Το Ολοκαύτωμα της εθνικής αξιοπρέπειας
του Γιώργου Σαράντη
Επισκεπτόμενος κανείς χθες, ανήμερα της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου, την ανοιχτή πλατφόρμα ταινιών του ERTFLIX, θα παρατηρούσε ότι μεταξύ των πρώτων προτεινόμεων επιλογών δέσποζε η ταινία «Καλάβρυτα 1943» που σύμφωνα με την περιγραφή, αναφέρεται στο ομώνυμο ολοκαύτωμα.
Αποφάσισα να τη δω. Όμως φτάνοντας στους τίτλους τέλους, μια επιτακτική εσωτερική ανάγκη σχεδόν μου επέβαλε να καταγράψω εν συντομία τις «κραυγές» ενός υποσυνείδητου «κριτικού κινηματογράφου» που ξάφνου λες και ξύπνησε εντός μου και άρχισε να ωρύεται!
Η εν λόγω μυθιστορηματική κινηματογραφική μεταφορά του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων, αποτελεί «απαύγασμα» ιστορικού αναθεωρητισμού μέσω της μυθοπλαστικής αλλοίωσης ενός τόσο σημαντικού γεγονότος και την εμφανή επιδίωξη εναρμόνισής του με το ψευδο-συμφιλιωτικό αφήγημα που προωθεί και επιβάλλει το σύγχρονο γερμανικό κράτος.
Η ιστορία ξεκινά με την αναστάτωση που προκαλείται στα γερμανικά κυβερνητικά επιτελεία ύστερα από την επίσημη έγερση αξιώσεων από το ελληνικό κράτος για καταβολή των κατοχικών αποζημιώσεων για το κατοχικό αναγκαστικό δάνειο και τις καταστροφές επί Β’ΠΠ. Η διαχείριση της υπόθεσης από πλευράς Γερμανίας, ανατίθεται σε μια νέα (και ωραία) φιλόδοξη και ενεργητική δικηγόρο η οποία βάζει στόχο να κερδίσει την υπόθεση ακυρώνοντας τις ελληνικές αξιώσεις ώστε να μην πληγεί το κύρος της χώρας της αλλά και να μην υπάρξει μπαράζ επόμενων διεκδικήσεων από άλλες χώρες-θύματα του Γ’ Ράιχ. Αρχίζει λοιπόν να μελετά τις κατατεθειμένες μαρτυρίες, εστιάζοντας ιδιαιτέρως στον μοναδικό πια επιζώντα του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων, ο οποίος, ηλικιωμένος και άρρωστος πλέον, οδεύει προς τη δύση του βίου του.
Στην πορεία, τα ιστορικά flash backs διαδέχονται το ένα το άλλο με σκόπιμες σκηνοθετικές «πινελιές» ήδη να προδιαθέτουν και να επηρεάζουν τον θεατή. Το ελληνικό τοπίο καταθλιπτικό, ο γερμανικός στρατός εισέρχεται με υπερηφάνεια στα Καλάβρυτα, προτάσσοντας το «ευγενές» παράστημά του έναντι των «χωρικών». Στους κομπάρσους που υποδύονται τους ντόπιους Καλαβρυτινούς, η ουσία του λεγόμενου “untermensch” (υπανθρώπου, κατά τη ναζιστική ιδεολογία) αντανακλάται ξεκάθαρα. Άφωνοι και κακομοιραίοι, πάνε κι έρχονται όπου τους διατάσσουν, θυμίζοντας έντονα «εθνικοπατριωτικές» ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου γυρισμένες κατά την επταετία της χούντας.
Και να που οι Έλληνες αντάρτες «κάνουν την αρχή», φονεύοντας δεκάδες Γερμανούς (όχι Ναζί, η λέξη αυτή δεν αναφέρεται, Γερμανούς) στρατιώτες. Η συνέχεια εξελίσσεται προβλέψιμα. «Μοιραία», ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός προχωρά σε αυτό «που δεν επιθυμούσε» αλλά που «αναγκάζεται» να πράξει κάτω από τον εκβιασμό του ανωτέρου του, εγκλωβισμένος σε έναν προσωπικό «κόντρα ρόλο» διάπραξης μιας θηριωδίας, για την οποία ο ίδιος δεν φέρει ηθική ευθύνη μιας και «εκτελεί εντολές». Το πάγιο επιχείρημα των χαμηλόβαθμων ναζί που δικάστηκαν στη Δίκη της Νυρεμβέργης, εδώ ενσωματώνεται ξεκάθαρα στον κορμό της αφήγησης.
Και τα γυναικόπαιδα οδηγούνται και κλειδώνονται στο σχολείο και οι άντρες και οι έφηβοι παίρνουν το δρόμο για το λόφο της εκτέλεσης. Και οι φλόγες ξεσπούν και οι εγκλωβισμένες γυναίκες μοιρολογούν, μιας και ανήμπορες πια, το μόνο που τους απομένει είναι να φιλούν εικονίσματα.
Και να όμως, που ως από μηχανής θεός, ένας Αυστριακός απλός στρατιώτης (όχι Ναζί κι αυτός) με «χρυσή καρδιά», γυρίζει πίσω και σπάει το λουκέτο της πόρτας του σχολείου απελευθερώνοντας τα γυναικόπαιδα που ξεχύνονται καπνισμένα και αλλόφρονα!
Και στο άκουσμα της αφήγησης αυτής στο σήμερα, η όμορφη, η άλλοτε φιλόδοξη και άκαμπτη Γερμανίδα δικηγόρος να «σπάει», αφήνοντας να κυλήσει ένα δάκρυ στο όμορφο και αψεγάδιαστο προσωπάκι της…
Και η επόμενη νύχτα να περνά σε μια ατέλειωτη περισυλλογή, αφού άυπνη όλο το βράδυ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και με νεκρό το βλέμμα, καρφωμένο στο ταβάνι, αναζητά αγωνιωδώς διέξοδο από τις ενοχές, σε ένα πακέτο τσιγάρα.
Και οι «φωνές» των σφαγμένων να γίνονται στο κεφάλι της εκκωφαντικές, ενώ η ίδια κοιτά τις φωτογραφίες τους…
Και ο ισχυρός Γερμανός υπουργός που αγωνιά για το αποτέλεσμα της δουλειάς της, να λαμβάνει έκπληκτος στο γραφείο του την επιστολή της παραίτησής της απ’ την υπόθεση.
Η ταινία τελειώνει εκεί, χωρίς να αποκαλύπτεται το τελικό αποτέλεσμα της εκδίκασης.
Ίσως όλοι μας να μπορούμε να το μαντέψουμε…
Κάποιος ίσως ισχυριστεί πως δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ.
Πράγματι. Όμως αυτό το κάνει ακόμη χειρότερο. Γιατί ο ιδεολογικός κορμός του γυρίσματος της εν λόγω ταινίας βασίζεται ακριβώς σε αυτό, στη γνώση και πεποίθηση ότι ένα ντοκιμαντέρ απευθύνεται σε εξαιρετικά περιορισμένο κοινό συνειδητοποιημένων θεατών σε αντίθεση με ένα κινηματογραφικό μελόδραμα όπως αυτό, το οποίο θα απολαύσει ευρεία απήχηση, ιδιαίτερα στο πλειοψηφικό, μη ιστορικά καταρτισμένο κοινό των απλών ανθρώπων. Η επίκληση στο συναίσθημα και όχι στην αυστηρή ιστορική τεκμηρίωση, προσφέρει τα «εχέγγυα» μιας επιτυχούς εκστρατείας ιστορικού αναθεωρητισμού, η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ακολουθούμενη πολιτική των καιρών μας, δηλαδή την πλήρη υποταγή της χώρας μας στο ευρωενωσιακό διευθυντήριο και τη συνειδητή παραίτηση από κάθε αξίωση και κάθε πρόθεση άσκησης πολιτικής με γνώμονα την προάσπιση της εθνικής κυριαρχίας. Γι’ αυτό και τέτοιας έμπνευσης «κουλτούρα και πολιτισμός» βρίσκουν το δρόμο προς μια περίοπτη θέση στη διαδικτυακή «βιτρίνα» της ελληνικής κρατικής τηλεόρασης, «ζυμώνοντας» το «πνεύμα φιλίας» πάνω στα «περασμένα-ξεχασμένα».
Στο πραγματικό ελληνικό σύμπαν, η συγκυρία φέρνει τον Γερμανό Πρόεδρο της Δημοκρατίας να πραγματοποιεί τριήμερη επίσημη επίσκεψη στη χώρα μας. Θα ήταν ενδιαφέρον να γινόμασταν μάρτυρες σε μια δημόσια και «θαρραλέα» εκδήλωση απαίτησης καταβολής των εν λόγω αποζημιώσεων από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης, κόντρα στην πάγια θέση του γερμανικού κράτους ότι το θέμα αυτό έχει διευθετηθεί προφορικά μεν, οριστικά δε. Φυσικά φαντάζει αστεία και μόνο η σκέψη μιας τέτοιας φαντασίωσης. Οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις, διαχρονικά κινούμενες στις «ράγες» της υποτέλειας και της δουλοπρέπειας, δεν πρόκειται να πράξουν μια τέτοια «αποκοτιά» στον αιώνα τον άπαντα. Αντιθέτως, θα δουλεύουν μεθοδικά όπως τώρα, για να διαγράψουν οριστικά από τις λαϊκές συνειδήσεις κάθε ενοχλητική και «αντιπαραγωγική» μνήμη.
«Σωστή πλευρά της Ιστορίας», στο παρόν, στο μέλλον αλλά και με αναδρομική ισχύ.