προγραμματικού λόγου, δηλ. στο βαθμό που συνδέεται οργανικά με συγκεκριμένη ιστορική διακρίβωση του στρατηγικού σκοπού και των διαλεκτικά συνδεδεμένων, των υπηγμένων σε αυτόν αναγκαίων και ικανών στην εκάστοτε εποχή και συγκυρία ενδιάμεσων σκοπών (βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων, τοπικών, περιφερειακών και παγκόσμιων) κλιμάκωσης των ποιοτικών και ουσιωδών μετασχηματισμών, των εκάστοτε αναγκαίων και ικανών, υλικών και εμπράγματων, αντικειμενικών και υποκειμενικών όρων, ορίων, μέσων, τρόπων και νομοτελών σταδίων αυτής της ανάπτυξης.
  5. Στην καθοριστική του συμβολή στη μετάβαση στη συνθετική επιστήμη/συνείδηση του μέλλοντος, στο ενιαίο οργανικό πλέγμα σχεδιοποιού και κατασκευαστικής δραστηριότητας της ανθρωπότητας σε κατ’ αρχήν νέα βάση (σφαιρική αυτοματοποίηση στη βάση της βιολογικής αρχής/μορφής κίνησης), ως θεμελιώδη δημιουργική και κινητήριο δύναμη επαναστατικού μετασχηματισμού, μέσω της διαλεκτικής άρσης του ανταγωνιστικού τύπου καταμερισμού της εργασίας, και κυρίως: της άρσης/επίλυσης της ίδιας της αντίφασης παραγωγικών δυνάμεων – σχέσεων παραγωγής.

    Η πρωτοπόρος έρευνα συνδέεται με την πραγμάτωση φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων, που επικεντρώνεται σε στρατηγικής σημασίας αλληλένδετες κατευθύνσεις:

1) Στη δομή-χωροδικτύωμα πλανητικής κλίμακας αντιφατικά ενοποιημένης παραγωγής-εκμετάλλευσης βάσει της ανισομέρειας (ανισομετρίας) ανάπτυξης του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος της εποχής.

2) Στις νομοτέλειες της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, στη διαλεκτική επανάστασης-αντεπανάστασης, στη διακρίβωση των συγκεκριμένων ιστορικών, αναγκαίων και ικανών, αντικειμενικών-υποκειμενικών όρων εκδήλωσης και κλιμάκωσης επαναστάσεων και σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στη σχέση μεταξύ πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, στη διακρίβωση πρωτίστως των αντικειμενικών όρων νίκης των πρώιμων επαναστάσεων και της ήττας  τους  (κυρίως στην Ευρώπη, ήττας που δεν ανάγεται αποκλειστικά σε λάθος γραμμή, στον υποκειμενικό παράγοντα), στη βασική αντίφαση του σοσιαλισμού κ.λπ.

3) Στις δυνατότητες και στην αναγκαιότητα ανώτερου θετικού προσδιορισμού της ενοποιημένης ανθρωπότητας, του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

4) Στην κριτική μελέτη-αφομοίωση του γίγνεσθαι και του κεκτημένου της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας του μαρξισμού-λενινισμού και στην αναγκαιότητα περαιτέρω δημιουργικής ανάπτυξής του.

   Ο αγώνας οφείλει να διεξάγεται «και προς τις τρεις κατευθύνσεις του –τη θεωρητική, την πολιτική και την πρακτική-οικονομικήο σοσιαλισμός, από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί να τον χειρίζονται σαν επιστήμη, δηλαδή να τον μελετούν» (Φ. Ένγκελς: Κ. Μαρξ, Φ. Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τ.1, σ.786-787).

   Ιδιαίτερα λόγω της μεθοδολογικής και αναστοχαστικής του λειτουργίας, ο μαρξισμός/κομμουνισμός: 1. Υπάγεται στην βασική αρτηρία συγκρότησης και ανάπτυξης της επιστημονικής νόησης, δηλαδή, η ανάπτυξή του εγγράφεται στον πυρήνα της τελευταίας και διέπεται από τους ειδικούς νόμους/νομοτέλειές της, αλλά και 2. Συμβάλλει καθοριστικά στη διάγνωση και στη δημιουργική χρήση/ανάπτυξη αυτής της νομοτέλειας επαναστατικοποιώντας την, δηλαδή, ως πρωτοπόρος θεωρία και μεθοδολογία της συνθετικής επιστήμης, γονιμοποιεί και επαναστατικοποιεί τις επιστημονικές έρευνες.

   Ο κομμουνισμός, ως προς το σκέλος της θεωρητικής και μεθοδολογικής του θεμελίωσης, δεν είναι κάτι που «ενδέχεται» ή/και «πρέπει» κάπως «να συνδεθεί» διακηρυκτικά, εξωτερικά, εκ των υστέρων με κάποιον έξωθεν και άνωθεν φερτό τρόπο (με αντίστοιχα μηχανικά/μεταφυσικά μέσα) με την επιστήμη, ή να προβάλλεται ως κάτι το επιστημονικοφανές, ως δήθεν «επιστημονικός».

   Ο κομμουνισμός ως αναπτυσσόμενη επαναστατική θεωρία, μεθοδολογία και πρακτική είτε θα είναι πρωτοπόρος στην επιστήμη, απαράμιλλα επιστημονικός -καθώς εγγράφεται στον πυρήνα της κατευθυντήριας αρτηρίας ανάπτυξης των επιστημών και της μεθόδου τους- είτε θα εκφυλίζεται σε μορφές προεπιστημονικών δοξασιών, δογμάτων και ανεδαφικών εικοτολογικών ουτοπικών σχεδιασμάτων, δηλ. σε άγονες εκδοχές αντιεπιστημονικών σχημάτων που δυσφημούν την προοπτική του κομμουνισμού και ως τέτοιες καταπίπτουν εκ των πραγμάτων σε αντικομμουνιστικές λειτουργίες.

 

   Επιστήμη και αντικομμουνισμός.

   Στο βαθμό που τα παραπάνω γίνονται έκδηλα και αντιληπτά, «φυσική» αντίδραση των ιδεολογικών συστατικών στοιχείων της άρχουσας τάξης είναι η εμμονή σε αντιλήψεις, δόγματα και ιδεολογήματα τα οποία στοχεύουν στην υπονόμευση της ίδιας της γνωσιακής ικανότητας της ανθρώπινης συνείδησης, στην εν μέρει ή/και ολική απόρριψη της ίδιας της γνωσιμότητας του κόσμου.

   Παραπάνω είδαμε ότι η ραγδαία ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας επί κεφαλαιοκρατίας λαμβάνει χώρα με άκρως αντιφατικό τρόπο. Η υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο δεν μπορεί παρά να είναι τυπική, δεν μπορεί να επιβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αυτόν που συνιστά εργαλειακό κατακερματισμό, χειραγώγηση και παραμόρφωση της επιστήμης, δηλαδή, καταστροφή της επιστήμης και υπονόμευση του ίδιου του ορθολογισμού.

   Για αυτό και η σπουδή των ιδεολογικών συστατικών στοιχείων της άρχουσας τάξης επικεντρώνεται στην υπονόμευση, στην εξ υπαρχής ακύρωση και ματαίωση κάθε μείζονος εγχειρήματος συνθετικής διερεύνησης και διάγνωσης της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας, άρα στην ακύρωση και ματαίωση του αναγκαίου και εφικτού του ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνικής ανάπτυξης στη βάση της συνθετικής επιστημονικής σχεδιοποίησης.

   Η προοπτική της συγκρότησης της κοινωνίας σε συλλογικό υποκείμενο, στο υποκείμενο της ενοποιημένης ανθρωπότητας, το οποίο και μόνο είναι ικανό «μετά λόγου γνώσεως», στη βάση της συνθετικής επιστημονικής γνώσης/συνείδησης να προβεί στην (κατ’ αρχήν πλανητικής κλίμακας και στη συνέχεια στο διάστημα) βέλτιστη για την κοινωνία σχεδιοποιό, κατασκευαστική και ολόπλευρα δημιουργική δραστηριότητα, προκαλεί τρόμο στην άρχουσα τάξη και τους φορείς της. Εξ ου και η κατάπτωση της ιδεολογίας και της «φιλοσοφίας» της αστικής τάξης σε εκδοχές αγνωστικισμού, ανορθολογισμού, μυστικισμού, ακραίου υποκειμενισμού, βουλησιαρχίας και σκοταδισμού.

   Εδώ είναι σκόπιμο να αναφερθούμε σε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις αντικομμουνιστικών αντιλήψεων και τάσεων, συγκαλυμμένων με τον μανδύα «επιστημονικών θεωριών», «μεθοδολογιών» ή/και εκδοχών «φιλοσοφίας της επιστήμης» με αξιώσεις ιδιότυπης «θεμελίωσης των επιστημών».

   Η Μεθοδολογία του Λογικού Θετικισμού.

    Κατά το λογικό θετικισμό η αυθεντικά επιστημονική φιλοσοφία είναι εφικτή μόνο ως λογική ανάλυση της γλώσσας της επιστήμης, που επιδιώκει την «κάθαρση» της επιστήμης από κάθε «μεταφυσική» (από το σύνολο του παραδοσιακού φιλοσοφικού προβληματισμού) και τη μελέτη της (τυπικό-)λογικής δομής της επιστημονικής γνώσης.

   Ο λογικός θετικισμός προσδίδει στον επιστημονισμό του μονόπλευρο και περιορισμένο χαρακτήρα, κινούμενος αφενός μεν, στο πλαίσιο ενός έρποντα εμπειρισμού-φαινομεναλισμού, αφετέρου δε, στο πλαίσιο μιας (κληροδοτημένης από το λογικό ατομισμό) άκριτης υποστασιοποίησης, οντολογικοποίησης και άνευ όρων και ορίων προεκβολής της τυπικής και της μαθηματικής λογικής σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης γνώσης.

   Βάσει των αφετηριακών παραδοχών του λογικού θετικισμού και συνολικά της αναλυτικής φιλοσοφίας, η όλη προβληματική της επιστήμης του μαρξισμού (των συστατικών του στοιχείων, της διαλεκτικής κ.λπ.) ανάγεται σε εκτός του πεδίου της επιστήμης και της γλώσσας της κινούμενη, σε στερούμενη νοήματος «μεταφυσική»…

   Τα αδιέξοδα του λογικού θετικισμού προσπαθεί να άρει ο λεγόμενος «μεταθετικισμός».

   Αναφορά στη Μεθοδολογία του Τ. Kuhn.

   Τα ιστορικά στάδια ανάπτυξης της επιστήμης προβάλλουν κατά τον Kuhn ως σχετικά αυτοτελή, κλειστά και ασυνεχή ως προς το παρελθόν και το μέλλον τους, μορφώματα, τα οποία χαρακτηρίζονται από την επικράτηση ορισμένου «παραδείγματος» κατά τις περιόδους της «κανονικής επιστήμης». Το πεδίο του παραδείγματος συγκροτεί έναν ιδιότυπο απριορισμό και ορίζεται από τον Kuhn εν πολλοίς κυκλικά-ταυτολογικά: το «παράδειγμα», ως σύστημα κανόνων, θεωριών, μεθόδων, θεμελιωδών γεγονότων και υποδειγμάτων δραστηριότητας, καθορίζει τη δεδομένη επιστημονική κοινότητα και αντίστροφα, επιστημονική κοινότητα είναι οι επιστήμονες οι οποίοι από κοινού παραδέχονται αυτό το «παράδειγμα».

   Η μεθοδολογία που εισηγήθηκε ο Kuhn ενδέχεται να φαντάζει εκ πρώτης όψεως ως «επαναστατική» μιας και αναφέρεται σε ένα πλαίσιο εξέτασης των επιστημονικών επαναστάσεων. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η πρότασή του μάλλον σπείρει περισσότερη σύγχυση και τροφοδοτεί τον αγνωστικισμό και τον ανορθολογισμό. Ο φαύλος κύκλος του προσδιορισμού της «κανονικής επιστήμης» μέσω της συμβασιοκρατικής ή/και ψυχολογικής παραδοχής ορισμένου «παραδείγματος» εκ μέρους της επιστημονικής κοινότητας παραμερίζει την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας ως βασική λειτουργία της επιστήμης. Επιπλέον, εκ των πραγμάτων παρέχει την ευχέρεια σε φορείς των εκάστοτε κυρίαρχων αντιλήψεων εντός της επιστημονικής κοινότητας να απορρίπτουν «παρείσακτες» θεωρίες και μεθοδολογίες απλώς ως «μη συμβατές» με το «κανονικό παράδειγμα».

    Για την «Εξελικτική Επιστημολογία» του Κ. Popper.

   O Karl Popper, ο οποίος επιχειρεί να συγκροτήσει μια θεωρία της αύξησης της επιστημονικής γνώσης, εκλαμβάνει την αλήθεια ως ρυθμιστική ιδέα και μάλιστα ως «verisimilitude» (αληθοφάνεια).

Το σχήμα της μεθόδου κατά Popper έχει ως εξής:

   P1  – TT – EE – P2

Όπου:

  • P1 – το αφετηριακό πρόβλημα,
  • ΤΤ – (the tentative theory) δοκιμαστικές θεωρίες, φανταστική-υποθετική λύση,
  • ΕΕ – (error – elimination) απαλοιφή σφαλμάτων – άτεγκτη κριτική εξέταση της εικασίας μας,
  • P2 – η προβληματική κατάσταση που ανακύπτει απ’ την πρώτη κριτική απόπειρα επίλυσης του προβλήματος.

   Ο τύπος αυτός δείχνει κατά τον Popper το μηχανισμό αύξησης (growth) της γνώσης – του «τρίτου κόσμου», μέσω αυτού αυξάνει το «σώμα» του τρίτου κόσμου.

    Η προβολή της οποίας χαίρει ο Popper και η εντυπωσιακή εδραίωση οπαδών του σε ακαδημαϊκούς θεσμούς (πανεπιστήμια, συντακτικές επιτροπές κ.ο.κ.) δεν είναι άσχετη με τις απροκάλυπτα αντικομμουνιστικές κοινωνικοπολιτικές απόψεις που πρέσβευε. Πολέμιος του μαρξισμού (στον οποίο προσάπτει «μεσσιανισμό») και του ιστορισμού απορρίπτει την ύπαρξη αντικειμενικών νόμων που διέπουν την κοινωνική ανάπτυξη και τη δυνατότητα κοινωνικής πρόγνωσης. Γίνεται απροκάλυπτα απολογητής της κεφαλαιοκρατίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού, της «ανοικτής κοινωνίας» στην οποία αντιπαραθέτει κάθε «ολοκληρωτισμό», δηλαδή το σοσιαλισμό και κάθε εγχείρημα ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

   Για τη Μεθοδολογία των Προγραμμάτων Επιστημονικής Έρευνας του I. Lakatos.

   Συνεχίζοντας την προβληματική του μεταθετικισμού, ο I. Lakatos εισηγείται μια γενικευμένη αντίληψη περί της ανάπτυξης της επιστήμης, βάσει της ιδέας των ανταγωνιστικών ερευνητικών προγραμμάτων.

Η ορθολογική ανασύσταση της ιστορίας της επιστήμης προβάλλει εδώ ως αλληλουχία εμφάνισης, ανάπτυξης και ανταγωνισμού όχι μεμονωμένων θεωριών, αλλά ερευνητικών προγραμμάτων.

   Παραφράζοντας την ιστορική ρήση του Β. Ι. Λένιν για τη σχέση μεταξύ επαναστατικής θεωρίας και πράξης, ο Lakatos δηλώνει: «η ιστορία της επιστήμης χωρίς τη φιλοσοφία της επιστήμης είναι τυφλή».

   Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει η σπουδή του να ακολουθήσει τον Popper στην «κριτική του μαρξισμού» (και του φροϊδισμού, σαν να είναι ομοειδή θεωρητικά και μεθοδολογικά εγχειρήματα!), προσάπτοντάς του την κατηγορία ότι επινοεί τις βοηθητικές του θεωρίες συρόμενος από τα γεγονότα, χωρίς παράλληλα να προβλέπει νέα γεγονότα.

   Είναι προφανές ότι η δογματοποιημένη εκδοχή του μαρξισμού στις επίσημες ιδεολογικές εκδοχές του 20ου αιώνα δεν έχει παρά ελάχιστη έως ανύπαρκτη σχέση με το θεωρητικό και μεθοδολογικό κεκτημένο του Μαρξ και με το επαναστατικό ευρετικό δυναμικό που εμπεριέχει. Ωστόσο, η κατηγορία αυτή δεν ευσταθεί, ούτε καν για τον «επίσημο» μαρξισμό.

Ο Lakatos αδυνατεί να συλλάβει τη διαλεκτική της ανάπτυξης της επιστήμης ως συνάρτηση ενδογενών και εξωγενών διαδικασιών, αδυνατεί να αντιληφθεί τη μεθοδολογία του οργανικού όλου.  Αυτή η αδυναμία του συνδέεται οργανικά και με τον «ακαδημαϊκά εκλεπτυσμένο» αντικομμουνισμό του.

   Ο «Μεθοδολογικός Αναρχισμός» ως προάγγελος της μεταμοντέρνας διάλυσης της ορθολογικής μεθοδολογίας.

Ο Paul K. Feyerabend αποκαλεί το όλο εγχείρημά του «Αναρχική επιστημολογία», αναγορεύει σε ύψιστη αρχή το «όλα επιτρέπονται» για να καταλήξει στο εξής: κάθε κοινότητα, με όποιο κριτήριο κι αν ορίζεται (κοινωνικό, ηλικιακό, πολιτισμικό, θρησκευτικό κ.ο.κ.), αρθρώνει το δικό της λόγο, ο οποίος είναι ισοδύναμος και ισόνομος με το λόγο της επιστήμης! Έτσι, ο λόγος που αρθρώνεται στην επιστήμη δεν έχει και δεν μπορεί να έχει υπέρτερη θέση έναντι του λόγου κάποιου σαμάνου, της όποιας χαρτορίχτρας κ.ο.κ.

   Από την κοινωνιολογία της γνώσης και της επιστήμης στον αγοραίο κοινωνιολογισμό. Από την αναγωγή της γνώσης σε αγοραία πληροφορία στη «μεταμοντέρνα» διάλυση του ορθού λόγου και της μεθοδολογίας.

   Στον αντίποδα του θετικιστικού μεθοδολογισμού απαντάται ο αγοραίος κοινωνιολογισμός, ο οποίος αγνοεί παντελώς την ύπαρξη εσωτερικής λογικής και νομοτέλειας στην ανάπτυξη της επιστήμης.

   Οι σημερινές «μεταμοντέρνες» εκδοχές της προαιώνιας παράδοσης των παρασιτούντων παρά την επιστήμη επιγόνων, με την «αποδόμηση» και τη διάλυση των πάντων στη «διακειμενικότητα», οδηγούνται σε κωμικοτραγικά ακατάληπτα φληναφήματα, εκφάνσεις μιας θορυβώδους ψευδοεπιστήμης.

   Οι εξελίξεις αυτές συμβαδίζουν και με την προβληματική του εκφυλισμού της στρουκτουραλιστικής (στη βάση της γαλλικής εκδοχής του θετικισμού-επιστημονισμού) απόπειρας αναθεώρησης του μαρξισμού. Από την αλτουσεριανή «ιστορία χωρίς υποκείμενο» στη φουκοϊκή «μικροφυσική της εξουσίας», τη «βιοπολιτική» και στη μεταμοντέρνα αναγωγή γνώσης και επιστήμης σε «αφηγήματα» σε «κοινωνικές-συμβολικές κατασκευές» κατά το δοκούν κ.ο.κ., που οδηγεί σε αδιέξοδες, ανορθολογικές και άκρως επικίνδυνες τάσεις.

   Ακραία εκδοχή παρόμοιων αντιλήψεων, είναι και απόψεις περί κυριαρχίας, δικτατορίας, ισχύος, κατίσχυσης και απόφασης, που έλκουν την καταγωγή τους από τον Νίτσε, αλλά και από τον Γερμανό εθνικοσοσιαλιστή, ιδεολόγο του χιτλερισμού, «εστεμμένο νομικό του Γ΄ Ράιχ» και φιλόσοφο του δικαίου Καρλ Σμιτ. Απόψεις, βασικός διακινητής των οποίων στην Ελλάδα έγινε ο ύστερος Παναγιώτης Κονδύλης.

     Οι μεταμοντέρνες αντιλήψεις, συνδέονται με ζητή­ματα που θέτει το αστικό ιδεολογικοπολιτικό σύστημα, όπως ο ατομικός δικαιωματισμός, οι ανορθολογικές θεωρίες περί «κοινωνικού φύλου» κ.λπ., το  κεντρικό και πιο επικίνδυνο χαρακτηριστικό των οποίων είναι το εξής: σύνθετα κοινωνικά ζητήματα, όπως η βία κατά των γυναικών, η «ταυτότητα φύ­λου», ο ρατσισμός κ.ά., παρουσιάζονται αποκλειστικά με όρους «ατομικών δικαιωμάτων».

Όπως όλα τα αστικά ιδεολογήματα-δόγματα και αυτά παραδέρνουν μεταξύ της Σκύλλας του βιολογισμού και της Χάρυβδης του κοινωνιολογισμού, κοινή μεθοδολογική βάση των οποίων είναι η μεταφυσική-αντιδιαλεκτική προσέγγιση του ανθρώπου και της κοινωνίας, που παγιδεύει τη σκέψη σε αδιέξοδα δίπολα αμοιβαίων ετεροπροσδιορισμών επιτείνοντας τη σύγχυση, ενώ υπονομεύει κάθε δυνατότητα διαλεκτικής επιστημονικής διάγνωσης της κοινωνικής νομοτέλειας, της λογικής της ιστορίας.

Η στρατηγική των πιο επιθετικών κύκλων του παγκόσμιου κεφαλαίου, έχοντας εν πολλοίς επιτύχει τη διάλυση κάθε συλλογικότητας μέσω της ιδιώτευσης, στοχεύει πλέον ευθέως στην πλήρη αποδόμηση-διάλυση της οικογένειας και της προσωπικότητας, βάλλοντας στη ραχοκοκαλιά τους: στο βιολογικό πυρήνα τους, ώστε να υπονομεύσει/ακυρώσει εκ προοιμίου κάθε δυνατότητα συγκρότησης επαναστατικού υποκειμένου.

Αυτό συνιστά στοχευμένη πρακτική διάλυσης του κινήματος, πράξη μαζικού ασύμμετρου προληπτικού αντικομμουνιστικού πολέμου και ως τέτοια οφείλουμε να την αντιμετωπίζουμε!

Όλα αυτά εκλαμβάνονται αυθόρμητα απ’ τους απλούς ανθρώπους ως εκφυλιστικά δείγματα σήψης ενός άδικου και ανήθικου συστήματος, που στρέφεται πλέον απροκάλυπτα κατά των ανθρώπων και της ίδιας της οικογένειας. Αυτή η –κατά βάση υγιής– αυθόρμητη αντίδραση, εάν δεν βρει επιστημονικά τεκμηριωμένη-οργανωμένη διέξοδο σε προοδευτική κατεύθυνση, αποτελεί ευνοϊκό έδαφος για την άνοδο αντιδραστικών/σκοταδιστικών ιδεών και του φασισμού.

***

[1] Ο Δ. Πατέλης είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πολυτεχνείο Κρήτης, απόφοιτος και διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας, ιδρυτικό μέλος του Ομίλου Επαναστατικής θεωρίας, συντονιστής του Προσωρινού Κεντρικού Συμβουλίου της «Επαναστατικής Ενοποίησης», μέλος της ομάδας εργασίας της Παγκόσμιας Αντιιμπεριαλιστικής Πλατφόρμας και τ. μέλος του Γενικού Συμβουλίου του Συλλόγου «Εμείς που σπουδάσαμε στο Σοσιαλισμό» (μέχρι το 2022, οπότε αποχώρησε από τον σύλλογο).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *