Ο Βίκτορ Βαζιούλιν για τον μεγάλο Μίκη και την τέχνη.

 

«Η επανάσταση γίνεται με την καρδιά και με τον νου.

Αν θέλετε να διαπιστώσετε τις ρίζες και το βάθος των επαναστατικών παραδόσεων ενός λαού,

μελετήστε τι τραγουδάει αυτός ο λαός, ποια μουσική και ποιο τραγούδι εκφράζει βαθύτερα και από γενιά σε γενιά το βίωμά του,

ποια είναι η σχέση του με την επαναστατική ποίηση και λογοτεχνία.

Εδώ ο ελληνικός λαός ξεχωρίζει σ’ όλο τον κόσμο.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο μεγαλοφυέστερος των συνθετών στην ιστορία του πολιτισμού.

Το έργο του ξεπερνά ακόμα και αυτό του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.

Μόνο στη βάση ενός αυθεντικού μαζικού λαϊκού επαναστατικού κινήματος μπορεί να ανακύψει έργο τέτοιας δημιουργικής κλίμακας στην τέχνη».

Βίκτορ Αλεξέγιεβιτς Βαζιούλιν.

 

Κάθε φορά που επέστρεφα από την πατρίδα στη Μόσχα για τις σπουδές μου, ή και μετά από αυτές, εκείνος περίμενε να δει ποιες κασέτες με έργα του Μίκη θα του έφερνα…

Μακάρι να τον γνώριζε και ο Μίκης.

Τους φαντάζομαι παρέα,

να τα λένε εκεί στα μαρμαρένια αλώνια και να συνεγείρουν τους λαούς,

με θούριους της κοσμογονικής επαναστατικής αρμονίας/νομοτέλειας,

ο ένας με την μπαγκέτα του μαέστρου και ο άλλος με την πένα.

Αιώνια η μνήμη και στους δύο τιτάνες!…

Βλ. και

Δ. Πατέλης. «Μεγάλος συνθέτης αλλά άστατος πολιτικά» με «λάθος γραμμή»;! – Στοχασμοί με αφορμή τον θάνατο του Μίκη. 11/09/2021.

Δ. Πατέλης. Αρχάγγελος της ρωμιοσύνης, της ανθρωπότητας, του κομμουνισμού! «Φωνή της Πάρου», 10/09/2021.

 

Ποιος είναι ο Βίκτορ Βαζιούλιν;

Αναδημοσίευση αποσπάσματος του ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΩΝ των Τριαντάφυλλου Μεϊμάρη και Δημήτρη Πατέλη, που δημοσιεύθηκε στο έργο: 

Βαζιούλιν Β. Α. ΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΤΟΥ Κ. ΜΑΡΞ (ΛΟΓΙΚΗ ΠΤΥΧΗ). “Σύγχρονη Εποχή”. 2020.

Βλ. και: ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΧΟΛΗ “Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ”

Ο Βίκτορ Αλεξέγιεβιτς Βαζιούλιν, καθηγητής του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας (30.8.1932 – 8.1.2012), θεωρείται διεθνώς κορυφαίος μαρξιστής στοχαστής, οι ανακαλύψεις του οποίου συνεισέφεραν αποφασιστικά στη διερεύνηση της πορείας, των κεκτημένων και των προοπτικών της δημιουργικής ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας, της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας. Γιος του επαναστάτη Αλεξέι Βαζιούλιν, επαγγελματικού στελέχους του Κόμματος των Μπολσεβίκων, γαλουχήθηκε στο ηρωικό πνεύμα της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, της αφοσίωσης στον κομμουνισμό, της ανιδιοτελούς προσφοράς στο σοσιαλιστικό επαναστατικό μετασχηματισμό.

Ο Β. Α. Βαζιούλιν έζησε και έδρασε στο μεταίχμιο θριαμβευτικών και τραγικών εποχών, που αποτέλεσαν καμπές της σοβιετικής και της παγκόσμιας ιστορίας.

Γεννήθηκε στην προπολεμική περίοδο, όταν ήταν άσβεστη ακόμα η ορμή και η πνοή της Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, με το ηρωικό πνεύμα της ανιδιοτελούς προσφοράς στην κοινή υπόθεση[1], με τον άθλο της εξάλειψης του αναλφαβητισμού, της πολιτιστικής επανάστασης, της εσπευσμένης κολεκτιβοποίησης, της εκβιομηχάνισης και της προετοιμασίας για τον μεγάλο πόλεμο που ερχόταν.

Ακολούθησε η σκληρή δοκιμασία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (που στην ΕΣΣΔ αποκαλείται Μεγάλος Πατριωτικός), της εκκένωσης της Μόσχας από παραγωγικές μονάδες και πληθυσμό (σε μια πορεία που ακολούθησε και ο εννιάχρονος τότε Βίκτορ), του μαζικού ηρωισμού  που εκδηλώθηκε και στα μετόπισθεν, με τη συντεταγμένη μεταφορά όλων των υποδομών πέραν των Ουραλίων, ενώ οι επιτιθέμενοι ναζί έφτασαν στα περίχωρα της Μόσχας, με την υπέρτατη θυσία των 27 εκατομμυρίων σοβιετικών νεκρών, και την αποφασιστική συνεισφορά του σοβιετικού λαού στη μεγάλη αντιφασιστική νίκη. Στον σοβιετικό λαό οφείλονται τα καταιγιστικά πλήγματα που επέφεραν πάνω από τα ¾ των απωλειών του φασιστικού άξονα, ενός άξονα που είχε συγκροτηθεί πρωτίστως εναντίον της ΕΣΣΔ και της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

Θριαμβευτική και ιστορικά πρωτόγνωρη ήταν και η μεταπολεμική ανοικοδόμηση από τα ερείπια μιας κυριολεκτικά ισοπεδωμένης χώρας και η μετατροπή της ΕΣΣΔ στη δεύτερη παγκόσμια βιομηχανική και στρατιωτική υπερδύναμη (πρωτοπόρο σε κάποιους τομείς, όπως η αεροδιαστημική, η ειρηνική αξιοποίηση της ατομικής ενέργειας κ.ά.). Παράλληλα, συγκροτείται το στρατόπεδο των χωρών του σοσιαλισμού, αναπτύσσεται ο αγώνας των λαών κατά της αποικιοκρατικής και νεοαποικιοκρατικής εξάρτησης ενώ ταυτόχρονα δρομολογείται ο Ψυχρός Πόλεμος και η ισορροπία του τρόμου. Η βασική αντίφαση της κεφαλαιοκρατίας, η αντίφαση κεφαλαίου – εργασίας, εκδηλώνεται και με τη μορφή του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο κοινωνικοοικονομικών συστημάτων.

