Αποστάτες σε ακυβέρνητη πλεύση: διαμέσου των Συμπληγάδων του οπορτουνισμού, μεταξύ Σκύλλας του δογματισμού και Χάρυβδης του αναθεωρητισμού… Του Δημήτρη Πατέλη

[Το 1ο μέρος δημοσιεύθηκε στο θεωρητικό περιοδικό της Παγκόσμιας Αντιιμπεριαλιστικής Πλατφόρμας Platform № 10, March 2024, pp 23-31].

 

 

Περιεχόμενα

Εισαγωγή. Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος, κρίση και διάσπαση του επαναστατικού κινήματος. 1

Πάρε θέση: υπέρ τίνος και εναντίον τίνος απ’ τους αντιμαχόμενους είσαι στον Γ’ ΠΠ; Αποστασία, διάσπαση, πόλωση και ενδιάμεση σύγχυση. 2

Τέρμα στις αυταπάτες. Ο αγώνας της ΠΑΠ κατά του επιτιθέμενου ιμπεριαλιστικού άξονα και των οπορτουνιστών υπηρετών του. 5

Τα χαρακτηριστικά και οι Συμπληγάδες του οπορτουνισμού σήμερα. 7

Για την επαναστατική θεωρία του μαρξισμού. 10

Η άνεση του οπορτουνισμού μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης: δογματισμός και αναθεωρητισμός. 12

  1. Δογματικές βεβαιότητες. 12
  2. Αναθεωρητικές αβεβαιότητες. 14
  3. Πως οι δογματικές πρακτικές στρώνουν τον δρόμο του αναθεωρητισμού. 15

4.Απώλεια και γραφειοκρατική διαχείριση της αλήθειας. 18

5.Κακοποίηση και καταστροφή συστήματος και μεθόδου. 19

6.Θεωρία και κριτική στον κυκεώνα των αμοιβαίων ετεροπροσδιορισμών. 21

7.Εγκλωβισμός στο παρόν ως φυγή στο απροσδιόριστο μέλλον και τανάπαλιν… Μεταφυσική σκοπού και μέσων: τα μέσα ως αυτοσκοπός. 22

8.Η κοινή μεταφυσική μεθοδολογία ως βάση συμπληρωματικότητας, παραπληρωματικότητας, συνέργειας και μεταπηδήσεων. 24

9.Οπορτουνιστική αποστασία, ιδεολογικός εκφυλισμός και απεμπόληση της επαναστατικής προοπτικής. 25

10.Υγιή στοιχεία στη δυναμική της ανάπτυξης γνώσης και πράξης και παγίδευση σε νοσηρά αδιέξοδα. 27

Ορισμένα συμπεράσματα. 28

 

 

 

Εισαγωγή. Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος, κρίση και διάσπαση του επαναστατικού κινήματος.

Κάθε μεγάλης κλίμακας κρίση και σύρραξη στην κοινωνία είναι γέννημα θεμελιωδών ανεπίλυτων αντιφάσεων και αντίστοιχων ανειρήνευτων ανταγωνιστικών κοινωνικών-ταξικών συμφερόντων. Ο εν εξελίξει Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος (Γ’ ΠΠ) φέρνει στην επιφάνεια και αναδεικνύει ανάγλυφα όλες τις αντιφάσεις από τις οποίες σπαράσσεται η ανθρωπότητα, τις γεωτεκτονικές μετατοπίσεις ισχύος σε παγκόσμια κλίμακα, την υποχώρηση των χωρών της πρώτης γραμμής του ιμπεριαλισμού με επικεφαλής τις ΗΠΑ και την αναβάθμιση του πόλου που εκ των πραγμάτων συγκροτούν οι χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού (Λ. Δ. Κορέας, Λ. Δ. Κίνας, Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ, Λ. Δ. Λάος, Κούβα) μαζί με κράτη και συνασπισμούς κρατών που προέκυψαν από αντιιμπεριαλιστικά και εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα[1].

Ο πόλεμος αυτός είναι μια σύγκρουση μεταξύ των παρασιτικών ιμπεριαλιστικών χωρών-ραντιέ (που κυριαρχούν μέσω του πλασματικού κεφαλαίου της χρηματιστικής ολιγαρχίας) και των χωρών που πράγματι παράγουν (αναγκαία για την ανθρωπότητα αγαθά). Οι λαοί και οι κυβερνήσεις των τελευταίων προβαίνουν σε κινήσεις δραστικής μείωσης ή και αποκοπής των ιμπεριαλιστικών χωρών από βασικές πηγές παρασιτισμού τους μέσω της άντλησης μονοπωλιακών υπερκερδών.

Ο πόλεμος αυτός -ιδιαίτερα στα μέτωπα της Ουκρανίας και συνολικά του μετασοβιετικού χώρου- έχει και χαρακτηριστικά εμφυλίου (πολιτικού-ταξικού) πολέμου, με διακύβευμα την περαιτέρω πολυδιάσπαση βάσει της ιμπεριαλιστικής πρακτικής του «διαίρει και βασίλευε» ή -από το άλλο στρατόπεδο- την κλιμάκωση τάσεων επανασύνδεσης, επανασυσπείρωσης, επανενοποίησης και επανολοκλήρωσης, με κορμό το εναπομείναν και σχετικά ενισχυμένο τελευταία κρατικό μόρφωμα, εντός του οποίου διατηρούνται τεράστιοι φυσικοί πόροι και  στοιχεία από τα βασικότερα κληροδοτήματα της ΕΣΣΔ: στρατός και οπλικά συστήματα, βιομηχανική υποδομή, έρευνα και προωθημένη τεχνολογία και -κυρίως- ένας λαός με παιδεία και πολιτισμό εμποτισμένο με αντιφασιστικές και σοσιαλιστικές παραδόσεις. Αντίστοιχα χαρακτηριστικά με σαφές αντιιμπεριαλιστικό, εθνικοαπελευθερωτικό και επαναστατικό περιεχόμενο έχει και η διαφαινόμενη κλιμάκωση του πολέμου για την επανένωση του κορεατικού έθνους στην Κορεατική χερσόνησο και του κινεζικού στην Ταϊβάν[2].

Ο πόλεμος αυτός είναι και αντιφασιστικός, στο βαθμό που ο επιτιθέμενος Ευρωατλαντικός άξονας, προς επίτευξη των σκοπών του εργαλειοποιεί τον φασισμό, εγκαθιστά φασιστικού/ρατσιστικού τύπου ή και απροκάλυπτα φασιστικά-ναζιστικά καθεστώτα, μετατρέποντας ή και κατασκευάζοντας χώρες ολόκληρες και λαούς ως ιδιωτικές πολεμικές εταιρείες στην κατοχή του, κάνοντάς τους όργανα και ορμητήρια της επιθετικότητάς του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ρατσιστικού σιωνιστικού μορφώματος του Ισραήλ[3], του ναζιστικού καθεστώτος της νυν Ουκρανίας και η κυβέρνηση της κατεχόμενης Ν. Κορέας.

Όπως και στους δύο προηγούμενους πολέμους, έτσι και κατά τον Γ’ ΠΠ ήλθαν στο προσκήνιο βαθύτατα εκφυλιστικά φαινόμενα που έχουν επικρατήσει σε σημαντική μερίδα πάλαι ποτέ επαναστατικών κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, αντιιμπεριαλιστικών, αριστερών και προοδευτικών οργανώσεων. Φαινόμενα που καταδεικνύουν ότι και τα κομμουνιστικά κόμματα, ακόμα και αυτά που έχουν μακροχρόνια και ένδοξη παράδοση, είναι ιστορικά μορφώματα. Η σύγκρουση τάσεων επανάστασης και αντεπανάστασης στην παγκόσμια επαναστατική διαδικασία δεν αφήνει στο απυρόβλητο την δομή και τις λειτουργίες των εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων. Τουναντίον, οι τάσεις αυτές κατ’ ανάγκη παρεισφρέουν και στο εσωτερικό των κομμάτων απροκάλυπτα ή συγκεκαλυμμένα. Ως εκ τούτου, ο επαναστατικός χαρακτήρας τους δεν είναι διαχρονικά δεδομένος και αμετάβλητος, όσο και εάν αυτοανακηρύσσονται οι ηγεσίες κάποιων εσαεί «φρουροί της κομμουνιστικής ορθοδοξίας»… Όπως έχουμε δείξει και σε προηγούμενα κείμενα, ο επαναστατικός ή αντεπαναστατικός χαρακτήρας των κομμάτων, η ανάπτυξή τους σε συνεπέστερη επαναστατική κατεύθυνση είτε ο εκφυλισμός τους σε καθεστωτική κατεύθυνση, δεν αποτελεί προσωπική επιλογή, βουλητική υποκειμενική πράξη κάποιας ηγεσίας -όπως ισχυρίζονται οι οπαδοί του αστικού υποκειμενικού ιδεαλισμού και της βουλησιαρχίας- αλλά προσδιορίζεται από περίπλοκο και πολυεπίπεδο ιστορικά συγκεκριμένο πλέγμα αντικειμενικών και υποκειμενικών αιτίων. Η άγνοια και η αγνόηση των τελευταίων, εκ των πραγμάτων ευνοεί τη διεύρυνση και εμβάθυνση των εκφυλιστικών αντεπαναστατικών τάσεων. 

Ο Γ’ ΠΠ, όπως και οι προηγούμενοι, λειτουργεί πολωτικά, μιας και κυοφορεί και αναδεικνύει την αντιφατικότητα, το συσσωρευμένο και συμπυκνωμένο δυναμικό φορτίο προόδου και οπισθοδρόμησης, δημιουργίας και καταστροφής, επανάστασης και αντεπανάστασης της εποχής και της συγκυρίας. Η πόλωση αυτή περικλείει και καθαρτήριες λειτουργίες, μέσα από τις οποίες, εάν οι συνειδητοί επαναστάτες τις χρησιμοποιήσουν και τις κατευθύνουν γόνιμα και μετά λόγου γνώσεως, θα υπάρξει μια πρωτόγνωρη αναγέννηση, ενότητα και αναβάθμιση του επαναστατικού κινήματος. Ωστόσο, όπως δίδασκε ο Λένιν, για να ενωθούμε, πρέπει πρώτα να διαχωρίσουμε τις θέσεις μας, να δούμε ποιος είναι ποιος, με ποιον μπορούμε να συμπορευτούμε με ασφάλεια και με ποιον οφείλουμε να χωρίσουμε τους δρόμους μας, για να προστατέψουμε το κίνημα από την τοξική αποστασία και την βύθιση στον οπορτουνιστικό εκφυλισμό, στην υπηρεσία του επιτιθέμενου ιμπεριαλιστικού άξονα.

 

Πάρε θέση: υπέρ τίνος και εναντίον τίνος απ’ τους αντιμαχόμενους είσαι στον Γ’ ΠΠ; Αποστασία, διάσπαση, πόλωση και ενδιάμεση σύγχυση.         

    Σήμερα υπάρχει ένα θεμελιώδες ερώτημα βάσει του οποίου μπορούμε να προσδιορίσουμε με αρκετή ασφάλεια και αξιοπιστία το εάν και κατά πόσο συνιστούν κάποιοι πράγματι αντιιμπεριαλιστικά κόμματα και οργανώσεις, με πρωτοπόρο μεταξύ τους τον ρόλο των συνεπών επαναστατικών κομμουνιστικών δυνάμεων.

Το ερώτημα αυτό είναι αρκετά απλό και σαφές: «υπέρ τίνος και εναντίον τίνος απ’ τους αντιμαχόμενους είσαι;».

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν δίνεται με φραστικές διακηρύξεις και δηλώσεις κάποιας ηγεσίας (πολύ συχνά υποκριτικές, δόλιες και παραπλανητικές), αλλά με ανίχνευση της πρακτικής συνεισφοράς στον εμπόλεμο συσχετισμό δυνάμεων, σε όλα τα επίπεδα της θεωρίας και πράξης, σε όλα τα μέτωπα. Η απάντηση σε αυτό το κομβικό ερώτημα συναρτάται με την αντικειμενική εκτίμηση του χαρακτήρα του Γ’ ΠΠ από τη σκοπιά της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με την διάκριση δυνάμεων ικανών να προωθήσουν την στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης και του κομμουνισμού μέσα στον πόλεμο και μετά από αυτόν, των κινητηρίων δυνάμεων της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας που τοποθετούνται σαφώς:

α) κατά του επιτιθέμενου ιμπεριαλιστικού άξονα με επικεφαλής τις ΗΠΑ και

β) υπέρ εκείνων, που -βάσει σχεδίου, συνειδητά, είτε υπό την πίεση των περιστάσεων, αναγκαστικά, εκ των πραγμάτων- συγκροτούν των πόλο των δυνάμεων του σοσιαλισμού και του αντιιμπεριαλισμού.

Από τις απαντήσεις που δίνουν σε αυτό το ερώτημα, διακρίνονται σαφώς δύο ομάδες-τάσεις:

  1. Οι συνεπείς φορείς και τάσεις που τάσσονται σαφώς κατά του επιτιθέμενου ιμπεριαλιστικού άξονα και υπέρ των δυνάμεων του αντιιμπεριαλισμού και του σοσιαλισμού.
  2. Οι πάλαι ποτέ κομμουνιστικοί, σοσιαλιστικοί, αριστεροί, προοδευτικοί κ.λπ. φορείς, οι οποίοι τάσσονται σαφώς, είτε εμμέσως πλην σαφώς υπέρ του επιτιθέμενου ιμπεριαλιστικού άξονα και κατά των δυνάμεων του αντιιμπεριαλισμού και του σοσιαλισμού. Πρόκειται για φορείς που έλκουν την καταγωγή τους από σοσιαλδημοκρατικές, ευρωκομμουνιστικές αλλά και από παραδόσεις της Γ’ Κομμουνιστικής Διεθνούς (μόνο κατ’ όνομα πλέον κομμουνιστικούς), που έχουν εκφυλιστεί μέσα από μακροχρόνιες αλλεπάλληλες οπορτουνιστικές διολισθήσεις, έχουν μετατραπεί σε δυνάμεις ενσωματωμένες στο καθεστώς της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού, σε οργανικά συστατικά στοιχεία του κρατικού και διακρατικού εποικοδομήματος του κεφαλαίου, σε υπηρέτες των συμφερόντων και της στρατηγικής των πλέον επιθετικών κύκλων της χρηματιστικής ολιγαρχίας του ευρωατλαντικού άξονα.

Οφείλουμε να αποκαλούμε πλέον τα πράγματα με το όνομά τους, χωρίς υπεκφυγές και διπλωματικές αβρότητες: η ρήξη και η διαμάχη στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα οδηγείται σε μια πόλωση, σε μια αποκλειστική διάζευξη:

  • από την μια έχουμε τις επαναστατικές δυνάμεις του αντιιμπεριαλισμού και
  • από την άλλη (με διάφορα προσωπεία και μασκαρέματα) τις φιλοϊμπεριαλιστικές δυνάμεις της αποστασίας, της αντίδρασης και της οπισθοδρόμησης.

Ιδιαίτερα κατά τα τελευταία δύο χρόνια, η διάσπαση στο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα, είτε -τέλος πάντων- σε ό,τι έχει απομείνει από αυτό, είναι παραπάνω από εμφανής. Το βασικό απόστημα του οπορτουνιστικού εκφυλισμού έσπασε και ήδη προκαλεί δευτερογενείς επιλοιμώξεις και νέα αποστήματα.

Οι προ πολλού εκφυλισμένες βαθιά καθεστωτικές δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, του ευρωκομμουνισμού, της «οικολογίας» και των «κινημάτων» του μεταμοντέρνου νεοφιλελεύθερου δικαιωματισμού (στις ιμπεριαλιστικές χώρες και στον ελεγχόμενο από αυτές περίγυρό τους) τάχθηκαν απροκάλυπτα και άνευ όρων υπέρ του δικού τους στρατοπέδου, υπέρ του επιτιθέμενου άξονα ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, υπέρ της αύξησης των πολεμικών δαπανών και της ανάπτυξης του Στρατιωτικού Βιομηχανικού Συμπλέγματος, υπέρ των επεμβάσεων με οπλικά συστήματα, πυρομαχικά, αεροδιαστημικές, τηλεπικοινωνιακές, κατασκοπευτικές κ.λπ. υπηρεσίες, με μισθοφόρους, επιτελείς και εκπαιδευτές κ.ο.κ. στα βασικά μέτωπα του Γ’ ΠΠ. Μόνο στο ουκρανικό μέτωπο, επισήμως συμμετέχουν 54 χώρες κατά της Ρωσίας, με την πλήρη κάλυψη όλου αυτού του εσμού της ευρωατλαντικής «αριστεράς». Αυτοί είναι οι σημερινοί  σοσιαλσωβινιστές που υπερασπίζονται την «διακρατική ιμπεριαλιστική τους πατρίδα», τον επιτιθέμενο άξονα στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ψηφίζουν πολεμικές πιστώσεις, συμμετέχουν στις αστικές κυβερνήσεις του πολέμου. Ο σημερινός καουτσκισμός[4], η «ορθοδοξία» του ΚΚΕ, ενώ πρακτικά έχει ταχθεί υπέρ του επιτιθέμενου άξονα, κρατά γέφυρες με τον κραγμένο οπορτουνισμό, παίζοντας τον ρόλο του «κέντρου», των «ίσων αποστάσεων μεταξύ ιμπεριαλιστών-ληστών», απέχει από την ψήφιση πιστώσεων και υιοθετεί στα λόγια μιαν «αντιπολιτευτική αντιιμπεριαλιστική» στάση.

Έτσι, έσπασε μεν το απόστημα, ωστόσο, υπάρχει ακόμα μεγάλη σύγχυση, η οποία επιτείνεται από τις ραγδαίες εξελίξεις και από τη στάση κάποιων φορέων που έχουν περάσει υπό τον έλεγχο των αποστατών ή επηρεάζονται από αυτούς. Στο διεθνή εσμό των αποστατών πρωτοστατούν οι ηγέτες του ΚΚΕ, οι οποίοι καπηλεύονται την ιστορία αγώνων και θυσιών για να φκιασιδώσουν την αποστασία τους, πλασάροντάς τον εαυτό τους ως δήθεν «την μόνη ορθόδοξη συνεπή κομμουνιστική δύναμη», ικανή να ηγηθεί του παγκόσμιου κινήματος! Αυτοί οι αποστάτες, σερβίρουν την αποστασία τους ως πολιτική «ίσων αποστάσεων» έναντι αμφότερων των αντιμαχόμενων πόλων, βλέποντας στον Γ’ ΠΠ απλώς μιαν «ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση για την πρωτοκαθεδρία στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα»!

Κάποιοι, μπερδεύονται ανεπανόρθωτα, εξακολουθώντας να αναζητούν υποκατάστατα λύσεων και διεξόδους στα αδιέξοδα δια της «πεπατημένης οδού», εξιδανικεύοντας φάσεις, σχέσεις και αντιλήψεις του παρελθόντος, με βάση κάποιες άστοχες και αποπροσανατολιστικές ιστορικές αναλογίες[5] κ.λπ., δίνοντας με την άγνοια, την αμηχανία τους, με την δύναμη της συνήθειας και την αφέλειά τους παραπάνω ευκαιρίες για τις διασπαστικές χειραγωγήσεις των αδίστακτων αποστατών.

Έτσι, ανάμεσα στους δύο πόλους φαίνεται να ολισθαίνει ή να πλέει ανερμάτιστα σειρά αναποφάσιστων και αμφιταλαντευόμενων φορέων, ομάδων και ατόμων ανίκανων να αντιληφθούν τα διακυβεύματα που οδήγησαν στη ρήξη στο διεθνές κίνημα, που συνήθισαν να βλέπουν ως κανονικότητα την μακροχρόνια ρουτίνα των γραφειοκρατικά εκφυλιζόμενων διεθνών διακομματικών-διπλωματικών σχέσεων, τελετουργικών συνδιασκέψεων και επαφών[6], άνθρωποι που τρέφουν αυταπάτες για πιθανότητες γεφύρωσης της ρήξης (ενίοτε διεκδικώντας για τον εαυτό τους ρόλους γεφυροποιών & διαμεσολαβητών), άνθρωποι που εθελοτυφλούν μπροστά στις τρομακτικές για αυτούς αντιφάσεις, ενώ προσπαθούν να τις συμβιβάσουν ή/και να τις κουκουλώσουν, κρύβοντας τις διαφωνίες κάτω απ’ το χαλί, μπας και νοιώσουν πιο άνετα σ’ αυτή την πρωτόγνωρη θύελλα…

 

Τέρμα στις αυταπάτες. Ο αγώνας της ΠΑΠ κατά του επιτιθέμενου ιμπεριαλιστικού άξονα και των οπορτουνιστών υπηρετών του.

Παρά τις αυταπάτες ,τη σύγχυση και τους ευσεβείς πόθους του ενδιάμεσου χυλού, όπως είδαμε παραπάνω, τα ρεύματα-τάσεις είναι δύο και δεν μπορούν να είναι παραπάνω σε συνθήκες πόλωσης του Γ’ ΠΠ. Οι φορείς του ενδιάμεσου αναποφάσιστου χυλού, μπορούν να φαντάζονται ότι θέλουν για τον εαυτό τους, τη θέση και τον ρόλο τους στη σύρραξη, ωστόσο, όπως και στο βασικό διακύβευμα του πολέμου, δεν υπάρχουν περιθώρια για «ίσες αποστάσεις». Η μεσοβέζικη στάση σημαίνει πρακτικά συστράτευση με τον πόλο των δυνάμεων της αποστασίας, της αντίδρασης και της οπισθοδρόμησης, στην ουρά και στην υπηρεσία του επιτιθέμενου ιμπεριαλιστικού άξονα.

Οφείλουμε λοιπόν να αποκαλύψουμε και να ξεμπροστιάσουμε στο διεθνές αντιιμπεριαλιστικό κίνημα τόσο την άκρως επικίνδυνη υποκρισία εκείνων των αποστατών που κρύβονται πίσω από ιδεολογήματα περί «ίσων αποστάσεων», όσο και την εκ των πραγμάτων συμπαράταξη με αυτούς τους αποστάτες του ενδιάμεσου χυλού των αναποφάσιστων συμβιβαστικών.

Ο αγώνας θα είναι αμείλικτος σε όλα τα πεδία της αντιπαράθεσης για την ανασυγκρότηση νικηφόρου αντιιμπεριαλιστικού επαναστατικού κινήματος. Οι συνεπείς αντιιμπεριαλιστικές και επαναστατικές δυνάμεις δεν έχουν το παραμικρό περιθώριο να ηττηθούν σε αυτό τον αγώνα. Ήττα θα σημάνει εκατόμβες αίματος των λαών.

Δεν μπορούμε λοιπόν να επιτρέψουμε να αποβούν νικητές σε αυτή την αναμέτρηση οι αποστάτες, αυτοί που εδώ και χρόνια παίζουν το στημένο παιχνίδι των συνομωσιών, των βάναυσων επεμβάσεων στα εσωτερικά αδελφών κομμάτων και οργανώσεων, με τις χαρακτηριστικές για τον εκφυλισμό, την υπονόμευση και την διάλυση του κινήματος αδίστακτες χειραγωγικές πρακτικές τους: άνωθεν εκβιασμούς και πειθαναγκασμούς, πισώπλατες συνεννοήσεις, προσεταιρισμούς, πραξικοπήματα, εξαγορές, διασπάσεις, καταχρήσεις διαδικτυακών και οικονομικών πόρων κομμάτων, τετελεσμένα κ.λπ. Αποκλειστικότητα στην χρήση ακριβώς τέτοιας τοξικής αρνητικότητας, τέτοιων βρώμικων και αποδομητικών όρων έχουν διεκδικήσει και κατακτήσει επάξια οι αποστάτες από το ΚΚΕ, οι οποίοι, με την έπαρση του αυτόκλητου και «αφ’ υψηλού» καθοδηγητή-δυνάστη που επιδεικνύουν, έχουν χάσει πλέον κάθε ίχνος συντροφικού ήθους, κύρους και αξιοπιστίας μεταξύ συναγωνιστών και συντρόφων σε παγκόσμια κλίμακα, ως γλοιώδεις, αποκρουστικοί και θρασείς κυνικοί φορείς υπονόμευσης και διάλυσης, ως παράδειγμα προς αποφυγή.

Η μαρξιστική επιστήμη έχει αποδείξει ότι οι σωστοί σκοποί δεν επιβάλλονται αυθαίρετα, αλλά εκπονούνται στη βάση της επαναστατικής θεωρίας, που είναι η μόνη που μπορεί να συμβάλλει στην ακριβή διάγνωση των βαθύτερων αναγκών και των προοπτικών της εργατικής τάξης, της κοινωνίας και του κινήματος.

Όπως η αλήθεια δεν κατακτάται από εσφαλμένη γνωστική διαδικασία, έτσι και οι υψηλοί σκοποί του κινήματος δεν επιτυγχάνονται με αναντίστοιχα αυτών μέσα, τρόπους, δρόμους και υποκείμενα. Κάθε εγχείρημα επιδίωξης ενός υψηλού και ορθού σκοπού με ποταπά, στρεβλά και αλλότρια μέσα κ.λπ. οδηγεί τελικά σε αθέτηση αυτού του σκοπού, σε παραίτηση από αυτόν, σε εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπών και συμφερόντων. Αυτό διδάσκει μονοσήμαντα η μαρξιστική διαλεκτική για τη σχέση σκοπών και μέσων.  

Επομένως, για εμάς, η πρωτοπορία του κινήματος διεκδικείται και κατακτάται θετικά, μόνο στη βάση επιστημονικής πρόγνωσης και σκοποθεσίας που γίνεται επαναστατικό ιδεώδες, πόλος έλξης και έμπνευσης με προοπτική, ως τεκμηριωμένο πρόγραμμα, για την επίτευξη του οποίου αξίζει να ζήσει η να δώσει και τη ζωή του κανείς. Οι φορείς αυτού του προγράμματος, άτομα και οργανώσεις, προσωπικότητες οργανικά ενταγμένες σε συνειδητές συλλογικότητες αγώνα, εμφορούνται από τις αρχές αυτού του προγράμματος σε κάθε δράση, επικοινωνία και έκφανση της ζωής τους. Με το παράδειγμά τους εμπνέουν, γιατί δείχνουν το αναγκαίο και εφικτό της επαναστατικής προοπτικής.

Η Παγκόσμια Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα[7] διευρύνει και βαθαίνει την επιρροή της, αναβαθμίζει τον πρωτοπόρο ρόλο της διεθνώς, ακριβώς δείχνοντας θετική πειστική προοπτική για τους λαούς και ιδιαίτερα για την νεολαία, συμβάλλοντας αποφασιστικά, αποτελεσματικά, αλλά πάντα διακριτικά και συντροφικά στη συγκρότηση, στην ανασυγκρότηση, στον συντονισμό, στην ενίσχυση και αναβάθμιση αδελφών κομμάτων και οργανώσεων, αντιμετωπίζοντας με ευαισθησία και σεβασμό την ιστορική ιδιοτυπία, τις παραδόσεις του πολιτισμού κάθε λαού και την αυτοτέλεια κάθε κόμματος ή οργάνωσης. Με συνειδητά νηφάλιο τεκμηριωμένο λόγο, αλλά και με επαναστατική συνέπεια, αφοσίωση, ορμή και πάθος. Με την καρδιά και με τον νου, όπως δίδαξε ο Μαρξ απ’ τα νεανικά του χρόνια. Στο έργο αυτό, προτάσσει ανοιχτές συλλογικές συντροφικές διαδικασίες με αρχές, θέτοντας όρους για την βέλτιστη αξιοποίηση των δημιουργικών ικανοτήτων όλων στην κοινή μας υπόθεση.

 

Τα χαρακτηριστικά και οι Συμπληγάδες του οπορτουνισμού σήμερα.

Παρακάτω, με βάση το έργο των θεμελιωτών της επαναστατικής θεωρίας, θα επιχειρήσω να αναδείξω τους κύριους τρόπους, τις καταστροφικές Συμπληγάδες πλεύσης του ναυαγίου του οπορτουνιστικού εκφυλισμού. Ενός ναυαγίου, η αποσύνθεση του οποίου αναγκαστικά παραπαίει ανάμεσα σε δυο τέρατα-υποκατάστατα θεωρίας και ιδεολογίας σε μια περιδίνηση θανάτου: μεταξύ της Σκύλλας του Δογματισμού και της Χάρυβδης του σκεπτικισμού-αναθεωρητισμού[8].

Στην «κομματική»-σεκταριστική αργκό των γραφειοκρατικά εκφυλισμένων κομμάτων, η λέξη «οπορτουνιστής» χρησιμοποιείται απλώς ως βρισιά, εναντίον όποιου δεν συμμορφώνεται απόλυτα, αγελαία και υποτακτικά με την εκάστοτε επί παντός επιστητού «σωστή γραμμή» κάποιας ηγεσίας…

Οπορτουνισμός (γαλλικά opportunisme, από το λατινικό opportunus=ευνοϊκός, επωφελής) στο εργατικό κίνημα, είναι εκείνη η «θεωρία» και η πρακτική που αντιφάσκει στα πραγματικά βαθύτερα συμφέροντα και στα στρατηγικά καθήκοντα, στην ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης και ωθεί το εργατικό κίνημα σε δρόμο επωφελή για την αστική τάξη. Ο οπορτουνισμός, με διάφορους τρόπους, άμεσα ή έμμεσα πρακτορεύει στα συμφέροντα της αστικής τάξης εντός της εργατικής τάξης, προσαρμόζει και υποτάσσει το εργατικό κίνημα σε αυτά: «Ο οπορτουνισμός στην ηγεσία του εργατικού  κινήματος δεν είναι ο προλεταριακός σοσιαλισμός, αλλά η ιδεολογία της  αστικής τάξης. Αποδείχτηκε πρακτικά ότι οι εκπρόσωποι στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, που ανήκουν στην οπορτουνιστική κατεύθυνση είναι οι καλύτεροι υπερασπιστές της αστικής τάξης από ό,τι οι ίδιοι οι αστοί. Χωρίς την καθοδήγηση στους εργάτες, η αστική τάξη δε θα μπορούσε να κρατηθεί» (Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τομ. 41, σελ. 232, ρωσ. έκδ.).

Ο οπορτουνισμός μετά τη νίκη του μαρξισμού στο εργατικό κίνημα, κατά κανόνα εμφανίζεται με προκάλυμμα μαρξιστική φρασεολογία.

Ως προς την ταξική του φύση, ο οπορτουνισμός συνιστά εκδήλωση μικροαστικών διαθέσεων και νοοτροπίας, μικροαστικής ιδεολογίας και πολιτικής εντός του εργατικού κινήματος.

Στον οργανωτικό τομέα ο οπορτουνισμός παρουσιάζεται αρχικά ως σεκταρισμός, για να μετεξελιχθεί στη συνέχεια σε πρακτικές υπονόμευσης και διάλυσης του κόμματος και του κινήματος (σε «λικβινταρισμό»). Ο οπορτουνιστής δεν διστάζει κατά περίπτωση να χειρίζεται εργαλειακά σεκταριστικές και διαλυτικές πρακτικές, αρκεί να προωθεί τα στρατηγικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης στο κίνημα.

Ως προς την πολιτική κατεύθυνση της επίδρασης που ασκεί στο κίνημα εμφανίζεται με «ευελιξία»: άλλοτε ως «αριστερός» και άλλοτε ως δεξιός οπορτουνισμός. Είναι μάλιστα σύνηθες το φαινόμενο επένδυσης με «αριστερή» έως και «αριστερίστικη» φρασεολογία οπορτουνιστικών εκφυλιστικών διολισθήσεων σε άθλια συντηρητικές ή και αντιδραστικές θέσεις.

Ο δεξιός οπορτουνισμός κολυμπά σε ένα χυλό ρεφορμιστικών πρακτικών και συμβιβαστικών θέσεων τακτικής, που αποσκοπούν στην άμεση υποταγή του εργατικού κινήματος στα συμφέροντα της αστικής τάξης και που εγκαταλείπουν τα θεμελιώδη και στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης στο όνομα προσωρινών και δευτερευόντων ωφελημάτων. Για αυτό και οι δεξιοί οπορτουνιστές καταφεύγουν σε ποικίλα αναθεωρητικά δόγματα, όπως: η μοιρολατρική αντίληψη, που υποκαθιστά τη νηφάλια έρευνα της αντιφατικότητας των αντικειμενικών συνθηκών ανάπτυξης της κοινωνίας με τη λατρεία της αυθόρμητης & αυτόματης οικονομικής εξέλιξης (οικονομισμός, εξελικτισμός), που προβάλλει κάποιες μικρομεταρρυθμίσεις εντός του αστικού συστήματος ως «βαθμιαία πραγμάτωση του σοσιαλισμού», που πρακτικά απορρίπτει την επανάσταση, τον αλματώδη επαναστατικό μετασχηματισμό, βάζοντας στη θέση του την ήπια συνέχεια, τη σταδιακή εξέλιξη και βαυκαλίζεται με την προσδοκία της «αυτόματης ωρίμανσης των συνθηκών», με τη «μετεξέλιξη του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό» στο απροσδιόριστο μέλλον.

Ιδεολογική βάση του δεξιού οπορτουνισμού είναι: η αρχή της «συνεργασίας» των τάξεων, η παραίτηση από την ιδέα της σοσιαλιστικής επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου, η απόρριψη των  επαναστατικών μεθόδων πάλης και η φετιχοποίηση του αστικού κοινοβουλευτισμού στο πνεύμα του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, η υποτίμηση ή και αγνόηση του ρόλου του υποκειμενικού παράγοντα στην επαναστατική διαδικασία, η βαθμιαία παραίτηση από την ίδια την προετοιμασία (θεωρητική, πρακτική, κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική, πολιτιστική κ.λπ.) της συγκρότησης του υποκειμένου, μιας και η ιστορία αντιμετωπίζεται ως «διαδικασία χωρίς υποκείμενο» (Β’ Διεθνής, Λ. Αλτουσέρ κ.λπ.)· η προσαρμογή στον αστικό εθνικισμό ή/και η υποκατάσταση του κομμουνιστικού διεθνισμού με τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου, με τα ιδεολογήματα των ιμπεριαλιστικών περιφερειακών ολοκληρώσεων (π.χ. Ε.Ε.), η μετατροπή σε φετίχ της νομιμότητας και της αστικής δημοκρατίας κ.λπ.

Τις περισσότερες φορές ο δεξιός οπορτουνισμός αποτελεί αντανάκλαση των διαθέσεων των στρωμάτων εκείνων της μικροαστικής τάξης είτε ορισμένων ομάδων της εργατικής τάξης –της εργατικής αριστοκρατίας,  της γραφειοκρατίας των συνδικάτων και των κομμάτων– που έχουν σχετικά υποφερτές συνθήκες διαβίωσης και προνόμια.

Ο «αριστερός» οπορτουνισμός είναι ένα αρκετά ασταθές μίγμα υπερεπαναστατικών ιδεολογικών σχημάτων/δογμάτων και τυχοδιωκτικής τακτικής, που εξωθούν το επαναστατικό εργατικό κίνημα σε αδικαιολόγητες ενέργειες, σε άσκοπες θυσίες και ήττες. Ο «αριστερός» οπορτουνισμός εμφορείται από βουλησιαρχικές αντιλήψεις που υπερτιμούν ή/και απολυτοποιούν τον υποκειμενικό παράγοντα (με αντίστοιχη υποτίμηση ή/και αγνόηση των αντικειμενικών όρων), που ποντάρουν στον επαναστατικό ενθουσιασμό των μαζών. Προσανατολίζεται μονομερώς στην φετιχοποίηση της «επαναστατικής βίας» ως πανάκειας για όλα τα δεινά. Αγνοεί την αντιφατική διαδικασία της κοινωνικοοικονομικής  νομοτέλειας της ανάπτυξης μέσω σταδίων, προτάσσοντας εμφατικά την ασυνέχεια, την «καθαρή στρατηγική», την ανεξαρτήτως συνθηκών «εδώ και τώρα ρήξη και ανατροπή» και τη βεβιασμένη επίσπευση της επανάστασης, προσβλέποντας σε άμεσες κατακτήσεις τύπου «επελάσεων ιππικού» και στον τομέα της οικονομίας κ.λπ.

Ο «αριστερός» οπορτουνισμός εκφράζει κατά κανόνα την ψυχολογία και τις διαθέσεις εκείνων των ομάδων της μικροαστικής τάξης, της αγροτιάς, των εκπροσώπων των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία υπό την πίεση της στυγνής εκμετάλλευσης και της ανασφάλειας, είτε εν όψει των δυσκολιών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, διολισθαίνουν σε αναρχικού τύπου «επαναστατικότητα».

Δεξιός και «αριστερός» οπορτουνισμός είναι δύο αλληλένδετες τάσεις εκφυλιστικών διολισθήσεων του κινήματος, οι οποίες συγκρούονται, εναλλάσσονται, αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοαναπαράγονται σε διάφορες ιστορικές μορφές, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται η χειραγώγηση και η υποταγή του κινήματος στα συμφέροντα και στις στρατηγικές επιδιώξεις του κεφαλαίου, της χρηματιστικής ολιγαρχίας.

Ο Λένιν στο έργο του «Αριστερισμός, η παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» (1920) ανέδειξε την ουσία και τις διάφορες μορφές του «αριστερού» οπορτουνισμού κατά την περίοδο της διαμόρφωσης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Στα έργα του, που είναι αφιερωμένα στα εκφυλιστικά φαινόμενα του λεγκαλισμού, του οικονομισμού, του εξελικτισμού, της φετιχοποίησης του κοινοβουλευτισμού και των ειρηνικών μέσω πάλης στη σοσιαλδημοκρατία και στη χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς, ανέλυσε ενδελεχώς τα χαρακτηριστικά του δεξιού οπορτουνισμού.

 

Για την επαναστατική θεωρία του μαρξισμού.

Ας δούμε όμως επιγραμματικά ποια είναι η σχέση του οπορτουνισμού με την επαναστατική θεωρία, με την επιστήμη του μαρξισμού-λενινισμού (στο εξής μαρξισμού).

Η παγκόσμια συγκυρία είναι πρωτοφανώς περίπλοκη. Είναι αδύνατο να χαραχτεί νικηφόρος στρατηγική και τακτική για το κίνημα χωρίς συνεπή συστηματική γνώση της μαρξιστικής-λενινιστικής επιστήμης, χωρίς δημιουργική ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και της διαλεκτικής μεθοδολογίας. Για λόγους που έχουμε εκθέσει στην Παγκόσμια Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα, τα χρόνια εκφυλιστικά φαινόμενα έχουν οδηγήσει σε εθισμό στην υποβάθμιση, στην αγνόηση και διαστρέβλωση της θεωρίας ως κανονικότητα. Ορισμένοι εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται την θεωρία στο πνεύμα του αστικού θετικισμού αγγλοσαξονικής κοπής και του πραγματισμού. Αγγλιστί “Theory” στην επιστήμη και στην καθομιλουμένη σημαίνει και κάθε λογής εικασία ή λεκτικοποίηση φανταστικών ή πραγματικών παραστάσεων.

Τουναντίον, στο μαρξισμό, η θεωρία δεν έχει την παραμικρή σχέση με την παρελκυστική φλυαρία. Θεωρία είναι η επιστημονική, τεκμηριωμένη, συστηματική και αποδεικτική διαλεκτική νοητική ανασύσταση της αντικειμενικής πραγματικότητας, της νομοτέλειας και της αντιφατικότητάς της (που δεν είναι ορατές εμπειρικά στην επιφάνεια), όπως π.χ. η θεωρία της μαρξικής πολιτικής οικονομίας, η λενινιστική θεωρία περί ιμπεριαλισμού και ασθενούς κρίκου, κ.λπ.

Ωστόσο, σε αντιδιαστολή με την μαρξιστική επιστημονική αντίληψη, κάποιοι στην «αριστερά», εξακολουθούν να ανάγουν την θεωρία σε φραστικό περιτύλιγμα προειλημμένων αποφάσεων κάποιας ηγεσίας, σε επιστημονικοφανή και επαναστατικοφανή ρητορική και φλυαρία, σε μεταμοντέρνα «αφηγήματα», χωρίς να συνειδητοποιούν τον καταστροφικό κίνδυνο τέτοιων αναθεωρητικών απόψεων…

Σπάνια θα βρεθεί άνθρωπος ή κόμμα, οργάνωση που αυτοπροσδιορίζεται ως κομμουνιστική, αριστερή ή γενικά προοδευτική που αρνείται την σημασία του μαρξισμού και την ανάγκη ανάπτυξης της θεωρίας. Κάποιοι προτάσσουν την «ανανέωση» του μαρξισμού, άλλοι πάλι αρέσκονται να δίνουν όρκους πίστης στο μαρξισμό.

Η ανάγκη για την ανάπτυξη του μαρξισμού προϋποθέτει τον προσδιορισμό του τι είναι ο μαρξισμός, και ποια είναι η σχέση μας με αυτόν. Απαιτεί δηλαδή επιστημονική αποτίμηση της νομοτελούς και αντιφατικής διαδικασίας εμφάνισης των ιστορικών προϋποθέσεων, πρωταρχικής εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης του μαρξισμού,  των θεωρητικών κεκτημένων του.

Ο μαρξισμός είναι ένα ανοικτό και αναπτυσσόμενο επιστημονικό σύστημα φιλοσοφικών, πολιτικό-οικονομικών και κοινωνικό-πολιτικών θέσεων, που έχουν ως βασικό περιεχόμενο τη θεωρητική θεμελίωση της μετάβασης της κοινωνίας από την κεφαλαιοκρατία στον σοσιαλισμό. «Βρίσκεται στην κεντρική αρτηρία της ανάπτυξης της μεθόδου των επιστημών, στην κεντρική αρτηρία της ανάπτυξης των επιστημών περί της κοινωνίας. Ήταν και –παρά το φαινομενικό παράδοξο αυτής της βεβαίωσης– παραμένει ως προς την ουσία του η κορύφωση των επιστημών περί της μεθόδου, η κορύφωση των επιστημών περί της κοινωνίας» [Вазюлин В.А. Логика «Капитала» К. Маркса. 2е издание [Η λογική του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ. 2η έκδοση], Москва, СГУ 2002. σ. 13]. Εμφανίσθηκε στο στάδιο της ωριμότητας της κεφαλαιοκρατίας, κατά το οποίο κατ’ αρχήν ωρίμασαν ταυτοχρόνως και οι ιστορικοί όροι της επαναστατικής άρσης της, που αποτελούν και τις ιστορικές προϋποθέσεις μετάβασης στην πλέον ανεπτυγμένη κοινωνία.

Ιστορικά ανέκυψε μέσα από μια περίπλοκη και αντιφατική δημιουργική διαδικασία κριτικής-επιστημονικής εμβάθυνσης της διερεύνησης του κοινωνικού γίγνεσθαι (της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της πολιτικής της «κοινωνίας των ιδιωτών», των σχέσεων παραγωγής κλπ.), παράλληλα με την κριτική αφομοίωση και τη διαλεκτική άρση των ανώτερων κατακτήσεων του προμαρξικού στοχασμού, που αποτέλεσαν και τις πηγές (Λένιν) του μαρξισμού: της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα της ιδεοκρατικής διαλεκτικής (Καντ, Φίχτε, Σέλιγκ, Χέγκελ και Φόυερμπαχ), της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας (φυσιοκράτες, Α. Σμιθ, Ντ. Ρικάρντο κ.ά.) και των ουτοπικών σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών ιδεών (C. N. Saint-Simon, F. M. Ch. Fourier, R. Owen, E. Cabet, Th. Dezamy κ.ά.). Η εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη του μαρξισμού συνδέεται οργανικά με τη συνειδητή υιοθέτηση της ταξικής σκοπιάς του προλεταριάτου, χωρίς ωστόσο, να ανάγεται σε αυτήν.

Από την εμφάνισή του ο μαρξισμός κινήθηκε ως δυναμικό πλαίσιο ενός ολόκληρου φάσματος ερευνητικών προγραμμάτων. Η προσοχή των θεμελιωτών του επικεντρώθηκε κατ’ εξοχήν στην έρευνα τριών εσωτερικά αλληλένδετων, πλην όμως σχετικά αυτοτελών γνωστικών αντικειμενικών:

1) της ανθρώπινης κοινωνίας και της ιστορίας της,

2) των σχέσεων παραγωγής του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και

3) των προϋποθέσεων της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνίας.

Φυσικά οι ιδρυτές του μαρξισμού δεν περιορίστηκαν αποκλειστικά στα παραπάνω αντικείμενα (βλ. τα εγκυκλοπαιδικά ενδιαφέροντά τους, τη φιλοσοφική-μεθοδολογική θεμελίωση της ιστορίας, των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών, τη θρησκειολογία κ.ά.). Ωστόσο, ποτέ δεν θεωρούσαν ότι το έργο τους προβάλλει αξιώσεις μεταφυσικής προμαρξικού τύπου «οντολογίας», περί της «καθ’ όλου» φυσικής φιλοσοφίας εν είδει αρχών ικανών για την ερμηνεία παντός επιστητού.

Το καθ’ ένα από αυτά τα αντικείμενα-πεδία έρευνας, όσο βρίσκονταν εν ζωή οι θεμελιωτές του μαρξισμού αλλά και σήμερα, χαρακτηρίζεται από ορισμένη ιδιοτυπία και βρίσκεται σε ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης. Σε αντιστοιχία με αυτά, βρίσκονται σε ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης και οι ιδέες, οι αντιλήψεις, οι επιστημονικές γνώσεις της ανθρωπότητας περί αυτών των αντικειμένων. Σε αυτή τη βάση, στο πλαίσιο του μαρξισμού αναπτύχθηκαν τρείς αλληλένδετες, πλην όμως σχετικά αυτοτελείς επιστημονικές θεωρίες:

  1. Ο ιστορικός υλισμός ή διαλεκτική ιστορική αντίληψη της κοινωνίας,
  2. Η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας και
  3. Ο επιστημονικός σοσιαλισμός/κομμουνισμός.

Τα κεκτημένα, ο βαθμός ανάπτυξης και ωρίμανσης αυτών των επιστημονικών θεωριών, των συστατικών στοιχείων του μαρξισμού (κατά τον Β. Ι. Λένιν) διαφέρουν αισθητά.  Η πλέον ανεπτυγμένη από αυτές είναι η πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας.

 

Η άνεση του οπορτουνισμού μεταξύ Σκύλας και Χάρυβδης: δογματισμός και αναθεωρητισμός.

 

1. Δογματικές βεβαιότητες.

Σε ό,τι αφορά τη θεωρία του μαρξισμού, ο οπορτουνισμός εκδηλώνεται αρχικά ως δογματισμός, για να μετεξελιχθεί στη συνέχεια σε σκεπτικισμό και αναθεωρητισμό[9].

Δογματισμός και αναθεωρητισμός είναι δύο εκ πρώτης όψεως αντιδιαμετρικά αντίθετες και αλληλοαποκλειόμενες τάσεις εκφυλισμού της επαναστατικής θεωρίας. Στην πραγματικότητα αφορούν και οι δύο δοξασίες και ιδεολογήματα τα οποία κατασκευάζονται και επιστρατεύονται από τους οπορτουνιστές ώστε να δικαιολογήσουν τις εκάστοτε  διολισθήσεις τους σε θέσεις που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του ταξικού αντιπάλου του εργατικού επαναστατικού κινήματος.

Δόγμα είναι η άκριτη αποδοχή της απόλυτης αλήθειας μιας ιδέας, άνευ όρων και ορίων. Αρχετυπική ιστορική μορφή δόγματος και δογματισμού είναι η θρησκεία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης.

Στο πλαίσιο του δογματισμού, ο μαρξισμός αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως ολοκληρωμένο, πλήρες, άρτιο, κλειστό και αυτάρκες σύστημα, στο οποίο μπορεί κανείς να βρει «απαντήσεις» για όλα τα πιθανά και απίθανα ερωτήματα-προβλήματα! Ο δογματικός προτάσσει την άνευ όρων και ορίων απόλυτη ισχύ της «αλήθειας» του παντού και πάντα, ανάγοντας την επαναστατική θεωρία σε αποθεματικό αποσπασματικών, ασύνδετων, ανιστορικών και αδιάσειστων κειμένων και «θέσεων», π.χ. χωρίων από τα έργα των κλασικών του μαρξισμού για κάθε χρήση…Έτσι, από τον δογματικό υιοθετούνται μόνο εκείνα τα στοιχεία της θεωρίας που κρίνονται ολοκληρωμένα και ώριμα, ενώ ταυτόχρονα απορρίπτονται τα πρώιμα, τα λιγότερο διαμορφωμένα (και επομένως αντιφατικότερα), πλην όμως ιστορικά νομοτελή και αναγκαία στάδια της ανάπτυξης της. Αποκόπτει λοιπόν ο δογματικός το παρόν των θεωρητικών κεκτημένων του μαρξισμού από το παρελθόν του και το απολυτοποιεί. Η θεωρία του, που εννοείται ως παγιωμένο και κλειστό σύστημα, προβάλλει κατ’ αυτό τον τρόπο μόνον ως απόρριψη, άρνηση, ασυνέχεια (επιστημολογική, πολιτική κ.λπ.), «επιστημολογική τομή» (όπως στο έργο του Αλτουσέρ, που συνιστά αναθεώρηση του μαρξισμού) σε σχέση με το παρελθόν της και με τα κεκτημένα της ιστορίας του πολιτισμού. Απορρίπτεται, π.χ., η αντιφατική σχέση του Μαρξ με τον Χέγκελ, δηλαδή με την κορύφωση της προμαρξικής διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογικής σκέψης, μιας και «για να επιβληθεί ολοκληρωτικά ο εκχυδαϊσμός της διαλεκτικής έπρεπε να σβήσει η θεμελιωτική και γόνιμη επιρροή του Χέγκελ στο μαρξισμό…»[10].

Η θεώρηση αυτή δεν αποκόπτει μόνο το μαρξισμό από τη διαλεκτική του σχέση με το ιστορικό παρελθόν του, αλλά απορρίπτει a priori και οποιαδήποτε ποιοτική (πόσο μάλλον ουσιώδη) διάκριση, διαφορά (πόσο μάλλον αντίθεση και αντίφαση) στο εσωτερικό του «μαρξισμού» της. Τίποτε όμως δεν αναπτύσσεται χωρίς να διαθέτει:

  1. Κάποια πηγή ανάπτυξης και
  2. Εσωτερική αντιφατικότητα (στην οποία εμπεριέχεται διαλεκτικά ανηρημένη και η αντιφατική του σχέση με τον εξωτερικό του περίγυρο και με το παρελθόν του). Ο κατ’ αυτό τον τρόπο ανιστορικά θεωρούμενος «μαρξισμός» προβάλλει ως κατ’ εξοχήν εκτός ιστορίας κείμενο (ανιστορικό) φαινόμενο, το οποίο προέκυψε άγνωστο από που και πως και υπάρχει ως δεδομένο.

Η πλέον δυναμική και ουσιώδης πλευρά του μαρξισμού, η διαλεκτική μέθοδος του, είτε υποτάσσεται στο συντηρητικά παγιωμένο «σύστημα» (μετατρεπόμενη τυπική μορφολογία διατυπώσεων, σε δογματικό σχολαστικισμό) είτε απορρίπτεται εντελώς. Ωστόσο, η διαλεκτική μέθοδος, η μεθοδολογία του οργανικού όλου, συνιστά την κατ’ εξοχήν αναπτυξιακή πλευρά της θεωρίας, είναι, μ’ άλλα λόγια, η ίδια η θεωρία (το σύστημα), από τη σκοπιά της κίνησης, της ανάπτυξης της, πάντα εντός του πλαισίου των συγκεκριμένων ιστορικών όρων και ορίων της. Είναι τα μέσα, οι τρόποι και οι δρόμοι κίνησης της σκέψης εντός της γνωστικής-ερευνητικής διαδικασίας (εάν δώσουμε έμφαση στη θεωρία), στην οποία εδράζεται η μετά λόγου γνώσεως πράξη του υποκειμένου (εάν δώσουμε έμφαση στην πρακτική μετασχηματιστική και οργανωτική δραστηριότητά του), τα μέσα, οι τρόποι και οι δρόμοι αλλαγής, μετασχηματισμού του αντικειμένου από το υποκείμενο.

Έτσι, ο δογματικός «μαρξισμός», αποκομμένος από το παρελθόν του και εσωτερικά παγιωμένος, δεν μπορεί να έχει ούτε ζωντανό παρόν,  ούτε και μέλλον. Η μόνη σχέση που μπορεί να έχει με το μέλλον αυτός ο «μαρξισμός» είναι κάποια μηχανική και γραμμική μεταφορά, μια προεκβολή στο χρόνο της συντηρητικά παγιωμένης κατάστασης του μαρξισμού που ασπάζεται σήμερα ο δογματικός.

Σε κάποιες περιπτώσεις είθισται ο δογματικός να εξιδανικεύει μια ιστορική φάση-κατάσταση του μαρξισμού του παρελθόντος ως «πλήρη», ασυζητητί «σωστή και ιδανική», θεωρώντας ως «ανάπτυξη» την επιστροφή, την ολική επαναφορά σε εκείνη την «αυθεντική και ιδεώδη» κατάσταση του παρελθόντος! Ο χρόνος παγώνει ενώ η οπισθοδρομική στατικότητα υποτάσσει την κίνηση, την όποια πρόοδο.

Αυτό εκδηλώνεται ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο οι δογματικοί αντιμετωπίζουν και τη σημερινή κρίση της θεωρίας. Γι’ αυτούς, εξ ορισμού δεν μπορεί να υπάρξει καμία τέτοια κρίση. Κατά τη γνώμη τους, το όλο πρόβλημα έγκειται στο ότι ο μαρξισμός (άγνωστο πως) έφτασε κάποτε στον κολοφώνα της ακμής και της δόξας του, αλλά, δυστυχώς, «όταν έπεσε στα χέρια κάποιων «δόλιων», «προδοτών», «ρεβιζιονιστών», «απατεώνων», «φορέων της λάθος γραμμής» κ.λπ., υπέστη βλάβες και ζημίες, παραμορφώσεις και διαστρεβλώσεις!…

Αρκεί λοιπόν η επιστροφή στον «αυθεντικό μαρξισμό» (τον οποίο διάφορες παραλλαγές του δογματισμού εντοπίζουν σε διαφορετικές βαθμίδες της ιστορίας του, στο έργο διαφόρων μαρξιστών ηγετών, είτε σε ποικίλες ερμηνείες του) για να διευθετηθεί το πρόβλημα, εφόσον «εκεί» υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν εσαεί ολοκληρωμένες και πλήρεις απαντήσεις, ακόμα και σε ζητήματα, τα οποία στην εποχή, π.χ., του Μαρξ δεν είχαν βγει ακόμα στο προσκήνιο της ιστορίας (βλ., π.χ., το ζήτημα της βασικής αντίφασης και συνολικά των νομοτελών αντιφάσεων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, το ζήτημα των σύγχρονων φάσεων ανάπτυξης της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, της αυτοματοποίησης, των βιοτεχνολογιών, της διαστημικής κ.λπ.)! Τόσο απλό!

 

2. Αναθεωρητικές αβεβαιότητες.

Στον αντίποδα του δογματισμού πασχίζει να κινηθεί ο κάθε αναθεωρητισμός. Ο μεν δογματικός σπεύδει να διατηρήσει στο μαρξισμό, ακόμα και στοιχεία τα οποία δεν αντιστοιχούν πλέον στη νέα κατάσταση και επιδίδεται σε μια συντήρηση-ταρίχευση του μαρξισμού, περιχαρακώνοντας τον από τη μεταβαλλόμενη ζωή, ο αναθεωρητής, επικαλούμενος τα νέα γεγονότα (ό,τι αντιλαμβάνεται ως «νέο γεγονός»), απορρίπτει από το μαρξισμό ακόμα και ό,τι διατηρεί αποδεδειγμένα τη σημασία του και στις μεταβεβλημένες συνθήκες, απολυτοποιώντας στοιχεία που θεωρεί ότι σηματοδοτούν τον πεπερασμένο και καταφανώς παρωχημένο χαρακτήρα των θεμελιωδέστερων θέσεων και κεκτημένων του (αν όχι και συνολικά του μαρξισμού)!

Αυτή η αντιεπιστημονική συλλήβδην απόρριψη κεκτημένων και μη παρωχημένων θέσεων του μαρξισμού στο όνομα της «ιστορικότητας», στο όνομα της ιστορικής σχετικότητάς του, καταδικάζει τη θεωρία (ή, μάλλον, ό,τι έχει απομείνει από αυτήν μετά το αναθεωρητικό «καθαρτήριο») σε μια εκ προοιμίου ανικανότητα της επαναστατικής μας θεωρίας να παράσχει πλήρη, έγκυρη και επαρκή για την δράση του υποκειμένου περιγραφή, εξήγηση-ερμηνεία και πρόβλεψη-πρόγνωση της πραγματικότητας!

Με μια οπτική ιστορικού σχετικισμού, ο μαρξισμός ανάγεται από τους αναθεωρητές σ’ ένα κατ’ εξοχήν (αν όχι απόλυτα) ιστορικά περιορισμένο φαινόμενο ήσσονος εμβέλειας, σε «υλικό» (απόθεμα «θέσεων», προτάσεων κ.λπ.) αναθεωρήσιμο και γι’ αυτό αναθεωρούμενο διαρκώς κατά το δοκούν. Σε αντιδιαστολή με το δογματικό, ο αναθεωρητής αγνοεί την ποιοτική (και ουσιώδη) διαφορά του μαρξισμού από τις προγενέστερες αλλά και από σύγχρονες αντίπαλες θεωρήσεις, διαχέοντας τελικά τον μαρξισμό σε αυτές, απολυτοποιώντας την ιστορική συνέχεια στη διαδικασία εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης του μαρξισμού. Έτσι και στον ίδιο το μαρξισμό ο αναθεωρητής ανάγει τα πλέον ανεπτυγμένα και ωριμότερα στοιχεία του στα κατώτερα και ανωριμότερα, καθιστώντας από ασαφή και συγκεχυμένα μέχρι ανύπαρκτα τα όρια μεταξύ μαρξισμού και προγενέστερων είτε αντίπαλων, αντίθετων κ.λπ. αντιλήψεων.

Προβάλλοντας την «αντιδογματική» και «ανανεωτική» τους διάθεση, οι οπαδοί αυτής της τάσης επικαλούνται τις ραγδαίες αλλαγές του σήμερα και την δήθεν εξ ορισμού ανικανότητα του μαρξισμού να τις προλάβει. Ορισμένες φορές κάποιοι αναθεωρητές επισημαίνουν αδύνατα σημεία του μαρξισμού, αναδεικνύοντας ανεπαρκώς επεξεργασμένες πλευρές του (αυτό ενδέχεται να φανεί σε κάποιους ότι αποτελεί ένα βήμα εμπρός σε σχέση με το δογματισμό). Επισημαίνουν, π.χ., κάποιες ανεπάρκειες στο ζήτημα της αντίστροφης επίδρασης της κοινωνικής συνείδησης στο κοινωνικό είναι, του εποικοδομήματος στην οικονομική βάση. Το εν λόγω ζήτημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία κατά τη μετάβαση της κοινωνίας προς την κομμουνιστική κοινωνία, η οποία (σε αντιδιαστολή, λ.χ., με τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στην κεφαλαιοκρατία) είναι εφικτή μόνο συνειδητά, βάσει επιστημονικής σχεδιοποίησης και όχι αυθόρμητα.

 

  1. Πως οι δογματικές πρακτικές στρώνουν τον δρόμο του αναθεωρητισμού.

Κατά κανόνα, ιστορικά, το «έργο» του δογματισμού, προετοιμάζει το έδαφος για την απαξίωση, την αποστροφή και την απέχθεια προς τον μαρξισμό, ακριβέστερα, προς την γελοιογραφική-παραμορφωτική εικόνα που απεργάζονται οι δογματικοί. Αυτό συμβάλλει στη διάδοση διαθέσεων για την μετέπειτα πλήρη απόρριψη αυτού του δογματικά μουμιοποιημένου μαρξισμού από τους αναθεωρητές.

Τι είναι λοιπόν αυτό που εκ των πραγμάτων συνιστά προεργασία εκ μέρους των δογματικών της επέλασης του αναθεωρητισμού; Πρακτικές που συνδέονται με την δογματική αποκοπή από τα συγκείμενα και την ιστορική γνωστική συγκυρία εμφάνισης και διατύπωσής τους κάποιων θέσεων του μαρξισμού, με την σχηματοποίηση και τη μηχανιστική ταξινόμηση-κωδικοποίησή τους, σαν να είναι θρησκευτικής μεταφυσικής κοπής δόγματα, προοριζόμενα για μηχανική επανάληψη, απομνημόνευση και αναπαραγωγή-μηρυκασμό, όπως γινόταν στην εκκλησιαστική κατήχηση κατά τον φεουδαρχικό μεσαίωνα ή σαν να είναι ξόρκια, ιερές φράσεις, συλλαβές, λέξεις ή στίχοι, που θεωρείται ότι διαθέτουν μυστικιστική ή πνευματική αποτελεσματικότητα κατά την τελετουργική τους επανάληψη (όπως είναι τα Μάντρα, στον Ινδουισμό και τον Βουδισμό), ιδιαίτερα όταν αυτή η πρακτική συνδέεται με γραφειοκρατικό φορμαλισμό, με τυπικές αξιολογήσεις, με κατίσχυση εξωτερικών κινήτρων (ανταμοιβών και ποινών) κ.λπ. Τέτοιου τύπου ήταν η φορμαλιστική διδασκαλία του μαρξισμού ως επίσημης ιδεολογίας στο εκπαιδευτικό σύστημα των τελευταίων δεκαετιών της ΕΣΣΔ, η οποία οδηγούσε τελικά σε αποστροφή από τον μαρξισμό και σε απόρριψή του.

Χαρακτηριστική είναι, π.χ., η αντιμετώπιση του ζητήματος της κοινωνικής νομοτέλειας. Η νομοτέλεια, η αιτιότητα και η αιτιοκρατία κατανοούνται γενικότερα από τον δογματικό στο πνεύμα του λαπλασιανού τύπου μηχανιστικού ντετερμινισμού, ως γραμμική και απόλυτη αναγκαιότητα χωρίς τυχαιότητα, χωρίς ίχνος ενδεχομενικότητας, πιθανοκρατίας,  διαλεκτικής και ιστορισμού[11], σαν να μην υπάρχει φάσμα δυνατοτήτων στην ιστορία, η έκβαση του οποίου συναρτάται με την εμπλοκή του υποκειμένου σε αύξοντα βαθμό. Οι «ευαίσθητοι» στα ζητήματα του «υποκειμενικού παράγοντα» αναθεωρητές (όπως φαίνεται στην προσφιλή τους αστική πλουραλιστική «θεωρία των παραγόντων»), εξεγείρονται κατά αυτής της γελοιογραφικά δογματικής ερμηνείας της αιτιοκρατίας, όχι για να προτάξουν την επιστημονική (διαλεκτική και ιστορική) αντίληψη του μαρξισμού, αλλά για να απορρίψουν συλλήβδην κάθε μορφή κοινωνικής αιτιοκρατίας και νομοτέλειας! Γενικότερα, οι αναθεωρητές δεν αντιλαμβάνονται ότι κατ’ αυτό τον τρόπο η κοινωνία δεν μπορεί να συνιστά καν αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, οπότε, συνεπώς, ανάγεται σε πεδίο δράσης ποικίλων ανεξέλεγκτων, ανορθολογικών κ.λπ. δυνάμεων και «παραγόντων», του πλήθους των οποίων οὐκ ἔσται τέλος…

Είναι σχεδόν νομοτελές πλέον το εξής φαινόμενο που άπτεται των μεταστροφών της ψυχολογίας: ο δογματικός που θα προσκρούσει σε γεγονότα (βιωματική εμπειρία) που θα τον συγκλονίσει, που θα τον οδηγήσει σε κλονισμό της πίστης του στην απόλυτη ισχύ των δογμάτων του,  αυτοπαγιδεύεται σε μια ατέρμονη διαδικασία συλλήβδην απόρριψης αυτών των δογμάτων, σε βέβαιη πορεία μετάβασης στον ανερμάτιστο αναθεωρητισμό! Πολύ συχνά, οι ίδιοι οι «πατριάρχες» της δογματικής διαστρέβλωσης που προέβαλαν ως «μοναδική σωστή γραμμή» και ως «ορθοδοξία του μαρξισμού» τα ιδεολογήματά τους, με την παραμικρή αλλαγή συγκυρίας επιδίδονται σε χλευαστική αντιμετώπιση εκείνου του γελοιογραφικού «δημιουργήματος» τους, στο οποίο έχουν οι ίδιοι αναγάγει τον «μαρξισμό» τους και το οποίο ταυτίζουν με το μαρξισμό. Πρέπει, π.χ., να έχει αποτελέσει ακλόνητη βεβαιότητα, πεποίθησή κάποιων ότι δεν μπορεί να υπάρξει άλλου τύπου αιτιοκρατία από τη μηχανιστική, ώστε εύκολα να περάσουν στη συνέχεια στην απόρριψη κάθε κοινωνικής αιτιοκρατίας.

Ο κατ’ αυτό τον τρόπο θεωρούμενος «μαρξισμός» αντιπαραβάλλεται ευθέως με την άμεση, εμπειρική πραγματικότητα του «παρόντος», ενός παρόντος εξεταζόμενου αποκλειστικά από τη σκοπιά της καθημερινής συνείδησης, του κοινού νου, δηλαδή ως δεδομένο a priori είναι ως έχει, ως χαώδης στατική (βλ. ποσοτική) συσσώρευση νέων γεγονότων και αποσπασματικών στοιχείων. Ύστερα από τέτοιου είδους «επιστημονικές» πράξεις, «αποδεικνύονται» η συλλήβδην ανεπάρκεια, η ακαταλληλότητα και η ανικανότητα αυτού του «μαρξισμού» να ερμηνεύσει το «παρόν», οπότε οι αναθεωρητές προβαίνουν σε διαφόρων ειδών «ανανεώσεις» και «συμπληρώσεις» του με διάφορες «σύγχρονες» -δηλαδή αστικές- κυρίαρχες αντιλήψεις. Έτσι π.χ. οι αναθεωρητές ανακαλύπτουν τον καντιανού τύπου «ηθικό σοσιαλισμό», τον «δημοκρατικό σοσιαλισμό» ή «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», τον «ανανεωτικό κομμουνισμό», τον «οικοσοσιαλισμό», τον «θετικιστικό μαρξισμό», τον «στρουκτουραλιστικό μαρξισμό» (Αλτουσέρ), τον «μεταδομικό μαρξισμό) (Φουκώ), τον «υπαρξιστικό μαρξισμό», τον «μεταμοντέρνο μαρξισμό», τον «φεμινιστικό σοσιαλισμό», τον «LGBTQ μαρξισμό», την «θεωρία» της σύγκλισης κ.λπ. Δεν αντιλαμβάνονται ότι ο μαρξισμός συνιστά από μόνος του ολόκληρη επανάσταση στα θεμέλια των επιστημών, που δρομολογεί την «συνθετική επιστήμη του μέλλοντος» (Μαρξ). Συνιστά ένα διαλεκτικό σύστημα με εσωτερική συνοχή των διαλεκτικών εννοιών, κατηγοριών και νόμων του στη βάση της συνοχής της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας του οργανικού όλου κατά την έρευνα και κατά την διατύπωση των αποτελεσμάτων της έρευνας. Το σύστημα αυτό δεν προσφέρεται για αυθαίρετες συγκολλήσεις και συρραφές στο σώμα του ετερόκλητων και ανομοιογενών στοιχείων.

Η «προσαρμογή» αυτή του μαρξισμού καταλήγει τελικά στην απόρριψή του και στην αντικατάσταση του από μιαν εκλεκτική συρραφή αστικών και μικροαστικών θέσεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η επίφαση της «ανανέωσης», η αυταπάτη του «εκσυγχρονισμού» στη βάση της «ρεαλιστικής» προσέγγισης του παρόντος και της φετιχοποίησης της εξέλιξης (των ποσοτικών γραμμικών αλλαγών στο πλαίσιο της αδιαμφισβήτητα κυρίαρχης ποιότητας και ουσίας) οδηγούν εκ των πραγμάτων στην απόρριψη της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας του μαρξισμού. Μόνο κατ’ αυτό τον τρόπο εννοούν την «ανάπτυξη» και την «ανανέωση» οι αναθεωρητές, κάνοντας έτσι δυο βήματα πίσω σε σχέση με τους δογματικούς και επιστρέφοντας ουσιαστικά σε προμαρξικές, παρωχημένες μορφές σκέψης. Το παρόν εξετάζεται από τη σκοπιά του αστικού εξελικτισμού, από θέσεις απολογητικής της κεφαλαιοκρατίας, κατά τις οποίες η κεφαλαιοκρατία αποτελεί δήθεν την «αξεπέραστη κορύφωση της εξέλιξης», από τη σκοπιά, δηλαδή, των συμφερόντων μιας τάξης που έχει προ πολλού επιτελέσει το προοδευτικό ιστορικό της έργο και έχει μετατραπεί σε δύναμη συντήρησης, οπισθοδρόμησης και καταστροφής της ανθρωπότητας. Έτσι, η «ρεαλιστική» προσήλωση του αναθεωρητισμού στο παρόν, στο «εδώ και τώρα», γίνεται προάσπιση του ιστορικά παρωχημένου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, δηλαδή του παρελθόντος σε κοσμοϊστορική κλίμακα. Αυτή είναι η κωμικοτραγική κατάληξη του αναθεωρητισμού.

Στην προσπάθεια του να μη μείνει πίσω από τη φετιχοποιημένη εξέλιξη του παρόντος απορρίπτει κάθε θεμελιώδη θεωρητική έρευνα. Στην αγωνία του να φανεί μοντέρνος, γίνεται μεταμοντέρνος… Ο έρπων εμπειρισμός γίνεται το ιδεολογικό υπόβαθρο της απουσίας στρατηγικής, της απόρριψης του τελικού σκοπού. Έτσι ο αναθεωρητισμός, δέσμιος του φετιχισμού του παρόντος, τελικά απορρίπτει την πρόοδο και στην ουσία επιχειρεί να «καταργήσει» κάθε εναλλακτική διέξοδο στο μέλλον.

 

4.Απώλεια και γραφειοκρατική διαχείριση της αλήθειας.

Αν ο δογματικός δεν αναζητά την αλήθεια διότι ποτέ δεν αμφιβάλλει ότι ο «μαρξισμός» του, ως ενσάρκωση της απόλυτης αλήθειας, μπορεί ανά πάσα στιγμή να δίνει έτοιμες απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, ο αναθεωρητής επίσης δεν αναζητά την αλήθεια, διότι πάντοτε αμφιβάλλει και αμφισβητεί τα πάντα. Αν, δηλαδή, ο πρώτος αποκόπτει από την ενιαία στην αντιφατικότητά της διαλεκτική διαδικασία της γνώσης και απολυτοποιεί τη στιγμή της αλήθειας, ο δεύτερος υιοθετεί το άλλο άκρο, δηλαδή απολυτοποιεί τη στιγμή της σχετικότητας κάθε γνώσης. Έτσι, ενώ ο δογματικός επιδιώκει την επιβολή της δικής του γραμμής, μιας μονολιθικής ομοφωνίας (στη βάση της βεβαιότητας ότι οι απαντήσεις που διαθέτει ο «μαρξισμός» του υπερτερούν κατά πολύ όλων των πιθανών ερωτημάτων), ο αναθεωρητής αρκείται στην «πολυφωνία», στον «πλουραλισμό των απόψεων». Για τον τελευταίο, εφόσον η γνώση είναι μόνο σχετική, σημασία έχει μόνο η ανάδειξη κάποιων προβλημάτων, η διατύπωση ερωτημάτων και διαφόρων απόψεων, ενώ η αλήθεια παραμένει πάντοτε ανέφικτη και απορριπτέα.

Ωστόσο, παρά τις ιστορικά προσδιορισμένες φενάκες που ενισχύουν ιδεολογικά και αναπαράγουν αυτές τις πλάνες, η αλήθεια είναι αντικειμενικά μία. Η αλήθεια αυτή ανακαλύπτεται, τεκμηριώνεται και αναπτύσσεται από την επιστήμη, από την εμπειρική και θεωρητική έρευνα, και υποβάλλεται στη βάσανο, στη δοκιμασία της κοινωνικής πρακτικής. Στο δημιουργικό μαρξισμό δεν έχουμε να κάνουμε ούτε με απαντήσεις-θέσφατα αλλά ούτε και με διάχυση μόνο σε ένα κυκεώνα από προβλήματα, αμφιβολίες και ζητούμενα. Τουναντίον, επιδιώκουμε την ανάπτυξη της γνώσης μέσα από τη διαδικασία της θεωρητικής εμβάθυνσης που προϋποθέτει τη διάγνωση της συγκεκριμένης και ιστορικά προσδιορισμένης διαλεκτικής ενότητας απόλυτης και σχετικής αλήθειας[12].

Απορρίπτοντας λοιπόν την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας από το πεδίο της θεωρητικής έρευνας και της αναγκαίας για την πρακτική πρόβλεψης, τόσο ο δογματισμός όσο και ο αναθεωρητισμός ανάγουν το όλο πρόβλημα σε ζήτημα γραφειοκρατικών-διοικητικών χειρισμών, με έντονο το στίγμα του δικαίου της αστικής κοινωνίας, δηλαδή του τι απαγορεύεται ή επιτρέπεται. Ο μεν δογματικός γραφειοκράτης επιβάλλει αυταρχικά τη μία και μοναδική αλήθεια, η έγκριση και η θέσπιση της οποίας εναπόκειται τελικά στις επιλογές της κομματικής ή και κρατικής ηγεσίας (ως πληρεξούσιου διαχειριστή της εκάστοτε «κατάλληλης» αλήθειας, ως ενσάρκωση της «συλλογικής σοφίας του κόμματος» στην εκδοχή του ΚΚΕ), απαγορεύοντας τις όποιες αποκλίσεις, ο δε αναθεωρητής γραφειοκράτης δημαγωγεί διακηρύσσοντας ότι μας κάνει χάρη και «επιτρέπει» γενναιόδωρα τη διατύπωση κάθε άποψης και γνώμης, την «ελευθερία του λόγου» κατά την φιλελεύθερη αστική αρχή του «πλουραλισμού», τον «απεριόριστο διάλογο», στο πλαίσιο του οποίου όλες οι απόψεις και οι γνώμες είναι τυπικά εξίσου αποδεκτές και έγκυρες (άρα και εξίσου απορριπτέες και άκυρες). Και στις δύο περιπτώσεις, η γραφειοκρατική ηγεσία είναι αυτή που έχει τον τελευταίο λόγο, επιβάλλοντας τις ειλημμένες αποφάσεις της. Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε μια εξωτερική και χονδροειδή παρέμβαση στην ερευνητική δραστηριότητα: για τους δογματικούς και τους αναθεωρητές η «σωστή γραμμή» δεν είναι θέμα επιστημονικής έρευνας και ανακάλυψης αλήθειας, ούτε συλλογικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων στη βάση ορθολογικών επιχειρημάτων, αλλά θέμα ισχύος και επιβολής!

Βεβαίως, οι πραγματικοί μαρξιστές ερευνητές επιδιώκουν τη δημιουργική ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας στη βάση των εσωτερικών νομοτελειών της,  στη βάση των πραγματικών βαθύτερων αναγκών της κοινωνίας και του επαναστατικού κινήματος, παρακάμπτοντας τέτοιου είδους εξωτερικές ως προς την επιστήμη καταστροφικές παρεμβάσεις. Εφόσον όμως κάποιες ηγεσίες έχουν και πραγματική ισχύ στους συσχετισμούς δυνάμεων, ελέγχουν μέσα μαζικής επικοινωνίας, την χρηματοδότηση προς επιστημονικά ιδρύματα, κέντρα κ.λπ., μπορούν, π.χ., μέσω της συστηματικής αποσιώπησης και διαστρέβλωσης των μη αρεστών ιδεών, αλλά και μέσω κατασυκοφάντησης και υπονόμευσης αντιφρονούντων να ασκήσουν καταστροφική επίδραση στην επιστήμη, αφοπλίζοντας το κίνημα.

 

5.Κακοποίηση και καταστροφή συστήματος και μεθόδου.

Αυτό που ο δογματικός και ο αναθεωρητής εννοούν ως μαρξισμό μόνο κατ’ ευφημισμό μπορεί να αποκαλείται σύστημα[13]. Ο «μαρξισμός» του δογματισμού, ως απόλυτα διαφοροποιημένος και οριοθετημένος από το παρελθόν του (από τις προϋποθέσεις και τον περίγυρο του, από την «ετερότητα» του) και ως εσωτερικά απόλυτα αδιαφοροποίητος, απόλυτα ταυτόσημος με τον εαυτό του και μη αντιφατικός (ως σύνολο αποστεωμένων αληθειών ισάξιας εγκυρότητας και επικαιρότητας), δεν μπορεί να έχει ούτε δική του λογική συγκρότηση, αλλά ούτε και οποιαδήποτε δυναμική ανάπτυξη, μιας και δεν υπάρχει κίνηση χωρίς διαλεκτική αντίφαση ως εσωτερική κινητήριο δύναμη. Συνιστά απλώς ένα χαώδες σύνολο, ένα συνονθύλευμα, ένα «σωρό» θέσεων. Άρα, η όποια λογική μέθοδος συγκρότησης του «υλικού» του δεν μπορεί παρά να επιβάλλεται έξωθεν και άνωθεν. Και βέβαια η μόνη πρόσφορη για τέτοιο επίπεδο χειρισμών της θεωρίας είναι η τυπική λογική, η λογική δηλαδή της προδιαλεκτικής νόησης, της διάνοιας[14], που εδώ παίζει το ρόλο της εξωτερικής «ενοποιητικής» και ταξινομικής αρχής. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα έχει παρατηρήσει ότι η αρχιτεκτονική των δογματικών εγχειριδίων βασίζεται κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) στην εξωτερική ταξινόμηση του επίπεδου υλικού τους (των κατηγοριών, των νόμων κ.λπ.), όπως αυτό αντανακλάται -στις καλύτερες των περιπτώσεων- στον πίνακα περιεχομένων του βιβλίου.

Ο αναθεωρητής αρνείται εκ προοιμίου οποιαδήποτε συγκρότηση, λογική συνάφεια, συνοχή και συνέπεια στο «μαρξισμό» του, θεωρώντας «δογματικό αυταρχισμό» και «άσκηση βίας» κάθε πρακτική και θεωρητική-διανοητική πειθαρχία. Η παράδοση αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στους Γάλλους, οι οποίοι, όπως έλεγε ο Χέγκελ, «ονομάζουν systematique τη δογματική διδασκαλία και systeme τη διδασκαλία στην οποία όλες οι αντιλήψεις απορρέουν συνεπώς από έναν ορισμό, γι’ αυτό το λόγο ο ορός systematique είναι γι’ αυτούς συνώνυμο του μονόπλευρου»[15]. Οποιαδήποτε αναφορά του αναθεωρητή στο «σύστημα» αποσκοπεί στον τονισμό του απόλυτα «ανοικτού», «απεριόριστου», «ελεύθερου» κ.λπ. χαρακτήρα του. Αυτή η «μεθοδολογία» τερματίζεται στη σύγχρονη ιδεοληψία της συστημικής αντισυστημικότητας, στην ανορθολογική «διακειμενικότητα» και στην ισάξια ισχύ κάθε «αφηγήματος», δηλαδή στο «μεταμοντέρνο».

Αν όμως ένα σύστημα, ένα όλο, είναι απολύτως ανοικτό και απεριόριστο, άνευ όρων και ορίων, αυτό σημαίνει ότι σχετίζεται με το παρελθόν του, με την ετερότητα του μόνο ως ετεροπροσδιοριζόμενο και καθόλου ως αυτοπροσδιοριζόμενο. Αυτό όμως σημαίνει ότι -σε τελευταία ανάλυση- το εν λόγω «σύστημα» αυτοαναιρείται, αυτοκαταργείται διαλυόμενο, υποτασσόμενο στην ετερότητά του και τελικά, συγχωνεύεται με αυτήν. Έτσι ο μαρξισμός το πολύ να θεωρείται από τον αναθεωρητή ως μία από τις πολλές πολιτισμικές παραδόσεις, ως μία από τις αξιολογικές, ηθικές κ.λπ. προσεγγίσεις, άκρως απροσδιόριστη και «εύπλαστη» κατά το δοκούν.

Γι’ αυτό και ο αναθεωρητής ενίοτε σπεύδει να δηλώσει ότι πρωτεύουσα σημασία γι’ αυτόν έχει η «μέθοδος» σε αντιδιαστολή με το «σύστημα». Μη φαντασθεί κανείς ότι εδώ γίνεται λόγος για την κριτική και επαναστατική διαλεκτική του δημιουργικού μαρξισμού. Η σχέση μεταξύ μεθόδου και συστήματος είναι εδώ πανομοιότυπη με αυτή που έβλεπε ο Ε. Μπερστάιν ότι υπάρχει μεταξύ κινήματος και τελικού σκοπού: «Ο τελικός σκοπός είναι ένα τίποτα, το παν είναι το κίνημα». Η μέθοδος, δηλαδή, του αναθεωρητή δεν είναι η νομοτελής, διαλεκτική ανάπτυξη της θεωρίας (με άλλα λόγια, το ίδιο το σύστημα από τη σκοπιά της εσωτερικής κίνησης του ως νοητική ανασύσταση του ίδιου του αντικειμένου), αλλά μια χαώδης, αυθαίρετη και εκλεκτική συρραφή ανομοιογενών θέσεων, επιστημονικών αλλά και αγοραίων. Γι’ αυτό και τα κείμενα δογματικών και αναθεωρητών θυμίζουν δύο κατηγορίες σχολικής έκθεσης ιδεών. Οι μεν δογματικοί επιδίδονται στη σχολαστική «ερμηνεία» της εκάστοτε κεντρικής ιδέας (δογματικής παραδοχής) είτε στην συμμόρφωση πραγμάτων, καταστάσεων, σχέσεων και ιδεών με «τας γραφάς», με τα δόγματά τους, οι δε αναθεωρητές στην αυθαίρετη παράθεση ετερόκλητων απόψεων και σοφισμάτων.

Χαρακτηριστική είναι η προσφιλής «αποδεικτική» μέθοδος των δογματικών. Πρόκειται για την αυθαίρετη και εκλεκτική παράθεση χωρίων από τους κλασικούς του μαρξισμού, αλλά και από εκείνα τα επίσημα κομματικά κείμενα, στα οποία διατυπώνεται η «σωστή γραμμή». Πρόκειται για τη διαβόητη «τσιτατολογία». Όμως η εκλεκτική ανιστορική και αποσπασματική χρησιμοποίηση χωρίων των κλασικών (τα έργα των οποίων έχουν διατυπωθεί σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και πλαίσια αναφοράς, αφορούν διάφορες πλευρές πληθώρας προβλημάτων της θεωρίας και της πρακτικής, κείμενα διαφόρων ειδών και διαφόρων επιπέδων πραγμάτευσης, διαλόγου με άλλους διανοητές και με διαλεκτικά αντιφατικές διατυπώσεις) μπορεί να «τεκμηριώσει» οποιαδήποτε αυθαιρεσία. Γι’ αυτό άλλωστε και οι αναθεωρητές προσφεύγουν συχνά στην «αποδεικτική μέθοδο» των δογματικών «εμπλουτίζοντας» τη βέβαια με ποικίλης προέλευσης «αυθεντικές» (κατά προτίμηση αστικές και μικροαστικές) ιδέες.

 

6.Θεωρία και κριτική στον κυκεώνα των αμοιβαίων ετεροπροσδιορισμών.

Ο δογματικός είναι βέβαιος ότι «θεωρία έχουμε!». Ο μοναδικός ρόλος που επιφυλάσσει στο «θεωρητικό» του είναι να αποφασίζει (αν όχι να εφαρμόζει) κάθε φορά τον τόπο, το χρόνο, τον τρόπο και τη δοσολογία παροχής αυτής της «αιώνιας αλήθειας» στους αδαείς για την κάλυψη των εκάστοτε τρεχουσών αναγκών «ιδεολογικής δουλειάς». Δεν του χρειάζεται η έρευνα. Η θεωρία ανάγεται απλώς στις τρέχουσες προπαγανδιστικές ανάγκες, δηλαδή στο «τι απαντάμε στον αντίπαλο»[16]. Η αναγωγή όμως της θεωρητικής έρευνας στην τρέχουσα κριτική και στην προπαγάνδα, στην αγοραία επιφανειακή ατάκα ως απάντηση στον αντίπαλο, οδηγεί στον εκφυλισμό του μαρξισμού.

Το ανώτατο επίπεδο κριτικής των αντιπάλων ιδεών, θέσεων και θεωριών είναι η θετική επίλυση των επίμαχων ζητημάτων της θεωρίας και της πρακτικής. Η προσκόλληση στην αμεσότητα της προπαγανδιστικής και μόνο κριτικής, ο μονόπλευρος προσανατολισμός στην άμεση «λογική» των ερωταποκρίσεων επί θέσεων του αντίπαλου, οδηγεί στην κατάργηση και ακύρωση της θεμελιώδους έρευνας. Η τελευταία είναι ανέφικτη όσο κυριαρχούν εξωτερικά κίνητρα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η σκοπιμότητα αγοραίων «απαντήσεων» σε ερωτήματα και γενικότερα στη βάση έξωθεν και άνωθεν της έρευνας επιβεβλημένης «ημερήσιας διάταξης», σε ένα πλαίσιο αγελαίας οριοθέτησης «ζωτικών χώρων» δια του λεκτικού διαγκωνισμού…

Ο δογματικός «θεωρητικός» αρέσκεται να θέτει στο στόχαστρο της κριτικής του κατά κανόνα ήσσονος σημασίας (αν όχι γελοιογραφικούς) εκπροσώπους του αντιπάλου θεωρητικού στρατοπέδου, με τους οποίους επιδεικνύεται άνετα η θριαμβευτική υπεροχή της δικής του «θεωρίας»[17]. Εάν δεν υπάρχει τέτοιος αντίπαλος κατάλληλος για εύκολη συντριβή, κανένα πρόβλημα: ο δογματικός γραφειοκράτης θα τον αγνοήσει (συνομωσία της σιωπής αποκαλούσαν οι Μαρξ και Ένγκελς τη στάση των αστών ιδεολόγων έναντι του «Κεφαλαίου» του Μαρξ), είτε «θα τον φέρει στο μπόι του»: θα κατασκευάσει μια γελοιογραφική εικόνα των ιδεών και του ίδιου του αντιπάλου, για να επιδείξει στο κοινό του πόσο έχει τον έλεγχο στα λόγια… Εάν δεν τα καταφέρει με αυτές τις άθλιες πρακτικές, έχει και άλλες στη φαρέτρα του: π.χ. κατασυκοφάντηση του αντιπάλου. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο δογματικός, στην προσπάθεια του να υπερασπισθεί το μαρξισμό, να επιδείξει την αδιαμφισβήτητη ανωτερότητα, την καθαρότητα και την αυτάρκεια του «συστήματος» του, όσο περιορίζεται στην προπαγανδιστική «λογική της απάντησης» στον αντίπαλο μετατρέπει τις θέσεις του σε κατ’ εξοχήν ετεροπροσδιοριζόμενες. Ο λόγος που αρθρώνει κινείται κατ’ εξοχήν στον αντίποδα του αντιπάλου, συνιστά την στείρα άρνησή του, παραμένει δηλαδή (έστω και με αντίθετο πρόσημο) δέσμιος της λογικής του αντιπάλου, καθιστά κατ’ αυτό τον τρόπο καθοριστικό σύστημα αναφοράς του τον αντίπαλο. Αυτή η πρακτική λειτουργεί αντικειμενικά ως μέσο μετατροπής των κομμουνιστών σε ουραγούς της κυρίαρχης ιδεολογίας και πρακτικής, σε δέσμιους της στρατηγικής και της τακτικής της αστικής τάξης[18]. Όταν κάποιος αναλίσκεται σε απαντήσεις, το περιεχόμενο, ο προσανατολισμός, η ουσία και ο χρόνος των οποίων καθορίζεται από τον αντίπαλο, πρακτικά ακυρώνεται ως υποκείμενο, μιας και μετατρέπεται σε ουραγό του αντιπάλου με αρνητικό πρόσημο… Οι κομμουνιστές που επιδίδονται σε αυτή την αντιπαράθεση, αποκλείεται να αποκτήσουν ποτέ την στρατηγική πρωτοβουλία των κινήσεων, αποκλείεται να ηγηθούν ενός νικηφόρου μαζικού επαναστατικού κινήματος, μιας και γίνονται εξ υπαρχής ηττημένοι ουραγοί της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, της εκάστοτε ημερήσιας διάταξης που θέτει ο πραγματικός ή φανταστικός αντίπαλος[19]

 

7.Εγκλωβισμός στο παρόν ως φυγή στο απροσδιόριστο μέλλον και τανάπαλι… Μεταφυσική σκοπού και μέσων: τα μέσα ως αυτοσκοπός.

Ενώ ο αναθεωρητής φετιχοποιεί το «εδώ και τώρα», ανάγοντας την πολιτική σε παιχνίδι με όρους αποκλειστικά του παρόντος της συγκυρίας (βλ. τη Realpolitik της 2ης Διεθνούς και την «τέχνη του εφικτού»), ο δογματικός έχει την τάση να φετιχοποιεί το απώτερο μέλλον, μιας και το μετατρέπει σε τελεολογικό εσχατολογικό ιδεώδες, το οποίο -με την γνωστή διαδικασία μεταστροφής από τον δογματισμό στον αναθεωρητισμό- μετατρέπεται τελικά σε άκρον άωτον, σε άπιαστο όνειρο, σε ουτοπική φυγή στο φαντασιακό επέκεινα προς αποφυγή της πραγματικής επανάστασης, από την οποία έχουν πρακτικά παραιτηθεί στον εντεύθεν κόσμο (όπως γίνεται στην μεταφυσική της στρατηγικής χωρίς τακτική, της απόρριψης της νομοτελούς κίνησης κατά στάδια κ.λπ. στο πλαίσιο της οπορτουνιστικής μεταφυσικής του ΚΚΕ)… Σε αυτό το ιδεώδες (το δέον) οφείλει να υποταχθεί η πραγματικότητα. Αν τώρα η πραγματικότητα δεν λέει να υποταχθεί σ’ αυτό το ιδεώδες, το πρόβλημα δεν απασχολεί το δογματικό μας: τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα!

Στην ηθική του, λοιπόν, ο ακτιβιστής δογματικός τείνει να είναι ιησουΐτης: ο ιερός σκοπός του αγιάζει όλα τα μέσα! Ως εξ ορισμού κάτοχος της «απόλυτης αλήθειας» θεωρεί ότι δικαιούται να επιβάλλει την άποψή του, την «εσαεί σωστή γραμμή» του όπου μπορεί με την ισχύ που διαθέτει! Έχει διαρκώς την τάση να επισπεύδει βεβιασμένα τα γεγονότα, να «σπρώξει» το ον στο δέον. Το απόλυτο της «καθαρής» θεωρίας του προβάλλει στο πεδίο της ηθικής ως «κατηγορική προσταγή», ως μεταφυσικός δεοντολογισμός που καθαγιάζει κάθε αυθαιρεσία της βουλησιαρχίας της πρακτικής του.

Ο αναθεωρητής στην πρακτική του ανάγει την όλη υπόθεση σε επιχείρηση (business as usual). Στην αγοραία και φενακισμένη μικροαστική του συνείδηση οι πολιτικές και οι θεωρητικές επιλογές πρέπει να γίνονται με γνώμονα το «νόμο» που θεωρεί ότι ρυθμίζει την «αιώνια» και προσφιλή του αγορά, το παζάρι: το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Η όλη αγωνία του είναι να «παράγει» και να παζαρεύει πράγμα που «πουλιέται καλά» στην πολιτική και όχι μόνο πιάτσα. Αξιολογεί λοιπόν το κάθε βήμα του με όρους κερδοφορίας-κερδοσκοπίας και μπαίνει στο παιχνίδι χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, χωρίς αρχές, αποδεχόμενος τους κανόνες του αντιπάλου (που παύει βέβαια σταδιακά να θεωρείται αντίπαλος). Αυτό φαίνεται ακόμα και από τις διατυπώσεις του, π.χ., «αγορά ιδεών»: ταύτιση της κυριαρχίας των εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων με τον «πολιτισμό» και την «ελευθερία επιλογής», ισχυρισμός ότι η αστική τάξη είναι απλώς «κοινωνικός εταίρος», αλλά προβάλλει ως «αντίπαλο δέος» των «δογματικών-αριστεριστών» κ.λπ. Έτσι, ενώ οι αναθεωρητές επιδίδονται ασύστολα στην εκποίηση και εκπόρνευση του μαρξισμού (όπως έδειξε ο Λένιν για τους ηγέτες της 2ης Διεθνούς)[20], οι δογματικοί είναι πρόθυμοι, άσχετα με τις προθέσεις τους, να βιάσουν ασυστόλως το μαρξισμό και την ιστορία (πάντοτε στο όνομα του μεν και της δε), διακηρύσσοντας συνάμα και την παρθενική τους αγνότητα.

Με αυτές τις «ερμηνείες» του μαρξισμού και στη βάση του πρακτικισμού τους, δογματικοί και αναθεωρητές πραγματοποιούν μια καταπληκτική ιδεολογική αντιστροφή: αμφότεροι ανάγουν τα μέσα σε αυτοσκοπό. Τα μέσα παύουν να αποτελούν μέσα για την επίτευξη του επαναστατικού σκοπού, το περιεχόμενο του οποίου είτε στρεβλώνεται (με την ιησουίτικη χρήση ασύμβατων με αυτόν μέσων), είτε καταργείται (με τον αγοραίο «κινηματισμό-ακτιβισμό» του αναθεωρητισμού). Το μόνο που παραμένει σαφές είναι το «βλέποντας και κάνοντας» της άμεσης τακτικής, ο αγοραίος τακτικισμός[21]

Ο απαλλαγμένος από την μαρξιστική δέσμευση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ μέσων και σκοπών οπορτουνιστής γραφειοκράτης (δογματικός, αναθεωρητής είτε σε μετάβαση από τον πρώτο στο δεύτερο) γίνεται ηθικοπολιτικά δόλιος μακιαβελιστής: θεωρεί καθ’ όλα θεμιτή τη χρησιμοποίηση κάθε μέσου για την επίτευξη των εκάστοτε καιροσκοπικών «σπουδαίων» σκοπών του στον πολιτικό αγώνα, την περιφρόνηση κάθε ηθικού κανόνα και την συστηματική απάτη-καταδολίευση στον αγώνα για την εξουσία (εσωκομματική, εντός του αστικού πολιτικού συστήματος και στις διεθνείς σχέσεις).

 

8.Η κοινή μεταφυσική μεθοδολογία ως βάση συμπληρωματικότητας, παραπληρωματικότητας, συνέργειας και μεταπηδήσεων.

Εδώ είναι που βρίσκεται η λυδία λίθος, η ενδότερη βάση της συγγένειας, ο κοινός παρονομαστής αναθεωρητισμού και δογματισμού. Παρ’ όλη τη φαινομενική αντιπαλότητα τους η μεθοδολογία σκέψης και δράσης τους παρουσιάζει εκπληκτική ομοιότητα. Κι αυτό διότι και οι δυο είναι ανίκανοι να υπερβούν τα αναγκαία σε κάποιες βαθμίδες της νόησης, αλλά ανεπαρκή όρια του κοινού νου, της καθημερινής αγοραίας συνείδησης και της προδιαλεκτικής βαθμίδας της νόησης, της διάνοιας (Verstand). Η μόνη λογική την ύπαρξη της οποίας παραδέχονται, είναι η τυπική λογική της απόλυτης διάζευξης, όπως άλλωστε οι απανταχού μεταφυσικοί. Ούτε κουβέντα για την ραχοκοκαλιά του μαρξισμού, την διαλεκτική λογική. Βραχυκυκλωμένοι λοιπόν στην προδιαλεκτική βαθμίδα της νόησης, παγιδεύονται αμφότεροι στην αντιδιαλεκτική και μεταφυσική σκέψη. Όπως έδειξε ο Λένιν, όταν μας διαφεύγει το γεγονός ότι «ο μαρξισμός δεν είναι δόγμα, αλλά καθοδήγηση για δράση» (Ένγκελς), κάνουμε το μαρξισμό «μονόπλευρο, τερατώδη, νεκρό, του αφαιρούμε τη ζωντανή ψυχή του, υπονομεύουμε τα βασικά θεωρητικά του θεμέλια, τη διαλεκτική, τη διδασκαλία για την ολόπλευρη και πλήρη αντιφάσεων ιστορική ανάπτυξη, υπονομεύουμε τη συνάφεια του με τα συγκεκριμένα πρακτικά καθήκοντα της εποχής…»[22].

Αλλά και οι αναθεωρητές ακολουθώντας την αστική, καθηγητική «επιστήμη» ρίχνονται στο «βάλτο του εκχυδαϊσμού της επιστήμης, αντικαθιστώντας την “πονηρή” (και επαναστατική) διαλεκτική με την “απλή” (και ήπια) “εξέλιξη”…»[23]. Και αυτή η κοινή για αναθεωρητές και δογματικούς μεθοδολογία πηγάζει σε τελευταία ανάλυση από το μικροαστικό χαρακτήρα των τοποθετήσεων τους.

Δύο τάσεις που αυτοπροσδιορίζονται ως διαμετρικά αντίθετες ως προς τη στάση ζωής (η απόλυτη άρνηση της κεφαλαιοκρατίας και η αποδοχή στην πράξη του απόλυτου και ανυπέρβλητου χαρακτήρα της κεφαλαιοκρατίας) οδηγούν σε δύο εκδοχές του (προμαρξικής προέλευσης) μικροαστικού σοσιαλισμού: στον «κομμουνισμό του στρατώνα» και στο ρεφορμιστικό «εκσυγχρονισμό» της πλήρους ενσωμάτωσης στο καθεστώς του κεφαλαίου.

Αμφότεροι βασίζονται στον πρακτικισμό, στον τακτικισμό, στον έρποντα εμπειρισμό και στον πολιτικό πραγματισμό. Η κοινή μεθοδολογία και (σε τελευταία ανάλυση) η ταξική προέλευση δογματισμού και αναθεωρητισμού, καθιστούν πολύ εύκολη τη μεταπήδηση από τον πρώτο στο δεύτερο, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και ήττας του επαναστατικού κινήματος, όπως συνέβη με την πρωτοφανή αντεπανάσταση και την κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση που έλαβε χώρα στην ΕΣΣΔ και στις ευρωπαϊκές χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού. Αντίστοιχη κλιμάκωση τέτοιων μεταπηδήσεων παρατηρείται και κατά την κλιμάκωση του Γ’ ΠΠ.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο δογματικός που θα θέσει κάποτε υπό αμφισβήτηση την «αδιάσειστη ισχύ» και την «απόλυτη αλήθεια» των δογμάτων του μεταπηδά με θαυμαστή ευκολία στον ανερμάτιστο και άκρατο αναθεωρητισμό. Και η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος βρίθει από τέτοια παραδείγματα σαλταρισμάτων. Ενδεικτική είναι, π.χ., η θορυβώδης πορεία του πάλαι ποτέ υπέρμαχου του γαλλικού δογματισμού, Ροζέ Γκαροντί, προς άλλα δόγματα (μωαμεθανισμό, μυστικισμό του Θιβέτ, άρνηση του ολοκαυτώματος κ.λπ.), δηλαδή, στον αχαλίνωτο αναθεωρητισμό. Και οι εν λόγω μεταστροφές κάθε άλλο παρά ανάγονται στις προσωπικές ιδιότητες των εν λόγω υποκειμένων.

 

9.Οπορτουνιστική αποστασία, ιδεολογικός εκφυλισμός και απεμπόληση της επαναστατικής προοπτικής.

Η νομοτελής πορεία από το δογματισμό στον αναθεωρητισμό εκδηλώνεται σε μαζική κλίμακα σε περιόδους κρίσης και πολέμου. Είναι άκρως υποκειμενική-ιδεαλιστική η αντίληψη, π.χ., που ανάγει συλλήβδην την αντεπανάσταση που δρομολογήθηκε με την περεστρόικα, είτε τη δεξιά στροφή μεγάλου μέρους της Αριστεράς στην Ελλάδα στην υποκειμενική προδοσία των πρωταγωνιστών αυτών των διαδικασιών (χωρίς βέβαια να υποτιμάται και αυτή η πλευρά). Η αντίληψη αυτή εμποδίζει την επιστημονική διερεύνηση των βαθύτερων (διεθνών, ταξικών, οργανωτικών και ιδεολογικών) αιτίων αυτών των φαινομένων, συγκαλύπτει τα γενεσιουργά αίτιά τούς, συμβάλλοντας αντικειμενικά στην αναπαραγωγή τους, ίσως σε χειρότερη και τραγικότερη μορφή. Δεν υπάρχουν τερατογενέσεις που να είναι προϊόντα άψογων συλλήψεων.

Η πείρα του εκφυλισμού ολόκληρων μαζικών κομμάτων -μη εξαιρουμένου και του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας, που ιδρύθηκε με την άμεση καθοδήγηση των Μαρξ και Ένγκελς- της Β’ Διεθνούς και οι αναλύσεις των κλασικών γι’ αυτά τα φαινόμενα αποκτούν ιδιαίτερη επικαιρότητα σήμερα. Όπως επιβεβαιώνει και η μελέτη της ιστορίας του εκφυλισμού του ΚΚΕ[24], η κλιμάκωση της ολικής μεταστροφής κομμουνιστικών κομμάτων στον αναθεωρητισμό ξεκινά από την ουσιαστική οπορτουνιστική διολίσθηση σε καθεστωτικές θέσεις, από την πρακτική υιοθέτηση του ρεφορμισμού από την ηγεσία, η οποία φραστικά διακηρύσσει (με ολοένα και πιο ασαφείς και αόριστες διατυπώσεις), την προσήλωση της στους «στρατηγικούς» στόχους και στο «μαρξισμό-λενινισμό», και διατηρεί τα παραδοσιακά γνωρίσματα-σύμβολα του κόμματος (μαρτυρολόγια, ονομασία, σφυροδρέπανο κ.λπ., τα «εικονίσματα» που έλεγε ένας από τους ιστορικούς πρώην Γ.Γ. του ΚΚΕ, ο Χαρίλαος Φλωράκης), αυτά που ενεργοποιούν βαθιά ιστορικά εξαρτημένα αντανακλαστικά, συνειρμικές συναισθηματικές φορτίσεις, ικανές να καλλιεργήσουν την ψευδαίσθηση της συνέχισης των αρχικών επαναστατικών παραδόσεων, παρά το γεγονός ότι η οπορτουνιστική μετάλλαξη, η σήψη είναι πλέον προϊούσα και μη αναστρέψιμη. Τα σύμβολα αυτά παίρνουν τη μορφή τελετουργικών-θρησκευτικών «εικονισμάτων». Μπορεί βέβαια κάποιοι κομμουνιστικοί σκοποί (ακριβέστερα: κομμουνιστικοφανείς διακηρύξεις) να παραμένουν επτασφράγιστοι στο «εικονοστάσι» του προγράμματος. Όμως, όπως έλεγε ο Ένγκελς, «το επίσημο πρόγραμμα ενός κόμματος έχει λιγότερη σημασία από αυτό που το κόμμα πράττει στην πραγματικότητα»[25]. Μπορεί μεν να διατηρείται κάποια επίφαση προλεταριακότητας, όμως η ηγεσία χειρίζεται τους όρους «προλεταριάτο» και «εργατική τάξη» ασκώντας παρεμφερή δημαγωγική κολακεία μ’ αυτή που ασκούν οι αστοί πολιτικοί, μετατρέποντας σε ιερή τη λέξη «λαός» και «υποκαθιστώντας την επαναστατική ανάπτυξη με φραστική υποκρισία περί επανάστασης»[26].

Στην πράξη όμως, γι’ αυτούς «η ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος είναι υπόθεση του απώτερου απροσδιόριστου μέλλοντος, που δεν έχει απολύτως καμία σημασία για τη σημερινή πολιτική πρακτική. Το ίδιο ισχύει και για την ταξική πάλη μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης. Στα χαρτιά παραδέχονται αυτή την πάλη, διότι θα ήταν απλώς αδύνατον πλέον να την αρνούνται, στην πράξη όμως την κατευνάζουν, την αμβλύνουν, την αποδυναμώνουν…»[27]. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους «που ενώ κάνουν ότι είναι πολυάσχολοι και πολυπράγμονες, όχι μόνον οι ίδιοι δεν κάνουν τίποτε, αλλά πασχίζουν να εμποδίζουν να συμβεί οτιδήποτε άλλο εκτός από φλυαρίες… που με το φόβο τους μπροστά σε κάθε δράση τροχοπεδούσαν το κίνημα σε κάθε βήμα και τελικά το οδήγησαν σε ήττα, που ποτέ δεν βλέπουν την αντίδραση και εκπλήσσονται εξαιρετικά επειδή βρέθηκαν σ’ ένα αδιέξοδο, απ’ όπου είναι εξίσου αδύνατη και η αντίσταση και η φυγή. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που θέλουν να στριμώξουν την ιστορία στο μικροαστικό τους ορίζοντα, τους οποίους όμως η ιστορία ποτέ δεν λογαριάζει και βαδίζει το δρόμο της»[28].

Ο βαθμιαίος εθισμός της βάσης του κόμματος στην καιροσκοπική άσκηση μικροπολιτικών της στιγμής, η έντονη ιδεολογικοποίηση αυτής της πρακτικής με την καταιγιστική προβολή της (από τα κομματικά και αστικά Μ.Μ.Ε.) ως μόνης «ρεαλιστικής» εναλλακτικής και συγκεκριμένης πρότασης και η συστηματική εξουδετέρωση κάθε σοβαρού αντίλογου (διοικητικά, μέσω της διαστρέβλωσης, της αποσιώπησης και της ιδεολογικής τρομοκρατίας που οδηγούν στην οπαδοποίηση, στην αδρανοποίηση και τελικά στην ιδιώτευση), θα οδηγήσουν τελικά νομοτελώς στη σαφή και ρητή απόρριψη ακόμα και αυτών των εναπομεινάντων συμβόλων -«εικονισμάτων». Το μέτρο, οι ρυθμοί και τα συγκεκριμένα βήματα του εκφυλισμού των παραδοσιακών επαναστατικών κομμάτων επιλέγονται πάντοτε με κριτήριο την άσκηση μιας ελεγχόμενης χειραγώγησης της συνείδησης και της συμπεριφοράς των μαζών με έναν ιδεολογικό και πρακτικό μιθριδατισμό, βάσει της γνωστής αστικής χειραγώγησης του «παράθυρου του Όβερτον». Χαρακτηριστικό είναι, π.χ., το γεγονός ότι αυτός που επιχείρησε αρχικά να απαντήσει στην αναθεωρητική επίθεση του Μπερνστάιν εξ ονόματος της μαρξιστικής ορθοδοξίας ήταν ο Κάουτσκι, μετέπειτα οπαδός του «σοσιαλιμπεριαλισμού» και πολέμιος της μπολσεβίκικης επανάστασης, ο οποίος, ωστόσο, μέχρι το τέλος της ζωής του διατηρούσε τις αγνές και τίμιες προθέσεις της «μαρξιστικής ορθοδοξίας» του, την πίστη του στην «καθαρή ταξική πάλη» κ.λπ. Όμως η απόρριψη «των μεγάλων και θεμελιωδών στόχων χάριν των συμφερόντων της στιγμής και της ημέρας, αυτό το κυνήγι των επιτυχιών της στιγμής και η πάλη γι’ αυτές χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι περαιτέρω συνέπειες, αυτή η θυσία του μέλλοντος του κινήματος χάριν του παρόντος μπορεί και να γίνονται από «τίμια» ελατήρια. Αυτό όμως είναι και παραμένει οπορτουνισμός, και ο «τίμιος» οπορτουνισμός είναι κατά τη γνώμη μας πιο επικίνδυνος από όλους τους άλλους»[29].

 

10.Υγιή στοιχεία στη δυναμική της ανάπτυξης γνώσης και πράξης και παγίδευση σε νοσηρά αδιέξοδα.

Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι εδώ επισημαίνουμε τα γνωρίσματα αυτών των δύο κυρίαρχων σήμερα τάσεων του μαρξισμού κατά κάποιο τρόπο σε «τυπική καθαρή μορφή». Στην πραγματικότητα υπάρχει πληθώρα εκδοχών και ενδιάμεσων τύπων, οι οποίοι ουσιαστικά ανάγονται στους δύο παραπάνω.

Αν εξαιρέσουμε τους συνειδητούς φορείς της αστικής ιδεολογίας, τους απολογητές του εκσυγχρονισμού της κεφαλαιοκρατίας και των γραφειοκρατικοποιημένων και εκφυλισμένων (τέως) εργατικών κομμάτων, μεταξύ κάποιων ανθρώπων που διάκεινται φιλικά προς τον αναθεωρητισμό, ενίοτε ενδέχεται να εκδηλωθεί και μια ζωντανή κριτική διάθεση, κάποια υγιής αμφισβήτηση και ένας σκεπτικισμός. Αν τα χαρακτηριστικά αυτά αποτελούν απλώς μιαν ορισμένη φάση-βαθμίδα στη διαδικασία εμβάθυνσης της κοσμοθεώρησης, υπό ορισμένες συνθήκες, με έντονη παρέμβαση των κομμουνιστών, ενδέχεται να εξελιχθούν σε κριτικές επαναστατικές, δηλαδή σε δημιουργικές θέσεις (αν βέβαια δεν βραχυκυκλώσουν τη συνείδηση αυτών των ανθρώπων οι αναθεωρητές με την διαλυτική τους προπαγάνδα).

Αν εξαιρέσουμε τους γραφειοκράτες απολογητές, που έχοντας αυτοσκοπό τους την δικαίωση και κατοχύρωση της ύπαρξης και λειτουργίας τους στον μηχανισμό, μέσω της αναπαραγωγής των γραφειοκρατικών δομών, που υπηρετούν, χρησιμοποιούν ως ιδεολογικό προκάλυμμα για τα πεπραγμένα τους ένα δογματοποιημένο «μαρξισμό», στο πλαίσιο της δογματικής τάσης, σε συγκυρίες σύγχυσης και διάλυσης, παρατηρείται ενίοτε και μια αμυντική τάση «εμμονής και πίστης στις αρχές», από τίμιους απλούς ανθρώπους, καλοπροαίρετα προσκολλημένους στο δογματισμό, λόγω ακριβώς των σκληρών συνθηκών της ταξικής πάλης που βιώνουν. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν και είναι ακόμα αυτοί που προβάλλουν ανυποχώρητη αντίσταση στην κλιμάκωση της αστικής αντεπανάστασης στα κράτη και κρατίδια που προέκυψαν από την αστική αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ, που αντιμάχονται την νεοπαγή αστική τάξη και τους αναθεωρητές οπορτουνιστές συμμάχους της. Από αυτή την τάση (αν δεν βραχυκυκλώνει, απολυτοποιείται κ.λπ.) είναι επίσης εφικτή η μετάβαση σε θέσεις του δημιουργικού μαρξισμού.

Στον τομέα της επιστήμης, στη θεωρητική δραστηριότητα, ορισμένος «δογματισμός» παίζει συχνά το ρόλο ενός υγιούς και εύλογου «συντηρητισμού», ο οποίος αντιστέκεται στο διαλυτικό ρεύμα του «υπερεπαναστατισμού», στο «μεθοδολογικό αναρχισμό»[30], στον μεταμοντέρνο ανορθολογισμό και στις τάσεις άρνησης, διάλυσης και καταστροφής του επιστημονικού κεκτημένου. Δρα, δηλαδή, ως αντίποδας στην τάση απόρριψης των θεμελίων της επιστήμης και του ίδιου του ορθολογισμού. Ωστόσο, αυτός ο «συντηρητισμός» μπορεί κάλλιστα να εξελιχθεί σε καθαυτό συντηρητισμό και δογματισμό, αν η επιστημονική δραστηριότητα αποκόπτεται από τα νέα γεγονότα και περιορίζεται στην «απλή στερεοτυπική αναπαραγωγή» της διαθέσιμης γνώσης-θεωρίας, χωρίς να παράγει νέα γνώση μέσω της ερμηνείας αυτών των γεγονότων και του κριτικού αναστοχασμού των κεκτημένων της επιστήμης.

Σε διαφορετικές ιστορικές φάσεις του κινήματος δεσπόζει άλλοτε η μεν και άλλοτε η δε από τις παραπάνω τάσεις. Σε συνθήκες επαναστατικής έξαρσης, επαναστατικών καταστάσεων, όξυνσης της ταξικής πάλης, παρανομίας κ.λπ. δεσπόζει κατεξοχήν η δογματική αριστερίστικη τάση. Κατά τη διάρκεια όμως παρατεταμένων ήπιων, εξελικτικών και ειρηνικών περιόδων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας, είτε κατά τη διάρκεια μιας ήττας του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος από την αντεπανάσταση, κυρίως στις χώρες του ιμπεριαλισμού, δεσπόζει κυρίως η αναθεωρητική τάση. Η τάση αυτή έχει εδραιωθεί ιδιαίτερα στα αριστερά κινήματα των κεφαλαιοκρατικών χωρών με υψηλό ή μέσο επίπεδο ανάπτυξης, γεγονός που συνδέεται και με ριζικές αλλαγές των συνθηκών και του τρόπου ζωής των εργαζομένων (λόγω των δυνατοτήτων που παρέχει στις άρχουσες τάξεις η τεχνολογική κ.λπ. υπεροχή τους έναντι των ασθενώς ανεπτυγμένων χωρών, λόγω εξαγοράς της εργατικής αριστοκρατίας με μερίδιο των μονοπωλιακών υπερκερδών που απομυζούν από όλο τον πλανήτη κ.λπ.).

Πρέπει να επισημάνουμε ότι, από τη σκοπιά του αναθεωρητισμού, ο κάθε δημιουργικός συνεπής μαρξιστής προβάλλει ως δογματικός. Και αντίστροφα, από τη σκοπιά του δογματισμού, κάθε δημιουργική μαρξιστική τάση χαρακτηρίζεται αναθεωρητική… Η επιφανειακή, μεταφυσική κατηγοριοποίηση που χαρακτηρίζει και τις δύο αυτές τάσεις ενεργοποιείται και εδώ στο επίπεδο του ενστικτώδους αυτοματισμού, του εξαρτημένου αντανακλαστικού…

 

Ορισμένα συμπεράσματα.

Όπως διαπιστώσαμε, η κλιμάκωση του Γ’ΠΠ οδηγεί νομοτελώς σε πόλωση και διάσπαση του παγκόσμιου αντιιμπεριαλιστικού και επαναστατικού κινήματος. Η αδυσώπητη σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων του επιτιθέμενου ιμπεριαλιστικού άξονα με επικεφαλής τις ΗΠΑ και των δυνάμεων του σοσιαλισμού και του αντιιμπεριαλισμού εισβάλλει ορμητικά και στο εσωτερικό του κινήματος. Εκφυλιστικές τάσεις δεκαετιών -αν όχι αιώνων- εκδηλώνονται και επιταχύνονται με εκρηκτική μορφή. Όσο και αν προσπαθούν, οι δυνάμεις του πιο επικίνδυνου σήμερα οπορτουνισμού, είναι ανίκανες πλέον να συγκαλύψουν αποτελεσματικά την συνέργειά τους με τον επιτιθέμενο ιμπεριαλιστικό άξονα.

Στο κείμενο αυτό, αναδείξαμε το περίγραμμα των θεωρητικών και πρακτικών χαρακτηριστικών της σχέσης του οπορτουνισμού με τον δογματισμό και τον αναθεωρητισμό, μέσα από την εξέταση ορισμένων βασικών ζητημάτων:

  • πώς βλέπουν το θεωρητικό σύστημα του μαρξισμού και τη συσχέτιση του με τη μέθοδο, με τη διαλεκτική;
  • ποια είναι εκ των πραγμάτων (και όχι στο επίπεδο των διακηρύξεων) η μεθοδολογία τους;
  • ποια είναι η σχέση τους με τις καταβολές του μαρξισμού και με τα αντίπαλα προς αυτόν ρεύματα;
  • πώς εξετάζουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της θεωρίας και της πολιτικής πράξης;
  • ποιες είναι οι γνωσιοθεωρητικές τους τοποθετήσεις και πώς αντιμετωπίζουν το ζήτημα της επιστημονικής αλήθειας;
  • ποια είναι η κοινωνική-ταξική προέλευση τους και ο ρόλος που εκ των πραγμάτων διαδραματίζουν στο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων;
  • ποια είναι η ηθική τους φιλοσοφία;
  • τι είδους πολιτική ασκούν;
  • πώς συσχετίζουν τη στρατηγική με την τακτική, τα μέσα με τους σκοπούς κ.λπ.

Εδώ δεν πρόκειται, βέβαια, για ερωτήματα «ακαδημαϊκού» ενδιαφέροντος.

Καταφανώς, καθοριστικής σημασίας στην εκφυλιστική διαδικασία ενσωμάτωσης στο καθεστώς του κεφαλαίου ενός κόμματος είναι η σταδιακή μετατόπιση της πρακτικής και οργανωτικής του δράσης στην κατεύθυνση της υπονόμευσης και ακύρωσης του επαναστατικού υποκειμένου και των αντιιμπεριαλιστικών λαϊκών δυνάμεων, στην κατεύθυνση της πρακτόρευσης των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού στο κίνημα. Ο Εκφυλισμός αυτός συνδέεται οργανικά με την υποτίμηση και αγνόηση του καθοδηγητικού ρόλου της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας του μαρξισμού λενινισμού, με την ακύρωση της οργανικής διασύνδεσής του με το εργατικό-λαϊκό κίνημα, με την παραίτηση από το επαναστατικό καθήκον δημιουργικής ανάπτυξής του. Ωστόσο, η δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξής του: παραίτηση από αυτή τη δημιουργική ανάπτυξη σημαίνει μετατροπή του μαρξισμού σε κάτι άλλο. Για αυτό και οι οπορτουνιστές είναι αναγκασμένοι να αποσπούν μεταφυσικά την θεωρία από την πράξη ενώ ανάγουν την επιστημονική θεωρία σε αγοραία προπαγανδιστικά ιδεολογήματα, προς συγκάλυψη των εκάστοτε οπορτουνιστικών-καθεστωτικών διολισθήσεων. Έτσι, απορρίπτουν εκ των πραγμάτων και απεμπολούν τόσο την επαναστατική θεωρία όσο και την επαναστατική πράξη, μιας και όπως απέδειξε ο Λένιν, «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα […] το ρόλο του πρωτοπόρου αγωνιστή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο ένα κόμμα που καθοδηγείται από πρωτοπόρα θεωρία» ( Β. Ι. Λένιν: «Τι να κάνουμε;», Άπαντα, τ. 6, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1976, σελ. 24-25). Για αυτό οι οπορτουνιστές υποκαθιστούν την επαναστατική θεωρία με αυθαίρετα ιδεολογήματα προς προπαγανδιστική επένδυση των υπονομευτικών για το κίνημα πρακτικών τους, έρποντας κατά περίπτωση ανάμεσα στη Σκύλλα του δογματισμού και στη Χάρυβδη του αναθεωρητισμού, ανάμεσα στην δήθεν άνευ όρων και ορίων «πίστη» και «προάσπιση θέσεων» της μουμιοποιημένης μεταφυσικής δογματικής τους διαστρέβλωσης και ανερμάτιστη αποδόμηση του μαρξισμού και υποκατάστασή του με κάθε λογής αστικά, μεταφυσικά ιδεολογήματα/δόγματα.

Όπως διαπιστώσαμε, οι δύο αυτές τάσεις, λόγω ακριβώς της ταξικής τοποθέτησης τους, η οποία συνδέεται εσωτερικά με τη μεταφυσική τους μεθοδολογία, αποδεικνύονται άκρως άγονες και ανίκανες να αναπτύξουν την επαναστατική θεωρία, ανίκανες να συμβάλλουν στην αναβάθμιση, στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος. Η συνειδητοποίηση αυτού του πορίσματος είναι μεν αναγκαία προϋπόθεση για την δημιουργική ανάπτυξης του μαρξισμού, αλλά όχι και ικανή.

Καθήκον της Παγκόσμιας Αντιιμπεριαλιστικής Πλατφόρμας είναι να διευρύνει και να εμβαθύνει την δράση και την επιρροή της στο έργο του συντονισμού των δυνάμεων του αντιιμπεριαλισμού και του σοσιαλισμού σε ένα αρραγές νικηφόρο μέτωπο, να αποκαλύψει και να συντρίψει τις άκρως υπονομευτικές και καταστροφικές για το κίνημα δυνάμεις του οπορτουνισμού και να συμβάλει στην ανασύνταξη και ανάπτυξη του πρωτοπόρου ρόλου των συνεπών κομμουνιστικών δυνάμεων στον αγώνα. Αυτό το εξαιρετικά σύνθετο και ζωτικά απαραίτητο για την επιβίωση και την πρόοδο της ανθρωπότητας καθήκον, απαιτεί αναβάθμιση της έρευνας, ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας.

Εκ των ων ουκ άνευ όρος για την αποκάλυψη και την συντριβή του οπορτουνισμού, που πρακτορεύει τα στρατηγικά συμφέροντα του άξονα στο εσωτερικό του κινήματος, είναι και η επιστημονική διακρίβωση των μηχανισμών διασύνδεσης του οπορτουνισμού με τις δύο βασικές εκδοχές διαστρέβλωσης και καταστροφής της επαναστατικής θεωρίας και πράξης: τον δογματισμό και τον αναθεωρητισμό. Απαιτείται ανένδοτος αγώνας για την αποκάλυψη του πραγματικού ρόλου, για το ξεμπρόστιασμα, για τη θεωρητική, ιδεολογική, ηθικοπολιτική και οργανωτική συντριβή της τοξικά διαλυτικής αποστασίας των οπορτουνιστών, με όποια δογματικά είτε/και αναθεωρητικά τοξικά φτιασίδια και αν πλασάρουν τον υπονομευτικό τους ρόλο.

Η γνώση αυτών των μηχανισμών καθιστά πιο προβλέψιμες τις δόλιες υπονομευτικές κινήσεις των οπορτουνιστών, βοηθά στην αποκάλυψη και συντριβή του εχθρού στις τάξεις του κινήματος, εξοπλίζει την ΠΑΠ ώστε να κλιμακώσει τον αγώνα της πιο αποτελεσματικά, μέχρι την οριστική νίκη των δυνάμεων του αντιιμπεριαλισμού και του σοσιαλισμού.

 

 

[1] Βλ. Stephen Cho. The Character of the War. Platform-Organ-No.4. September 2023, pp. 64-66. https://waporgan.org/?p=2772

[2] Βλ. Stephen Cho. Let Us March Forward Towards Victory, Holding Higher The Banner of Anti-Imperialism! https://waporgan.org/?p=282

[3] Βλ. και Harpal Brar. Zionism―A Racist, Anti-semitic and reactionary tool of imperialism (Chapter 5. Nazi-Zionist collaboration). Platform-Organ-No.8-Jan-2024, Pp. 10-26. https://waporgan.org/wp-content/uploads/2024/01/Platform-Organ-No8.pdf. Του ίδιου: Zionism―A racist, anti-semitic and reactionary tool of imperialism (Chapter 2. Zionism―a racist ideology) Platform-No.9-Feb-2024, pp. 8-18. https://waporgan.org/?p=3324

[4] Βλ. και: Λένιν Β.Ι. Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι. Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμ. 37, σελ. 235-338.

[5] Οι σημερινοί αποστάτες καμώνονται τους επαναστάτες, προβάλλοντας αυθαίρετα τον Γ’ ΠΠ ως δήθεν ταυτόσημο με τον Α’ ΠΠ του 1914, για να τον στριμώξουν στα μεταφυσικά ιδεολογήματά τους, βάσει των οποίων όλες οι χώρες είναι ιμπεριαλιστικές σήμερα, δομές αυθύπαρκτες στη φαραωνική «ιμπεριαλιστική πυραμίδα» και να δικαιολογήσουν την πρακτική ολική συμπόρευσή τους με τον επιτιθέμενο ιμπεριαλιστικό άξονα ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ μασκαρεμένοι με τον φερετζέ των «ίσων αποστάσεων»… Αντίστοιχα μεταφυσική και ανιστορική ήταν η προσέγγιση των θεωρητικών της Β’ Διεθνούς, όταν προσπαθούσαν εφαρμόσουν τα σχήματα που είχαν υιοθετήσει για την κεφαλαιοκρατία του ελεύθερου ανταγωνισμού στο νέο στάδιο, στη νέα εποχή του ιμπεριαλισμού και των σοσιαλιστικών επαναστάσεων…

[6] Σαφές σύμπτωμα γραφειοκρατικού εκφυλισμού του διεθνισμού, απότοκο των συνολικότερων εκφυλιστικών τάσεων του κινήματος, είναι και η παγίωση μιας μορφής ακτιβισμού που συνδέεται με την τάση αναγωγής των διεθνών επαφών εκπροσώπων κομμάτων και οργανώσεων σε ιδιότυπο πεδίο «δημοσίων σχέσεων», πολιτικού διαδρομισμού (lobbying), αναζήτησης υψηλών επαφών, γνωριμιών και διασυνδέσεων με «πρόσωπα V.I.P.» του εξωτερικού, στο πνεύμα ενός αστικού-μικροαστικού κοσμοπολιτισμού, ένας ιδιότυπος ναρκισσισμός, παραγοντισμός και ελιτισμός του «διεθνιστή δημοσιοσχεσίτη», ο εθισμός στα ταξίδια, σε μια μορφή «διεθνιστικού συνεδριακού τουρισμού» κ.λπ. Βλ. και το κεφάλαιο: “International Meeting of Communist and Workers Parties” στο: Joti Brar. On the current state and problems of the communist movement, Platform-Organ-No8, October 2023, pp. 54-56.

 

[7] Stephen Cho. The three major goals of the World Anti-Imperialist Platform. Platform-No.3-2, August 2023, pp. 63-66. https://waporgan.org/?p=2539

[8] Ξεκίνησα την έρευνά μου για τον οπορτουνιστικό εκφυλισμό κομμουνιστικών κομμάτων και τη σύνδεσή του με το δίπολο δογματισμός-αναθεωρητισμός ήδη από την δεκαετία του 1980, σε συνεργασία και με την καθοδήγηση του δάσκαλού μου, του μεγαλοφυούς σοβιετικού επαναστάτη ερευνητή Βίκτορα Αλεξέγιεβιτς Βαζιούλιν. Η έρευνα αυτή συνδέεται με την συστηματική μελέτη της ιστορίας και τη θεωρίας του μαρξισμού και του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.

Προνομιακά πρόσφορο εμπειρικά δεδομένο αντικείμενο αυτής της έρευνας ήταν η ιστορική πορεία του κόμματος των μπολσεβίκων, του ΚΚΣΕ, ο θρίαμβος της Οκτωβριανής Επανάστασης, της Αντιφασιστικής νίκης και των αλμάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και η τραγωδία της δρομολόγησης της αντεπανάστασης, η κλιμάκωση του εκφυλισμού του (ως αποτέλεσμα του οποίου, από επαναστατική πρωτοπορία μετετράπη σε γραφειοκρατικό μηχανισμό διοίκησης και τελικά σε συντελεστή της αντεπανάστασης), αλλά και το ιστορικό κόμμα της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης και του λαού μου, το ΚΚΕ.

Η ιστορική ιδιοτυπία των ηρωικών επαναστατικών αγώνων της Ελλάδας, η θέση και ο ρόλος της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό της εργασίας κ.λπ., αντανακλούν και στην αντιφατική ιστορία της κλιμάκωσης του εκφυλισμού αυτού του κόμματος. Ο μετωπικός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας κατά τον Β’ ΠΠ, ο τραγικός «εμφύλιος»-ταξικός πόλεμος, η ήττα από τους αγγλοσάξονες, η δύναμη των επαναστατικών παραδόσεων, η επιβολή καθεστώτος νέας κατοχής, ξένων βάσεων ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, το μοναρχοφασιστικό καθεστώς, η φασιστική χούντα της CIA, η ιστορική απουσία όρων για παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία και ευρωκομμουνισμό (σοσιαλδημοκρατικού τύπου μόρφωμα εμφανίστηκε μετά την πτώση της χούντας το 1974, ενώ η διάσπαση της ευρωκομμουνιστικής ομάδας από το ΚΚΕ έγινε κυρίως στο εξωτερικό το 1968), οδήγησαν σε μη τυπικούς για ευρωπαϊκή χώρα τρόπους, ρυθμούς και δρόμους αντιφατικού εκφυλισμού αυτού του κόμματος.

Η καθυστερημένη διάσπαση της ευρωκομμουνιστικής ομάδας, καθώς και οι ανάγκες ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης με αυτήν, κράτησαν επί μακρό ζωντανές τις συνεπείς επαναστατικές κομμουνιστικές παραδόσεις στο κόμμα και στο λαό.

Ισχυρή ώθηση στον οπορτουνιστικό εκφυλισμό του ΚΚΕ έδωσε αφ’ ενός μεν η ανοικτή αστική αντεπανάσταση και η κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ και στις ευρωπαϊκές χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού, αφ’ ετέρου δε, η συμμετοχή του κόμματος σε αστικές κυβερνήσεις, στη βάση ευρωκομμουνιστικών θέσεων που επέβαλλε η ηγεσία πραξικοπηματικά, ιδιαίτερα από τον Μάρτιο του 1988. Η κατρακύλα στον καθεστωτικό οπορτουνισμό δεν ήταν απλή, εύκολη και γραμμική. Για αυτό, στο παράδειγμα της ιστορίας του ΚΚΕ, μπορούμε να μελετήσουμε ανάγλυφα τους περίπλοκους και αντιφατικούς μηχανισμούς κλιμάκωσης της οπορτουνιστικής διολίσθησης, αλλά και τους μηχανισμούς της συνακόλουθης ιδεολογικής χειραγώγησης, με εργαλειακή χρήση συνταγών από το δίπολο δογματισμός-αναθεωρητισμός.

[9] Στοιχεία αυτής της έρευνας πρωτοδιατυπώθηκαν σε ένα χειρόγραφο-μονογραφία που συνέγραψα το 1989 στη Μόσχα. Μέρη αυτής της προβληματικής δημοσιεύθηκαν στα εξής: Δημ. Πατέλης – Μαν. Δαφέρμος – Περ. Παυλίδης. Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε. Ουτοπία, Νο 13, 1994, σ. 55-67. Д. Пателис, М.Дафермос, П. Павлидис, Буржуазная контрреволюция и некоторые итоги развития марксизма. (К вопросу о стратегии и тактике революционного исследования), στο: Труды Международной Логико-Исторической Школы (МЛИШ). ИСТОРИЯ И РЕАЛЬНОСТЬ: УРОКИ ТЕОРИИ И ПРАКТИКИ. ВЫПУСК 2 (Москва, 1995)

 

[10] Βλ. Γκ. Λούκατς, Αστική και σοσιαλιστική δημοκρατία, Εκδ. Κριτική, σελ. 116. Κατά τον Λ. Αλτουσέρ, η διαλεκτική μεθοδολογία απορρίπτεται συλλήβδην ως «ιδεολογική ανωριμότητα» και «καπρίτσιο» του Μαρξ…

[11] Ο μηχανιστικός ντετερμινισμός αυτού του τύπου αφορά ορισμένες βαθμίδες των φυσικών επιστημών και του αντίστοιχου κοσμοειδώλου. Βλ. σχετικά Β. Ι. Λένιν, Υλισμός και Εμπειριοκριτισμός, Άπαντα, τ. 18, καθώς και τα σχετικά έργα των Ε. Μπιτσάκη και J. D. Beernal.

 

[12] Βλ. σχετικά Β.Ι. Λένιν, Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός, Άπαντα, τ.18.

[13] Ο όρος «σύστημα» δεν έχει εδώ το νόημα που του αποδίδει η κατεύθυνση των «συστημικών ερευνών», του δομισμού (στρουκτουραλισμού), των δομικών-λειτουργικών προσεγγίσεων και των αντίστοιχων μαθηματικοποιημένων και κυβερνητικών μοντέλων. Εδώ αναφερόμαστε στο διαλεκτικό σύστημα.

[14] Διάνοια και λόγος (γερμ. Verstand – Vernunft) είναι δύο νομοτελώς αναγκαίες και αλληλένδετες βαθμίδες της νόησης, της σκέψης στην γνωστική-ερευνητική διαδικασία. Βλ. και το σχετικό λήμμα μου στο: ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, ΑΘΗΝΑ 1994-1995, ΕΚΔ. ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ, Τ. 2, σελ. 59-61 & Τ. 5 (Συμπλήρωμα), σελ. 305

[15] Γκ. Χέγκελ, Διαλέξεις ιστορίας της Φιλοσοφίας, βιβλ. 2ο, τομ. 10ος, Μόσχα 1932, σ. 321.

[16] Μπορεί βέβαια κάποιος να διακηρύσσει ότι είναι υπέρ της ανάπτυξης της θεωρίας, αλλά προτάσσοντας παντού και πάντα τα «τρέχοντα ζητήματα», την «πρακτική», καθιστά κενή υποκρισία τις διακηρύξεις του.

[17] Αυτό έκανε συχνά π.χ. ο Μπουχάριν. Βλ. σχετικά Α. Γκράμσι, Ιστορικός Υλισμός, εκδ. Οδυσσέας, σελ.194-195. Η εμβέλεια και το βάθος ενός θεωρητικού, μιας θεωρίας, κρίνεται μεταξύ άλλων και από το ποιον, τι και γιατί επιλέγει να θέσει στο στόχαστρο της κριτικής του. Για τους κλασικούς, η κριτική ποτέ δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι πάντοτε οργανικό συστατικό στοιχείο της έρευνας, είτε υπαγορεύεται από την ανάγκη υπέρβασης ή και συντριβής επικίνδυνων για την επιστήμη, την κοινωνία και το κίνημα τάσεων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η επαναστατική θεωρία και μεθοδολογία αναπτύχθηκε από τους κλασικούς του μαρξισμού μέσω της έρευνας, της κριτικής αφομοίωσης των πλέων προχωρημένων κεκτημένων των κλασικών της εποχής τους, σε αναμέτρηση με τους κορυφαίους, με τους τιτάνες κλασικής αστικής επιστήμης της εποχής σε όλα τα πεδία: της πολιτικής οικονομίας, της φιλοσοφίας, του ουτοπικού σοσιαλισμού, της ιστορίας, της ανθρωπολογίας, των φυσικών και μαθηματικών επιστημών.

[18] Το ίδιο ισχύει και για εκείνα τα ρεύματα που κατά καιρούς αποσκίρτησαν από τα εκφυλιζόμενα εργατικά κόμματα και επικεντρώνουν την προσοχή τους κατεξοχήν στην διαφοροποίηση τους από αυτά τα κόμματα, κατά κανόνα φέροντας μόνιμα το στίγμα της φάσης της δικής τους διαφοροποίησης, αντιπαράθεσης και «αποκοπής από τον ομφάλιο λώρο» του ιστορικού κόμματος..

[19] Συχνά ο αρνητικός ετεροπροσδιορισμός τάσεων, οργανώσεων και ρευμάτων τίθεται και στην προμετωπίδα κάποιων μορφωμάτων, όπου οι ίδιοι θέτουν λέξεις με πρόθημα «αντι-» («αντικαπιταλιστές», «αντισοβιετικοί», «αντισταλινικοί», «αντιρεβιζιονιστές», «αντιμαοϊκοί», «αντιζαχαριαδικοί», προσφάτως «αντισεξιστές» κ.λπ.).

[20] Βλ. π.χ. Β.Ι. Λένιν, Άπαντα, ρωσ. εκδ. τ. 26, σελ. 236-237 κ.ά.

[21] Ο «κινηματικός» χαρακτήρας διαφόρων ομάδων που θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερότερες των εκφυλισμένων, «καθεστωτικών» κ.λπ. κομμάτων αφήνει ανοικτές διόδους προς δεξιόστροφο εκφυλισμό των ίδιων…

[22] Β.Ι. Λένιν, Για μερικές ιδιαιτερότητες της ιστορικής ανάπτυξης του μαρξισμού, 1910, Άπαντα, ρωσ. εκδ., τομ. 20, σελ. 84,

[23] Β.Ι. Λένιν, Μαρξισμός και αναθεωρητισμός, στο ίδιο, τομ. 17, σελ. 19.

 

[24] Για τον εκφυλισμό και τον κίνδυνο που πρεσβεύει για το παγκόσμιο κίνημα το πλέγμα οπορτουνισμού-αναθεωρητισμού του ΚΚΕ βλ. και The political stance of the Communist Party of Greece … a communist stance? Chilean Communist Party (Proletarian Action) https://waporgan.org/?p=2527 καθώς και όλη τη σειρά των εξαιρετικά εύστοχων κειμένων από το αδελφό κόμμα της Χιλής στα τεύχη 2, 3, 4, 5, 6, 8 & 9 του θεωρητικού περιοδικού της ΠΑΠ, Platform.

[25] Βλ. την από 18-28 Μαρτίου 1875 επιστολή του Ένγκελς στον Μπέμπελ.

[26] Βλ. Κ. Μαρξ, Αποκαλύψεις για τη δίκη των κομμουνιστών της Κολωνίας, 1852, Έργα Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, ρωσ. έκδ., τ. 10, σελ. 114-115.

[27] Βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Εγκύκλιος προς Α. Μπέμπελ, Β. Αίμπκνεχτ, Β. Μπράκεκ κ.ά., από 17-18 Σεπτεμβρίου 1879.

[28] Στο ίδιο.

[29] Βλ. Φ. Ένγκελς, Προς μια κριτική του σχεδίου του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος του 1891, όπ. π. τ. 22, σελ. 236.

[30] Ενδεικτικός είναι και ο τίτλος του σχετικού έργου του P. Feyerabend (χ.χ.) Ενάντια στη Μέθοδο. Για μια Αναρχική Θεωρία της Γνώσης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μην παραλείψετε να δείτε