Στο βαθμό που ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί πλήρως, δεν έχει ωριμάσει η αυτοματοποίηση της παραγωγής, παρατηρείται μια αναντιστοιχία με την κοινωνική ιδιοκτησία και κατά συνέπεια (στο βαθμό που έχει θέση αυτή η αναντιστοιχία) η κοινωνική ιδιοκτησία είναι ακόμα τυπική (νομική κλπ), ασκείται μέσω του σοσιαλιστικού κράτους. Η μετάβαση από την τυπική στην ουσιαστική-πραγματική κοινωνικοποίηση είναι μια διαδικασία η οποία (παρά τις αντίθετες διαδεδομένες απόψεις) δεν ανάγεται σε «δημοκρατικές», «συμμετοχικές» κλπ διαδικασίες του εποικοδομήματος (παρά την τεράστια και σχετικά αυτοτελή σημασία των τελευταίων). Ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του 1950, αρχές της δεκαετίας του 1960 εκδηλώνεται η αδυναμία προώθησης-επίλυσης της βασικής αντίφασης του σοσιαλισμού (και των συνδεόμενων με αυτήν παράγωγων αντιφάσεων): της αντίφασης μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής κοινωνικοποίησης. Μιας αντίφασης, η σχεδιοποιημένη επίλυση της οποίας συνιστά την βασική προωθητική δύναμη της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην κατεύθυνση του κομμουνισμού, ενώ η αναβολή επίλυσής της ή/και αναντίστοιχα εγχειρήματα «επίλυσής» της με δάνεια απ’ την αστική επιστήμη στοιχεία στη βάση της μεθόδου «δοκιμής και λάθους» οδηγούν σε διαλυτικά πισωγυρίσματα. Τότε είναι που εκδηλώνεται η ανεπάρκεια των αναγκαίων και ικανών όρων θετικού προσδιορισμού, συγκεκριμενοποίησης και προώθησης του στρατηγικού σκοπού σε νέες, πρωτόγνωρες συνθήκες, η αδυναμία συγκρότησης των κινητηρίων δυνάμεων και του υποκειμένου για τα επόμενα επιστημονικά σχεδιοποιημένα βήματα της κοινωνίας προς τον κομμουνισμό[2].

Τότε είναι που το σοβιετικό σύστημα εκδηλώνει τις εσωτερικές του αντιφάσεις, οπότε γεννά και την ανάγκη της αυτοκριτικής του, που οδηγεί στην ανάγκη ριζικού αναστοχασμού και επαναθεμελίωσης εκείνης της ιστορικής μορφής του μαρξισμού, η οποία έδειξε μεν εν πολλοίς την ισχύ της στον αγώνα για την άρνηση-ανατροπή της κεφαλαιοκρατίας και για τα πρώτα θριαμβευτικά βήματα της επανάστασης, αλλά άρχισε να δείχνει έντονα και την αδυναμία της, όσο η περαιτέρω ανάπτυξη του σοσιαλισμού ήταν ανέφικτη στη βάση του αρνητικού προσδιορισμού (στη βάση του αυτοπροσδιορισμού του ως απλής άρνησης της κεφαλαιοκρατίας), όσο αναπτυσσόταν η ανάγκη θετικού πλέον προσδιορισμού των νομοτελειών του κομμουνισμού ως άλλου τύπου ανάπτυξης της κοινωνίας, όσο εγείρονταν στο προσκήνιο πρωτόγνωρες αντιφάσεις, προβλήματα και αδιέξοδα, για τα οποία η επαναστατική  θεωρία και μεθοδολογία δεν ήταν έτοιμες.

Στη συνέχεια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, στη βάση κυρίως των ανεπίλυτων εσωτερικών αντιφάσεων αυτής της κοινωνίας, δρομολογήθηκε με την «περεστρόικα» η απροκάλυπτη αντεπανάσταση και η κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση, που κλιμακώθηκε με την επανένταξη του συνόλου των σοσιαλιστικών χωρών της Ευρώπης στο παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα με όρους αποικιοποίησης, με μια επανεκτύλιξη της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου μέσω της ληστρικής καταστροφής της σοσιαλιστικής οικονομίας και της κοινωνίας, που επέφερε δημογραφικές επιπτώσεις γενοκτονίας, βαρύτερες από τις απώλειες του λαού της ΕΣΣΔ κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εν τω μεταξύ είχε ξεκινήσει από το τελευταίο τέταρτο του 20ού αι. μια αναδιάρθρωση του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, που εκ των πραγμάτων κατέστησε το τελευταίο πιο αποτελεσματικό από τον τότε σοσιαλισμό στη χρήση κατακτήσεων της επιστημονικής και τεχνολογικής επανάστασης στην παραγωγή (στα κέντρα του ιμπεριαλισμού). Η αντεπανάσταση, η πρωτόγνωρη ήττα του σοσιαλισμού, έδωσε πρόσκαιρα μια νέα πνοή στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Ωστόσο, δεν άργησε να εκδηλωθεί από το 2007-2008 η μεγαλύτερη και βαθύτερη παγκόσμια δομική κρίση του, μια κρίση που δρομολογεί παγκόσμιες ανακατατάξεις συσχετισμών δυνάμεων, κλιμακώνοντας τον νέο ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο πόλεμο και διανοίγοντας νέες προοπτικές για την ανθρωπότητα (καταστροφικές και δημιουργικές).

Ο Βαζιούλιν, που ξεκινά τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Λομονόσοφ της Μόσχας το 1949, συνειδητοποιεί σταδιακά, πως απαραίτητη προϋπόθεση για την επίλυση των κομβικών προβλημάτων της ΕΣΣΔ και του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος είναι η ανάπτυξη της επιστήμης του μαρξισμού, της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας. Αντιλαμβάνεται σταδιακά ότι η κριτική αφομοίωση των πιο προωθημένων κεκτημένων της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας του μαρξισμού ως ολότητας, η διάγνωση της νομοτελούς πορείας που οδήγησε σε αυτά, είναι η απαραίτητη βάση, επί της οποίας και μόνο είναι εφικτή η ζωτικής σημασίας δημιουργική ανάπτυξη αυτών των κεκτημένων, σε συνάρτηση με τα νέα καθήκοντα. Σε αυτή τη βάση συγκροτεί συνειδητά ένα εξαιρετικά απαιτητικό και πρωτότυπο ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο προωθεί και αναμορφώνει, μέσα από κομβικής σημασίας έρευνες, προσκρούοντας σε αντιφάσεις-προβλήματα και επιτυγχάνοντας μεγάλες ανακαλύψεις[3].

Από τη διπλωματική του εργασία ξεκινά τη διερεύνηση του «Κεφαλαίου» του Μαρξ (του κεφ. Α του 1ου τόμου) υπό το πρίσμα της διαλεκτικής λογικής. Η επικέντρωση αυτή του νεαρού Βαζιούλιν στο «σκληρό πυρήνα» της θεωρίας και μεθοδολογίας του μαρξισμού, δεν είναι μια επιλογή αφηρημένου ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Συνδέεται οργανικά με την ανάγκη-καθήκον προώθησης των επαναστατικών μετασχηματισμών της σοβιετικής κοινωνίας και της κοινωνίας συνολικά, με την κριτική-επαναστατική του στάση έναντι του αντικειμένου της έρευνας και έναντι των περί αυτού γνώσεων και ιδεών. Συνδέεται με τη συνειδητοποίηση των αδιεξόδων των δύο κυρίαρχων και αλληλοτροφοδοτούμενων φιλοσοφικών και ιδεολογικών τάσεων στην ΕΣΣΔ της εποχής, στο πλαίσιο των οποίων ήταν ανέφικτη η αυθεντική επιστημονική έρευνα: της ακαδημαϊκής-καθηγητικής (θεωρησιακής ή/και ενατενιστικής) ενασχόλησης με τα πεδία της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών (που όλο και περισσότερο απέβαινε κατ’ όνομα ή/κατ’ επίφαση μαρξιστική, απόμακρη από τα φλέγοντα προβλήματα της κοινωνίας, κάτι σαν αυτοαναφορική «τέχνη για την τέχνη»), και της επίσημης κρατικής-κομματικής «ιδεολογικής δουλειάς», που όλο και περισσότερο αναγόταν –στην εξίσου απόμακρη από τα φλέγοντα προβλήματα της κοινωνίας– απολογητική της εκάστοτε «σωστής γραμμής» της ηγεσίας, ενώ η τελευταία γινόταν όλο και πιο αναντίστοιχη των αναγκών της σοβιετικής κοινωνίας, όλο και πιο ανίκανη να προωθήσει επαναστατικά την κομμουνιστική προοπτική.

Η πρώτη του διδακτορική διατριβή, «Η ανάπτυξη του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού στα οικονομικά έργα των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς κατά την περίοδο 1850-1870» (1964), αφορά την ενδελεχή μεθοδολογική διερεύνηση του προβλήματος της συσχέτισης των ιστορικών πηγών της μαρξικής σκέψης (κυρίως της κλασικής αστικής φιλοσοφίας και πολιτικής οικονομίας) και την εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της μαρξικής πολιτικής οικονομίας. Διερευνά τη συσχέτιση ιστορικής και λογικής προσέγγισης, κατά κύριο λόγο από την άποψη της συσχέτισης της φυλογένεσης (της ιστορικής πορείας της επιστήμης) και της οντογένεσης (της ατομικής πορείας της έρευνας των Μαρξ και Ένγκελς), της συσχέτισης της ερευνητικής διαδικασίας με τον τρόπο της έκθεσης των εκάστοτε αποτελεσμάτων της έρευνας, της αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας της σκέψης με το αντικείμενο στα διάφορα στάδια της έρευνας κ.ο.κ. Εκεί διαπιστώνει με ακρίβεια φυσιοδίφη, ότι η κίνηση της σκέψης στην έρευνα εκτυλίσσεται ελικοειδώς: από το εμπειρικό επίπεδο προς τη διάκριση διά της αφαίρεσης των σχέσεων-πλευρών του αντικειμένου μέχρι τη διάκριση της απλούστατης σχέσης, από το όλο ως χαώδη αντίληψη της ζωντανής εποπτείας, στα συστατικά μέρη του και από την απλούστατη σχέση-αφαίρεση, στη νοητική ανασύσταση του όλου μέσω της μεθόδου της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο.

Ανακαλύπτει και αποδεικνύει τη νομοτελή αντιφατική πορεία της έρευνας που οδήγησε τον Μαρξ στις μεγαλοφυείς ανακαλύψεις του στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας. Σε αντιδιαστολή με διαδεδομένες δογματικές απόψεις, αποδεικνύει ότι «το αποτέλεσμα και η διαδικασία μιας έρευνας μπορούν να κατανοηθούν σε πλήρη βαθμό μόνο στην αμοιβαία ενότητά τους. Το αποτέλεσμα της έρευνας ειλημμένο εκτός κάθε δεσμού του με τη διαδικασία, προβάλλει για τα πρόσωπα που δεν έχουν συμμετάσχει στη δημιουργία του ως άθροισμα δογμάτων … Για να γίνει αντιληπτό δημιουργικά το αποτέλεσμα της γνωστικής διαδικασίας (δηλ. της ώριμης ποιότητας γνώσης), που έχει επιτευχθεί από κάποιον ερευνητή, είναι απαραίτητη η μελέτη της δικής του γνωστικής διαδικασίας, δηλ. η μετάβαση από την παλαιάς ποιότητας γνώση στη δεδομένη, είτε, με άλλα λόγια, απαιτείται να γίνει αντιληπτό το πώς ανέκυψε αυτή η γνώση. Αυτό όμως σημαίνει, ότι απαιτείται ο εντοπισμός εκείνων των στιγμών της παλαιάς γνώσης, οι οποίες έχουν εξαφανιστεί στη νέα»[4]. Επιπλέον, καταδεικνύει ότι «η όποια κρίση περί της διαδικασίας της έρευνας ενός επιστήμονα μόνο στη βάση των αποτελεσμάτων της, δεν παρέχει επαρκώς ολόπλευρη και ορθή αντίληψη για αυτήν. Το αποτέλεσμα της γνώσης με μια πρώτη ματιά, κατά τα πρώτα βήματα αφομοίωσής του γίνεται αντιληπτό ως κάτι το a priori»[5] , ως κάτι το εκ των προτέρων απόλυτα σωστό και αυταπόδεικτα έγκυρο, ως άνευ όρων και ορίων δεδομένο, δηλ. ως δόγμα.

Ο δογματισμός, όπως και ο εκ πρώτης όψεως αντίποδάς του, ο αναθεωρητισμός, συνιστούν μορφές υπονόμευσης και εκφυλισμού της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας που θέτουν φραγμούς στην περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας, της επαναστατικής θεωρίας και πράξης[6]. Επομένως, όταν κάποιος μαθαίνει αποσπασματικά μόνο κάποια μεμονωμένα αποτελέσματα από ανακαλύψεις της έρευνας π.χ. του Μαρξ, αυτό του παρέχει μονομερή και επιφανειακή γνώση των αποτελεσμάτων, αλλά και της γνωστικής διαδικασίας που τα γέννησε, δεδομένου ότι σε αυτά τα αποτελέσματα έχουν εν πολλοίς αρθεί (ποτέ πλήρως, το αντίθετο θα σήμαινε απόλυτη γνώση) είτε και χαθεί, εκείνες οι πτυχές, πλευρές, ενδιάμεσοι σταθμοί-κεκτημένα της διαδικασίας που πρέσβευαν στοιχεία παρωχημένης γνώσης (και συγκρούσεων της νέας γνώσης με την παλαιά), άγνοιας, γνώσης μικρότερου εύρους και βάθους, στοιχείων νομοτελούς πλάνης κ.ο.κ. Οι τελευταίες πτυχές ενυπάρχουν μόνο σε μετασχηματισμένη-ανηρημένη μορφή στα αποτελέσματα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, έχουν «αρθεί» διαλεκτικά στα αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, όπως απέδειξε με τη συστηματική διερεύνηση του γίγνεσθαι της μαρξικής έρευνας ο Β. Α. Βαζιούλιν, η γνωριμία μόνο με τα δημοσιευμένα εν ζωή έργα ενός μεγάλου ερευνητή, δεν παρέχει πλήρη εικόνα της πορείας της νομοτελούς έρευνάς του. Ωστόσο, η συνολική περίπλοκη πορεία της σκέψης ενός μεγαλοφυούς ερευνητή όπως ο Μαρξ, είναι κατεξοχήν νομοτελής, άρα προσφέρεται για τη διερεύνηση των νόμων που διέπουν την ανάπτυξη της επιστήμης.

Ο Βαζιούλιν αποδεικνύει ότι η ιδιοτυπία της νόησης στη γνωστική διαδικασία έγκειται στη δραστηριότητα για την άρση της όποιας αναντιστοιχίας της γνώσης, της εκάστοτε άγνοιας, της όποιας ανεπάρκειας της γνώσης ορισμένου επιπέδου, εύρους, βάθους κ.ο.κ., στην αναγκαιότητα επίτευξης όλο και πιο αντίστοιχης προς το αντικείμενο αληθούς επιστημονικής γνώσης. Η όποια έμφαση μόνο στην αντιστοιχία της γνώσης, στην επάρκεια του υποκειμένου έναντι του αντικειμένου, στερεί τη δυνατότητα διερεύνησης των νομοτελειών που διέπουν την ίδια τη γνωστική διαδικασία και οδηγεί σε εκδοχές απολυτοποίησης κάποιας ιδέας, αλλά και υποκατάστασης από αυτήν της πραγματικότητας.

Η κλιμάκωση της γνωστικής διαδικασίας οδηγεί και σε κλιμάκωση-αναβάθμιση των λειτουργιών της επιστήμης: της αντικειμενικής περιγραφής, της ορθολογικής εξήγησης-ερμηνείας και της πρόβλεψης-πρόγνωσης της μελλοντικής πορείας του αντικειμένου, βάσει της κίνησής του από το παρελθόν μέσω του παρόντος. Η κλιμάκωση αυτή συνιστά και δυνάμει αναβάθμιση του φάσματος γνωσιακών και πρακτικών δυνατοτήτων, όχι μόνο του υποκειμένου της έρευνας, αλλά και ευρύτερα του κοινωνικού υποκειμένου.

Στη συνέχεια ο Βαζιούλιν αναλαμβάνει την εκπλήρωση του ερευνητικού προγράμματος που έθεσε ο άλλος μεγαλοφυής κλασικός της επαναστατικής θεωρίας και πράξης, Β. Ι. Λένιν. Ο τελευταίος, ενώ φλεγόταν ο Α΄ Ιμπεριαλιστικός Παγκόσμιος Πόλεμος, αφοσιώθηκε σε ενδελεχή, λεπτομερή και συστηματική μελέτη της Λογικής του Χέγκελ, για τις επιτακτικές ανάγκες δημιουργικής ανάπτυξης του μαρξισμού, ώστε αυτός να αρθεί στο ύψος των αναγκών της εποχής του. Αναγκών, που υπαγόρευαν τα καθήκοντα του επαναστατικού κινήματος στο στάδιο της μονοπωλιακής κεφαλαιοκρατίας, των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των σοσιαλιστικών επαναστάσεων (στους «ασθενείς κρίκους» του ιμπεριαλιστικού συστήματος). Τότε ο ηγέτης των μπολσεβίκων συλλαμβάνει με οξυδέρκεια μιαν ιδέα, την οποία διατυπώνει κριτικά και αυτοκριτικά ως παράδοξο: «Αφορισμός: Δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί καθ’ όλα το «Κεφάλαιο» του Μαρξ και ιδιαίτερα το 1ο κεφάλαιό του, χωρίς να έχει μελετηθεί ενδελεχώς [ρωσ. «не проштудировав»] και χωρίς να έχει κατανοηθεί ολόκληρη η Λογική του Χέγκελ. Επομένως, κανένας από τους μαρξιστές δεν κατανόησε τον Μαρξ μετά από ½ αιώνα!!»[7].

Όπως αναφέρεται και στο εισαγωγικό σημείωμα της Σύγχρονης Εποχής, υπήρξε μια σειρά φιλοσόφων που στον ένα ή στον άλλο βαθμό ανέδειξε κάποια προβλήματα διαλεκτικής στο «Κεφάλαιο». Ο Βαζιούλιν δεν ερμηνεύει αυτή την λενινιστική ιδέα ως μία οδηγία βελτίωσης της κατανόησης του «Κεφαλαίου», αλλά ως μείζονος σημασίας ερευνητικό πρόγραμμα-πρόκληση για συστηματική διερεύνηση-αντιπαραβολή της μεγάλης εγελιανής Λογικής με το κορυφαίο μαρξικό έργο. Και είναι ο μόνος που επιτυγχάνει να φέρει σε πέρας αυτό το ερευνητικό καθήκον στην ιστορία. Η εκπλήρωση του λενινιστικού προγράμματος οδηγεί τον Βαζιούλιν στη δεύτερη μεγάλη ανακάλυψή του. Μια ανακάλυψη, η οποία συνδέεται με την αντίληψη της νόησης ως φυσικοϊστορικής νομοτελούς διαδικασίας και με τη διακρίβωση της βασικής κατευθυντήριας αρτηρίας της ανάπτυξης του μαρξισμού. Αποτελέσματα του κύκλου των ερευνών του επί της λογικής του Κεφαλαίου αποτυπώνονται σε σειρά άρθρων, κεφαλαίων σε βιβλία, στο έργο του Η λογική του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ (το συνέγραψε στα τέλη Δεκεμβρίου του 1963 – αρχές Ιανουαρίου του 1964,  πρώτη έκδοση – 1968) και στη δεύτερη (επί υφηγεσία) διατριβή του, με τίτλο, «Το σύστημα των κατηγοριών της διαλεκτικής λογικής στο «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ» (την οποία συνέγραψε στα τέλη του 1971 και υποστήριξε το 1972). Η ανάδειξη της λογικής του θεωρητικού μέρους του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ επιτυγχάνεται μέσω της συστηματικής εξέτασης του πολιτικοοικονομικού περιεχομένου του θεμελιώδους μαρξικού έργου, υπό το πρίσμα των διαλεκτικών εννοιών, κατηγοριών και νόμων, σε συγκριτική αντιπαραβολή με την «Επιστήμη της λογικής» του Χέγκελ, με παράλληλη κριτική θεώρηση της τελευταίας. Έτσι αναδείχθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία η διαλεκτική λογική και μεθοδολογία της ανεπτυγμένης επιστημονικής έρευνας ως νοητικής ανασύστασης του ανεπτυγμένου οργανικού όλου, η σχέση συνέχειας – ασυνέχειας, οι ομοιότητες και οι διαφορές της μαρξικής λογικής με την εγελιανή, ο βαθμός μετασχηματισμού, ανάπτυξης-άρσης της τελευταίας στην υλιστική διαλεκτική του «Κεφαλαίου», το εύρος και το βάθος της οποίας δεν συνειδητοποιείται πλήρως από τον Μαρξ (όπως συμβαίνει άλλωστε νομοτελώς σε κάθε μείζονος κλίμακας επιστημονική ανακάλυψη). Στο πλαίσιο αυτής της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας αποκαλύπτεται για πρώτη φορά σε «καθαρή μορφή» η ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο στην ενότητά της με την ανάβαση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, το λογικό στην ενότητά του με το ιστορικό, ο λόγος στην ενότητά του με την διάνοια.

Η Λογική του «Κεφαλαίου», γίνεται σημείο εκκίνησης της επόμενης σπείρας της έλικας του ερευνητικού του προγράμματος, μέσω περαιτέρω επεξεργασίας (διεύρυνσης, εμβάθυνσης και συγκεκριμενοποίησης) διαφόρων πτυχών και προεκτάσεων της δεύτερης ανακάλυψης, όταν υπό το πρίσμα της τελευταίας, ο ερευνητής επικεντρώνεται εκ νέου και με νέα εφόδια στη διερεύνηση του γίγνεσθαι της επιστημονικής νόησης. Αρχικά (1970), ο Βαζιούλιν επιχειρεί βάσει των  ανακαλύψεών του να εξετάσει μεθοδολογικά την ιστορική κατάσταση και τις προοπτικές συγκεκριμένων επιστημών (της γεωλογίας, της βιολογίας, της αστροφυσικής, της φυσικής και της χημείας)[8]. Ταυτόχρονα, αναζητά εντατικά το επόμενο γνωστικό αντικείμενο, η διερεύνηση του οποίου με τη νέα μεθοδολογία θα μπορούσε να οδηγήσει στη θεμελιώδη ανάπτυξη του μαρξισμού εν συνόλω, σε συνδυασμό με τον κριτικό και μεθοδολογικό αναστοχασμό της κεκτημένης ιστορικής εμπειρίας και πρακτικής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, καθώς επίσης και της αντίστοιχης «θεωρίας» αυτής της περιόδου. Κατ’ αρχάς, -αντιλαμβανόμενος τις πρακτικές επιτακτικές ανάγκες και τα προβλήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης της εποχής- διακρίνει ως πρώτης προτεραιότητας πεδίο για την ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας την επιστήμη περί των σχέσεων παραγωγής του σοσιαλισμού, την πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, η οποία ήδη ταλανιζόταν από τις έριδες γύρω από το δίπολο «εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις-σχεδιοποίηση», «αγορά – σχέδιο», σε μια σύγχυση ρόλων μεταξύ επιστημονικής έρευνας και εκ των υστέρων δικαίωσης-απολογητικής πολιτικών αποφάσεων και πρακτικών. Η νομοτελής αντιφατικότητα της γνωστικής διαδικασίας εκδηλώνεται στο πλαίσιο της γνωσιακής συγκυρίας αυτής της περιόδου ως εξής: ο Βαζιούλιν επιχειρεί να θέσει ως προτεραιότητα τη θεωρητική διερεύνηση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής υπό το πρίσμα της λογικής του «Κεφαλαίου» του Μαρξ που έχει ανακαλύψει[9]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εδώ εκδηλώνεται μια απόπειρα προεκβολής της κεκτημένης μεθοδολογίας στη διερεύνηση των σχέσεων παραγωγής ενός ανώριμου σταδίου του γίγνεσθαι της νέας κοινωνίας, του κομμουνισμού. Η μετέπειτα ανάπτυξη της θεωρίας θα καταδείξει ότι η όποια θεωρητική εξήγηση των σχέσεων παραγωγής και των νομοτελών αντιφάσεων του εν λόγω σταδίου κατά τρόπο αντίστοιχο της πραγματικότητας, προϋποθέτει την κατάκτηση βαθύτερης και ευρύτερης γνώσης, θεμελιωδέστερης διάγνωσης του συνόλου της ανάπτυξης της δομής της κοινωνίας και της ιστορικής διαδικασίας, έναρξη της άρσης της οποίας συνιστά ο σοσιαλισμός. Το εγχείρημα αυτό αποτυγχάνει μεν, ωστόσο, δεν αποβαίνει άγονο. Στο πλαίσιο αυτής της αναζήτησης αναδεικνύονται κατ’ αρχήν νέες θέσεις-προπομποί της επικείμενης προώθησης της έρευνας.

Εδώ ο Βαζιούλιν επανέρχεται στην πρώτη ανακάλυψή του και την αναβαθμίζει, αναπτύσσοντας τη συγκεκριμένη-ιστορική μέθοδο διερεύνησης του γίγνεσθαι και των κεκτημένων της κοινωνικής θεωρίας (κατά κύριο λόγο του μαρξισμού ως επιστημονικού συστήματος), μιας θεωρίας αναπτυσσόμενης μέσω της εμφάνισης και επίλυσης αντιφάσεων.

Έτσι, η πρώτη μεγάλη ανακάλυψη του Βαζιούλιν, που αφορά την ανάδειξη του «μηχανισμού» ανάπτυξης του γίγνεσθαι της επιστημονικής νόησης εντός συγκεκριμένης γνωστικής διαδικασίας (της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας), με τη νομοτελή διάρθρωση αλληλουχίας πλανών και άρσης των τελευταίων εντός της διαδικασίας ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης, αναβαθμίζεται ουσιαστικά διαμεσολαβημένη από τα κεκτημένα της δεύτερης, της Λογικής του «Κεφαλαίου». Αυτή η αναβάθμιση, προωθείται ουσιαστικά με την λογική και μεθοδολογική διερεύνηση υπό το πρίσμα του συνόλου της ιστορίας του μαρξισμού. Νέα ευρήματα, νέες ανακαλύψεις αποτυπώνονται σε σειρά άρθρων και στις πανεπιστημιακές παραδόσεις του για την Ιστορία της Μαρξιστικής-λενινιστικής φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας, η απήχηση των οποίων επί δεκαετίες ξεπερνούσε το στενά πανεπιστημιακό πλαίσιο[10]. Οι παραδόσεις αυτές καταδεικνύουν τον ενιαίο και συστηματικό χαρακτήρα της διερεύνησης του συνόλου της θεωρητικής και πρακτικής δραστηριότητας των κλασικών του μαρξισμού. Φανερώνουν επίσης ότι ο Βαζιούλιν ενέταξε αυτή την έρευνα στη μελέτη του συνόλου της ιστορίας της ανάπτυξης, της πρόσληψης, της διάδοσης και της εφαρμογής της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας.

Μέρος των ανακαλύψεων αυτής της έρευνας, που αφορά την νεανική περίοδο του Μαρξ, εκτίθεται και στην ανά χείρας μονογραφία του, που προτείνεται σήμερα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό: Το γίγνεσθαι της μεθόδου επιστημονικής έρευνας του Κ. Μαρξ. Λογική πτυχή (Μόσχα, 1975, Β΄ έκδοση, Μόσχα, 2017).

Από μόνη της αυτή η ανάπτυξη-αναβάθμιση μιας λογικού-μεθοδολογικού χαρακτήρα ανακάλυψης μέσω της συστηματικής διερεύνησης άλλου γνωστικού αντικειμένου (των απαρχών του γίγνεσθαι της κοινωνικής θεωρίας του Μαρξ) που εκτίθεται στο παρόν βιβλίο, συνιστά εκ των πραγμάτων νέα μεγάλη ανακάλυψη. Αυτή η δεύτερη στροφή του Βαζιούλιν στη μεθοδολογική διερεύνηση του γίγνεσθαι της μεθόδου, με έμφαση όχι πλέον στις οικονομικές έρευνες που προηγήθηκαν του «Κεφαλαίου», αλλά στις απαρχές του γίγνεσθαι των κοινωνικών ερευνών του νεαρού Μαρξ, του επιτρέπει να αναστοχαστεί συστηματικά και σφαιρικά τα θεμέλια, τους συγκεκριμένους ιστορικούς όρους και τα όρια του κεκτημένου των δύο άλλων συστατικών στοιχείων του μαρξισμού: της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και του επιστημονικού κομμουνισμού. Η εντατική αναζήτηση του επόμενου γνωστικού αντικειμένου, η διερεύνηση και ανάπτυξη του οποίου με τη νέα μεθοδολογία θα μπορούσε να οδηγήσει στη θεμελιώδη ανάπτυξη του μαρξισμού εν συνόλω, τον οδηγεί στη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι «το επόμενο αντικείμενο, κατά τη διερεύνηση του οποίου θα ήταν εφικτή η εμβάθυνση και η συνολική ανάπτυξη του μαρξισμού (συμπεριλαμβανομένης και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και της διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου) ήταν η μελέτη της ιστορίας της ανθρωπότητας, η οποία από τον καιρό των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς (ακόμα και του Β. Ι. Λένιν) έχει αλλάξει ουσιωδώς»[11].

Έτσι, καταλήγει στην τρίτη μεγάλη ανακάλυψή του: στη Λογική της Ιστορίας. Η τρίτη θεμελιώδης συνθετική ανακάλυψη του Βαζιούλιν επιτυγχάνεται με την αποκάλυψη της εσωτερικής συστηματικής αλληλοσύνδεσης των νόμων και των κατηγοριών της κοινωνικής θεωρίας, που απεικονίζει τη δομή της αναπτυγμένης κοινωνίας, και με την ανάδειξη της θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας της ανθρωπότητας (των νομοτελειών της αρχής, της πρωταρχικής εμφάνισης, της διαμόρφωσης και της ωριμότητάς της, του κομμουνισμού) υπό το πρίσμα της αλληλεπίδρασης φυσικών και κοινωνικών παραγόντων, αίροντας-αναβαθμίζοντας διαλεκτικά το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού, μέσω της άρσης των νομοτελών μονομερειών της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και της ταξικής προσέγγισης. Η Λογική της Ιστορίας είναι το μεγαλύτερο, πληρέστερο και το πλέον συγκροτημένο θεωρητικά και μεθοδολογικά εγχείρημα συνθετικής δημιουργικής ανάπτυξης, διαλεκτικής «άρσης» του επιστημονικού κεκτημένου της επαναστατικής θεωρίας, μετά το «Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ. Μέσω αυτής, εγκαινιάζεται και δρομολογείται άλλου, ανώτερου τύπου προσδιορισμός της νομοτελούς προοπτικής επαναστατικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, της αναγκαίας για την επιβίωση και ανάπτυξη της ανθρωπότητας κομμουνιστικής κοινωνίας. Εδώ, ο στρατηγικός σκοπός του επαναστατικού κινήματος, δεν τίθεται πλέον με όρους κατεξοχήν άρνησης του παρόντος στο πνεύμα του αφηρημένου «αντικαπιταλισμού», ούτε και ως αφηρημένο ανθρωπιστικό «όραμα»-ηθική επιταγή, αλλά κατεξοχήν θετικά, ως η «αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία», ως η ώριμη ενοποιημένη ανθρωπότητα, ως ριζικά διαφορετικός τύπος πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που ανακύπτει ως αποτέλεσμα όχι απλώς της άρνησης της κεφαλαιοκρατίας, αλλά μέσω της διαλεκτικής άρσης του συνόλου της μέχρι τώρα πορείας της ανθρωπότητας: των προϋποθέσεών της στη φύση, της πρωταρχικής της εμφάνισης (πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος) και της διαμόρφωσής της (όλων των εκμεταλλευτικών σχηματισμών).

Μέρος των αποτελεσμάτων της έρευνάς του εκθέτει στο: Η διαλεκτική της ιστορικής διαδικασίας και η μέθοδος έρευνάς της (Μόσχα, 1978)[12]. Το ίδιο το έργο Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας έγινε εφικτό να εκδοθεί το 1988[13].

Ο Βαζιούλιν απέδειξε ότι ο μαρξισμός είναι ένα ανοικτό μεν, αλλά αυστηρά συνεκτικό συγκροτημένο και διαλεκτικά αναπτυσσόμενο επιστημονικό σύστημα φιλοσοφικών, πολιτικό-οικονομικών και κοινωνικό-πολιτικών ερευνών, που έχουν ως βασικό περιεχόμενο τη θεωρητική θεμελίωση της επαναστατικής μετάβασης της κοινωνίας από την κεφαλαιοκρατία στον σοσιαλισμό. Ο μαρξισμός εξετάζεται ως επιστημονικό σύστημα που αναπτύσσεται μέσω της εμφάνισης και επίλυσης νομοτελών αντιφάσεων. Ως σύστημα, που απαρτίζεται από εσωτερικά ενιαία στη διαφορά τους, συστατικά μέρη-ερευνητικά πεδία, το καθένα εκ των οποίων, σε συνάρτηση με το γνωστικό του αντικείμενο, βρίσκεται σε ορισμένο επίπεδο της ανάπτυξής του. Επιπλέον, ο Βαζιούλιν θεωρεί ότι ο μαρξισμός «βρίσκεται στην κεντρική αρτηρία της ανάπτυξης της μεθόδου των επιστημών, στην κεντρική αρτηρία της ανάπτυξης των επιστημών περί της κοινωνίας. Ήταν και … παραμένει ως προς την ουσία του η κορύφωση των επιστημών περί της μεθόδου, η κορύφωση των επιστημών περί της κοινωνίας»[14]. Συνεπώς, η όποια αναγκαία για το επαναστατικό κίνημα επιστημονική ανάπτυξη του μαρξισμού, οφείλει να πραγματοποιείται αυστηρά στη βάση αυτής της κεντρικής αρτηρίας της μεθοδολογίας, αυτής της αναπτυσσόμενης και αναπτυξιακής νομοτέλειας. Άρα, δεν μπορεί να προβάλλει και να εκλαμβάνεται ως ανάπτυξη με αξιώσεις «ανανέωσης» του μαρξισμού η όποια ανιστορική, εργαλειακή, αντιεπιστημονική και καιροσκοπική αυθαιρεσία, που επιχειρείται κατά καιρούς από οπορτουνιστικούς και αναθεωρητικούς κύκλους, κάθε εγχείρημα εισαγωγής στον μαρξισμό αστικής ιδεολογίας, μεταφυσικών αρχών, εξωτερικών ως προς την επιστήμη στοιχείων, ξένων προς την επαναστατική θεωρία και το κομμουνιστικό κίνημα σκοπιμοτήτων κ.ο.κ.

Ο Βαζιούλιν, ουδέποτε υπήρξε διανοητής αποκομμένος από την κοινωνικοπολιτική πράξη και τις εκάστοτε ιδεολογικοπολιτικές αντιπαραθέσεις. Επέλεγε συνειδητά τις εμφάσεις του, ιεραρχώντας τους τρόπους, τα μέσα και την ένταση της εκάστοτε εμπλοκής του στον αγώνα, σε συνάρτηση με την επιστημονική διάγνωση της εποχής και της συγκυρίας. Θεωρούσε ότι στις κρίσιμες καμπές της ιστορίας, στις κρισιακές-μεταβατικές συγκυρίες, ο επαναστάτης δεν μπορεί να σιωπά, να αδρανεί και να αποστασιοποιείται.

Το ερευνητικό και παιδαγωγικό έργο του Β.Α. Βαζιούλιν είναι εσωτερικά συνυφασμένο με την κομμουνιστική στάση ζωής του. Αγωνίστηκε δημόσια με όλες του τις δυνάμεις κατά της «περεστρόικα» και συνολικά κατά της αστικής αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης. Στα χρόνια εκείνα αρθρογραφεί άοκνα και στρέφεται, με πολεμικά κείμενα, ομιλίες στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και αλλού, με συνεντεύξεις κ.ο.κ., κατά της αντεπαναστατικής ιδεολογίας και πολιτικής, υπερασπιζόμενος το μαρξισμό-λενινισμό από αναθεωρητικές στρεβλώσεις και αντιδραστικές επιθέσεις. Με παρρησία παρουσιάζεται στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως μάρτυρας και ως επιστημονικός σύμβουλος για την εκπόνηση υπερασπιστικής τακτικής στη δίκη που διεξήχθη, βάσει της προσφυγής εναντίον του προεδρικού διατάγματος του Μπ. Γιέλτσιν περί απαγόρευσης της δραστηριότητας του ΚΚΣΕ και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Ενός διατάγματος που στο όνομα της «θεωρίας των δύο άκρων» και των περί «ολοκληρωτισμού» ιδεολογημάτων επιχειρούσε την ταύτιση της ταξικής προσέγγισης και του κομμουνισμού με την τρομοκρατία, την ποινικοποίηση του μαρξισμού με την αναγόρευση της σχέσης με αυτόν σε ιδιώνυμο αδίκημα.

Ο Βίκτωρ Αλεξέγιεβιτς Βαζιούλιν είναι ο εμπνευστής της διεθνούς σχολής «Η Λογική της Ιστορίας».

[1] Ζωντανό παράδειγμα τέτοιας προσφοράς με ασκητική ανιδιοτέλεια ήταν και ο πατέρας του, υπό την καθοδήγηση του οποίου στήθηκε σειρά βιομηχανιών στα περίχωρα της Μόσχας

[2] Για την ιστορική πορεία της ΕΣΣΔ και τη συσχέτιση επανάστασης-αντεπανάστασης, βλ. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και ο πρώιμος σοσιαλισμός στη Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα επαναστατικής θεωρίας, μεθοδολογίας και πρακτικής. Συλλογικό έργο, Αθήνα, ΚΨΜ, 2017.

[3] Η συστηματική μελέτη της ιστορικής συνεισφοράς του Β. Α. Βαζιούλιν στην επιστήμη βάσει του ερευνητικού του προγράμματος, απαιτεί ξεχωριστή πραγμάτευση, που υπερβαίνει κατά πολύ το πλαίσιο αυτού του σημειώματος.

[4] Β. Α. Βαζιούλιν, Η ανάπτυξη του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού στα οικονομικά έργα των K. Μαρξ και Φ. Ένγκελς κατά τις δεκαετίες 50-60 του 19ου αι. Περίληψη διδακτορικής διατριβής, Μόσχα, 1964, σ. 14.

[5] Ό.π. σ. 20.

[6] Για την ιστορική σημασία, τη συσχέτιση, τη μεθοδολογία και τα αδιέξοδα δογματισμού και αναθεωρητισμού, βλ. “Οι περιπέτειες των επιγόνων”, από το Δ. Πατέλης. «Αντί προλόγου. Οι δρόμοι της κοινωνικής θεωρίας και μεθοδολογίας. Από τον κλασικό μαρξισμό στη Λογική της Ιστορίας», στο Β.Α. Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. (μτφ., υπομνηματισμός, σχόλια Δ. Πατέλης), Αθήνα, ΚΨΜ., 2013, σ. 29-35.

[7] Β. Ι. Λένιν, «Φιλοσοφικά τετράδια». Άπαντα. Τ. 29, σ. 162

[8] Β. Α. Βαζιούλιν, Ο μεθοδολογικός ρόλος του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού στις συγκεκριμένες επιστήμες. Κομμουνιστική Επιθεώρηση (ΚΟΜΕΠ), τ. 4/2019, σ. 69-96.

[9] Ό.π. σ. 86-89.

[10] Όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν τις παραδόσεις του, αντιλαμβάνονταν ότι δεν ήταν απλό μάθημα. Ήταν ένα βήμα απ’ το οποίο ο κορυφαίος ερευνητής-επαναστάτης εξέθετε συστηματικά, παιδαγωγικά, με ανεπανάληπτη θέρμη και βάθος, τα κεκτημένα μιας πρωτοπόρου εν εξελίξει έρευνας της ιστορίας και θεωρίας του μαρξισμού, με δύναμη και διεισδυτικότητα λόγου, ικανή να συνεπάρει και να συνεγείρει τους ανθρώπους. Όχι με τη μορφή κάποιας διανοουμενίστικης εξεζητημένης ρητορικής δεινότητας, αλλά με εκείνο το είδος του λόγου, που απηχεί τη ζωντανή δύναμη της επαναστατικής θεωρίας, την ίδια την προοπτική της ανθρωπότητας. Το περιεχόμενο των παραδόσεων διανθιζόταν πάντα με καίριες παρεκβάσεις, με επικαιροποιήσεις της προβληματικής, με την ανάδειξη κομβικών ζητημάτων της σοβιετικής και παγκόσμιας ιστορίας και της επικαιρότητας. Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν οι εμφάσεις στην κριτική τόσο των αστικών και μικροαστικών θεωρητικών αντιλήψεων, όσο και των αντίστοιχων πρακτικών που άρχισαν να επικρατούν κατά την περίοδο της «περεστρόικα», της αστικής αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στην ΕΣΣΔ.

[11] Β. Α. Βαζιούλιν, Για τη σημασία της Λογικής του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, Νο 26, Ιούνιος-Ιούλιος 2008, σ. 25.

[12] Β. Β. Βαζιούλιν, Η διαλεκτική του ιστορικού προτσές και η μεθοδολογία της έρευνάς του, μτφ. Γ. Κυριακάτος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1988.

[13] Β.Α. Βαζιούλιν, Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. (μτφ., υπομνηματισμός, σχόλια Δ. Πατέλης), Αθήνα, ΚΨΜ., 2013. Αναλυτικότερα για την πορεία των ερευνών και τη δράση του συγγραφέα, βλ. το «Αντί προλόγου» και το «Επίμετρο».

[14] Β. Α. Βαζιούλιν, Για τη σημασία της Λογικής του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, Νο 26, Ιούνιος-Ιούλιος 2008, σ. 22.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *